Οι γνώσεις μας για το αρχαίο θέατρο στηρίζονται σε τρεις πηγές:
1. Αρχαιολογικά ευρήματα από ανασκαφές στα αρχαία θέατρα και παραστάσεις από αγγειογραφίες
2. Μεταγενέστερη παράδοση, όπως πραγματείες για θεάματα θεάτρου και αναφορές ρητόρων και ιστορικών
3. Σωζόμενα δραματικά κείμενα
Σε μια προϊστορική για την ανθρωπότητα περίοδο, ο πρωτόγονος άνθρωπος, με τις θρησκευτικές τελετουργίες των πρώτων κοινωνιών του, προκειμένου να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα προσέφευγε στη μυθοπλασία. Κυρίως όμως, σκοπός του ήταν να επηρεάσει τη ροή των ίδιων των γεγονότων, μέσα από ποικίλα δρώμενα που είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: τις μιμητικές ομαδικές κινήσεις - εκκλήσεις προς τις θεοποιημένες φυσικές δυνάμεις (όπως χορός της βροχής, βράσιμο στο καζάνι με ζαρζαβατικά κ.ά.). Στα δρώμενα αυτά διακρίνουμε μια πρώιμη, «εμβρυϊκή» καλλιτεχνική έκφραση του ανθρώπου, προ-λογική και σαφώς προ-αισθητική, που δεν έχει οργανωμένο λόγο, μα μια εσωτερική πίστη. Η έκφραση αυτή έδινε ταυτοχρόνως διέξοδο στο μιμητικό ορμέμφυτο του πρωτογόνου, στην κλίση του για τη δημιουργία και την απόλαυση ενός θεάματος. Στην "έκρηξη" αυτού του ενστίκτου εντοπίζουμε και τις απαρχές του θεάτρου. Σ΄ αυτόν τον πρωτογενή αυτοσχεδιασμό, στην πρώτη άγρια μορφή αναπαράστασης ενός πόθου, ενός φόβου, μιας πρόληψης, εικάζεται πως βλέπουμε τις ρίζες του θεάτρου. Τα δρώμενα των πρωτογόνων, που διεξάγονταν σε χώρους οι οποίοι εξαγνίζονταν πρώτα, για να υποδεχτούν τη μαγική τελετή, ή σε χώρους με συμβολική αξία (βράχους, ποτάμια κ.ά.), είχαν τόσο τη σοβαρή τους μορφή όσο και την ευτράπελη. Αυτή η διπλή όψη των δρώμενων προανήγγελλε – πριν ακόμα ισχύσει ο λόγος ως σύστημα επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους – τις δύο μορφές του θεάτρου, την τραγωδία και την κωμωδία, που είναι φυσικά συνυφασμένες με την ίδια τη ζωή.
Οι ιεροτελεστίες των αρχαίων ανθρώπων μετεξελίχθηκαν σιγά- σιγά ώσπου έγιναν αληθινές θεατρικές παραστάσεις. Το θέατρο δυτικού τύπου γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα τον 5ο αιώνα π.Χ. Αυτό που λέμε σήμερα θεατρική παράσταση, ξεκίνησε πρώτα σαν ένας θρησκευτικός ύμνος, ή αλλιώς ωδή, ή σαν λυρικό άσμα, ή σαν λατρεία... Κι όλα αυτά προς τον Διόνυσο, τον θεό της γονιμότητας και του μεθυσιού, που φημολογείται ότι ήρθε στην Ελλάδα από τη Φρυγία ή τη Θράκη ή την Αίγυπτο. Στο βωμό του Διονύσου (ναι, εκεί όπου γίνονταν και οι λεγόμενες θυσίες), τη "Θυμέλη", τραγουδούσαν και χόρευαν προς τιμή του Διονύσου, πενήντα τραγουδιστάδες: "Ο χορός των Σατύρων" (πέντε άνδρες για κάθε μια απ' τις δέκα φυλές της Αττικής). Ο ύμνος αυτός, αυτό το κύκλιο άσμα, λεγότανε "Διθύραμβος" και άλλαζε με τα χρόνια... Ανακάτευαν μέσα και θλιβερά τραγούδια, και αστεία, και σατυρικά, κοροϊδευτικά... Κι έτσι σιγά- σιγά στην εξέλιξη του, ο Διθύραμβος γέννησε το δράμα, την τραγωδία, την κωμωδία και ένα μικρότερο αδερφάκι του, το σατυρικό δράμα.
