Το Θέατρο Καμπούκι είναι ένα είδος παραδοσιακού Γιαπωνέζικου θεάτρου. Ετυμολογικά, η λέξη καμπούκι -αναγνωρισμένη πια και στο διεθνές λεξιλόγιο- σημαίνει «ικανότητα στη μουσική και το χορό». Το Καμπούκι μπορεί επίσης να μεταφραστεί σαν το θέατρο της πρωτοπορίας ή το περίεργο θέατρο.
Εκτός από το χορευτικό στοιχείο -απαραίτητο σε κάθε παράσταση- τέσσερα ακόμη είδη κίνησης εμπλουτίζουν τις υποκριτικές δυνατότητες ενός ηθοποιού-τεχνίτη του Θέατρου Καμπούκι: η παντομίμα, η μίμηση της κίνησης μιας κούκλας, οι χειρονομίες και οι πόζες. Ουσιαστικά το Καμπούκι ενώνει σε μία μοναδική φόρμα την τέχνη της μουσικής, του χορού, της υποκριτικής, της λογοτεχνίας και των εικαστικών. Οπως πρεσβεύει άλλωστε και ένα ιαπωνικό ρητό, παλιό όσο και το Καμπούκι, «η τέχνη είναι η παλάμη του χεριού και οι τέχνες είναι τα δάχτυλα».
Το είδος αυτού του θεάτρου είναι γνωστό για την τυποποίηση (στυλιζάρισμα) του δράματος. Ένα γνώρισμα του θέατρου Καμπούκι είναι το εντυπωσιακό μακιγιάζ του, υποκατάστατο των προσωπείων που χρησιμοποιούν άλλα θεατρικά είδη και που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αίγλη, καθώς οι ηθοποιοί κινούνται σε μια μεγάλη μακρόστενη σκηνή πλαισιωμένη, κατά περίπτωση, με ζωηρόχρωμα σκηνικά και σειρές λαμπροντυμένων μουσικών στο βάθος της. Το μακιγιάζ καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο, επίσης με ζωηρότατα χρώματα, που παίρνουν συμβολική σημασία ανάλογα με τον τύπο των μορφών (αγαθές, θεϊκές, δαιμονικές, ζωώδεις κλπ). Σε κάθε περίπτωση, το μακιγιάζ διακρίνεται για την έντονα εξπρεσιονιστική απόδοσή του, ιδιαίτερα στην υπογράμμιση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, που επιτείνεται ακόμη περισσότερο από τους μορφασμούς των ηθοποιών. Το εξαιρετικά εντυπωσιακό αποτέλεσμα που προκύπτει συμπληρώνεται, όπου χρειάζεται, με εξίσου εντυπωσιακές περούκες, καθώς και περίλαμπρες ενδυμασίες που συγκαταλέγονται στις ακριβότερες του διεθνούς θεατρικού ρεπερτορίου. To θέατρο Καμπούκι εμπνέεται από λαϊκούς μύθους και θρύλους και αναπλάθει απλές, αλλά σοφές και αιώνιες «ιστορίες» της ζωής.
Το kabuki έχει αλλάξει δραματικά από τις πρώιμες μέρες του μέχρι σήμερα.
1603–1629: Γυναικείο Καμπούκι
Η ιστορία του καμπούκι ξεκινά το 1603 όταν η Οκούνι, μία μίκο (νέα γυναίκα στην υπηρεσία ενός ναού Σίντο) του Ιζούμο Τάισα χόρεψε ένα νέο είδος χορού με ανάμεικτα παραδοσιακά και θρησκευτικά στοιχεία στον ιερό τόπο Κιτάνο Τεμάνγκου του Κυότο. Για αυτό το λόγο το καμπούκι ονομάστηκε και "χορεύσουσα και τραγουδούσα πόρνη", κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο. Σύντομα τη μιμήθηκαν και άλλες ομάδες ορχηστικής τέχνης και το Καμπούκι καθιερώθηκε ως είδος γυναικείου χορευτικού σχήματος, με μια μορφή αρκετά διαφορετική από τη σύγχρονη. Μέρος της γοητείας που άσκησε εκείνη την εποχή το νέο είδος χοροθεάτρου οφειλόταν στο γεγονός ότι αρκετοί από τους θιάσους έδιναν παραστάσεις με σκανδαλιστικό περιεχόμενο.
Όταν το kabuki απέκτησε φήμη, άντρες ηθοποιοί κάθε ηλικίας, αντικατέστησαν τις γυναίκες, όταν αυτές απαγορεύτηκε να συμμετέχουν στο θέατρο. Μαζί με αυτήν την αλλαγή επήλθε μία αλλαγή και στη δραματολογία που επιδίωκε να δώσει έμφαση στο φύλο, στην δραματοποίηση των ρόλων ενώ ο χορός έπεσε σε δεύτερη μοίρα. Οι Σογκούν κατήργησαν τη συμμετοχή νέων ηθοποιών το 1652.
Μετά το 1653: Αντρικό Καμπούκι
Από το 1653, μόνο ώριμοι άνδρες επιτρεπόταν να εκτελούν παραστάσεις kabuki, oι οποίες στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε ένα ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο και στυλιζαρισμένο είδος θεάτρου και ονομάστηκε γιαρό καμπούκι (δηλαδή Αντρικό Καμπούκι ). Η μεταμόρφωση αυτή του ύφους οφείλεται εν μέρει και από το κωμικό θέατρο Κιόγκεν όπως επιβληθηκε από τους σογκούν της εποχής.
Το όνομα γιαρό τελικά εγκαταλέιφθηκε αλλά όλοι οι ρόλοι συνεχίστηκαν να υποδύονται από άντρες. Οι άντρες ηθοποιοί που ειδικευόταν στους γυναικείους ρόλους ονομαζόταν οναγκάτα ή ογιάμα. Τα επόμενα χρόνια οι οναγκάτα προερχόταν από 3 κυρίως οικογένειες. Δύο βασικοί τύποι ρόλων δημιούργήθηκαν: αραγκότο (σκληρός τύπος) που ξεκίνησε από τον Ιτσικαουα Νταντζουρό (1660–1704) στο Έντο, και γουαγκότο (ελαφρύς τύπος) από τον Σακάτα Τοτζουρό (1647–1709) στις περιοχές του Κυότο και της Οζάκας. Το αραγκότο ήταν πιο ζωηρός τρόπος απόδοσης στην οποία ο ηθοποιός υπερέβαλλε στις κινήσεις του, στα κοστούμια και στη φωνή. Το γουαγκότο ήταν πιο κατάλληλο για τραγικές ρομαντικές ιστορίες και ήταν πιο ρεαλιστικός τρόπος παράστασης.
1673–1735: Η περίοδος Γκενρόκου
Κατά τη διάρκεια της Τζενρόκου, το καμπούκι άνθισε. Η δομή των έργων στυλιζαρίστηκε ακόμα περισσότερο. Συμβατικοί ρόλοι επίσης δημιουργήθηκαν. Το Καμπούκι συνδέθηκε με το νιτζιο τζορούρι (κουκλοθέατρο) και αλληλοεπηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό. poses and mask-like kumadori make-up. Στα μέσα του 18ου αιώνα το Καμπούκι έχασε τη λάμψη του για ένα διάστημα με το μπουνράκου να παίρνει τη θέση του σαν κύριος τρόπος διασκέδασης στην Ιαπωνία στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις.
Η ανασύσταση του Καμπούκι στην περίοδο Μέιτζι
ΟΙ τεράστιες κοινωνικές αλλαγές που ξεκίνησαν το 1868 με την πτώση των σογκούν Τοκουγκάουα, η εξαφάνιση της τάξης των σαμουράι και το άνοιγμα της Ιαπωνίας στη Δύση βοήθησαν στην ανασύσταση του Καμπούκι. Το Καμπούκι άρχισε να προσαρμόζεται στους μοντέρνους καιρούς και συντομα έγινε ξανά δημοφιλής με τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Το 1887 δόθηκε μάλιστα παράσταση προς τιμήν του αυτοκράτορα.
Πολλά θέατρα Καμπούκι καταστράφησαν κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου και οι σύμμαχοι κατήργησαν προσωρινά την λειτουργία των εναπομείναντων μετά τον πόλεμο. Παρόλα αυτά το 1947 το θέατρο Καμπούκι άρχισε πάλι τις παραστάσεις του. Αν και μπορεί να υπάρχει πολύ πάθος, ενδεχομένως και σκληρότητα σε κάποια θέματα έργων του, οι παραστάσεις δίνουν συνήθως έμφαση στο οπτικό στοιχείο περισσότερο παρά στο λόγο ή στις ψυχολογικές διαγραφές των χαρακτήρων. Είναι ένας άλλος τρόπος προσέγγισης σε ένα ρεπερτόριο κατεξοχήν εκλεκτικό, που στο μεγαλύτερο μέρος του στηρίχτηκε σε διασκευές από το κουκλοθέατρο ή/και το Νo.
Πηγές:
1. http://el.wikipedia.org/wiki/
2. http://www.gr.emb-japan.go.jp/
3. http://artpieceart.blogspot.gr/