Διθύραμβο... Μία εκδοχή λέει, όνομασαν το Διόνυσο, γιατί βγήκε στον κόσμο από δύο πόρτες... από την κοιλιά της μητέρας του, της Σεμέλης, κι από τον μηρό του πατέρα του, του Ολύμπιου Δία και...
Μια δεύτερη ετυμολογία του διθυράμβου είναι ότι θα πει Δίος θρίαμβος. Με αναγραμματισμό βέβαια. Γιατί σε όλες του λέει τις περιπέτειες, στα πάθη του, και με την τελική νίκη του, ο Διόνυσος, που είναι ο θεός του κρασιού... στάθηκε το καμάρι, το καύχημα, ο θρίαμβος του πατέρα του.
Το Διόνυσο τον λέγανε και Βάκχο. Στη σπηλιά όπου κατοικούσε, φύτρωσε λένε κλήμα που μεγάλωσε και στεφάνωσε την πόρτα του. Έκανε σταφύλι που, ο Βάκχος ή Διόνυσος το έστυψε και το έκαμε κρασί. Όταν το ήπιε και είδε πως είναι νόστιμο, αποφάσισε να πάρει δρόμο και να διδάσκει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του και τη χρήση του. Πήρε μαζί του τους φίλους του και τις φίλες του, τις Νύμφες που τις ονόμαζαν και Μαινάδες και Βάκχες, το δάσκαλο το Σειληνό και τους Σατύρους. Ήταν μια κεφάτη παρέα... Τριγύριζαν λοιπόν στα διάφορα μέρη της Ελλάδος κι άλλοι τους δέχονταν με χαρά και με θρησκευτικό δέος κι άλλοι τους έδιωχναν, τους βασάνιζαν, τους φυλάκιζαν, έπιαναν αιχμάλωτο το Διόνυσο, που πάντα του όμως στο τέλος νικούσε και θριάμβευε.
Ο Διόνυσος συμβόλιζε τη βλάστηση... Γι΄αυτό και σύμβολό του δεν είναι μόνο το κλήμα αλλά και ο κισσός, τα λουλούδια και όλος ο φυτικός κόσμος, που πεθαίνει και ξαναγεννιέται την άνοιξη... Όπως η Περσεφόνη ήταν το σύμβολο της ξαναγεννημένης την άνοιξη φύσης, έτσι ήταν και ο Διόνυσος. Κι αυτός πεθαίνει, όπως η φύση, κι ανασταίνεται. Αυτό το βλέπουμε, σ'όλη τη φύση μα και στο αμπέλι ιδιαίτερα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ο Διόνυσος έχει τη ζωή του αμπελιού, του σταφυλιού, τον βασάνιζουν, τον αιχμαλωτίζουν, όπως τα σταφύλια, που τα πατούν στα πατητήρια ("λήνους" τα λέγαν οι αρχαίοι), κι ύστερα τα κλείναν στα πιθάρια... Φαντάστηκαν και το Βάκχο να τραβάει κι αυτός τα ίδια βάσανα.
Οι πρόγονοί μας, από τα παλιά χρόνια, παρακολουθούσαν με δέος και θαυμασμό τη φύση. Το φυτό, που την άνοιξη ήταν ολάνθιστο, μαραινόταν, ξεραινόταν, χανόταν από τη γη. Τα δέντρα τα φορτωμένα καρπούς γυμνώνονταν, ρίχνανε τα φύλλα τους, μένανε νεκρά. Και ξάφνου οι σπόροι, που είχαν πέσει στη γη, ξεπετάγονταν, φύτρωναν κι ένα ταπέτο πολύχρωμο σκέπαζε την πλάση. Τα δέντρα μπουμπούκιαζαν, έβγαζαν ανθούς, και σμαράγδινα φύλλα κι ύστερα από λίγο γέρνανε από το βάρος των πλούσιων καρπών τους... Αυτό το θέαμα της εναλλαγής γέννησε στη φαντασία των προγόνων μας και "θεούς πάσχοντες". Όπως έπασχε η φύση και έσβηνε το χειμώνα, έτσι και οι θεοί συμπάσχανε μαζί της και χάνονταν κι αυτοί.
Πηγές:
1. Νεανική βιβλιοθήκη, γνώσεις, Έλλη Αλεξίου, Ρωτώ και Μαθαίνω, Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN 960-03-0187-5, σελ. 96
2. http://el.wikipedia.org/wiki
6. http://visaltis.blogspot.gr