Καλλιτεχνικός ρεαλισμός
Ο ρεαλισμός στη ζωγραφική
Ο ρεαλισμός αποτέλεσε καλλιτεχνικό ρεύμα της ζωγραφικής την περίοδο 1850 - 1880. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ορισμένοι καλλιτέχνες αρχίζουν να απορρίπτουν τον αισθηματισμό του Ρομαντισμού και επιδιώκουν να απεικονίσουν ξανά τη ζωή με ρεαλιστικό τρόπο.
Στη Γαλλία, ο ζωγράφος Γκουστάβ Κουρμπέ εξέφρασε τη βασική ιδέα αυτού του ρεύματος, που έγινε γνωστό με τον όρο "Ρεαλισμός", με αυτά τα λόγια: «Η ζωγραφική ... δεν είναι τίποτε άλλο από αναπαράσταση των πραγματικών και συγκεκριμένων πραγμάτων».
Επίσης, όπως γράφει σε μια επιστολή του 1854: «Ελπίζω να κερδίζω πάντοτε τη ζωή μου ασκώντας την τέχνη μου χωρίς να απομακρυνθώ ούτε κατά μία τρίχα από τις αρχές μου, χωρίς να χρειαστεί να πω ψέμματα στην ίδια τη συνείδησή μου, χωρίς να χρειαστεί να ζωγραφίσω ούτε μια πιθαμή μόνον και μόνο για να φανώ ευχάριστος και να αυξήσω τις πωλήσεις μου.»
Οι ζωγράφοι και οι λογοτέχνες του ρεαλισμού προσπαθούσαν να απεικονίσουν τη ζωή όπως ήταν, δεν επιδίωκαν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα.
Με το Ρεαλισμό του 19ου αιώνα, η μορφή αποκτά την πραγματική της οντότητα και θέση στη Φύση, γίνεται πιο στερεή, συμπαγής, σωματική, απτική, σύμφωνη με το θετικιστικό πνεύμα της εποχής.
Ο Κουρμπέ που είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του Ρεαλισμού στη ζωγραφική διακατέχεται απ’ αυτή την επιστημοσύνη, όταν διακηρύσσει επίσης : «Πιστεύω πως η τέχνη είναι ουσιαστικά συγκεντρωμένη και συνίσταται στην αναπαράσταση πραγματικών και υπαρκτών αντικειμένων». Αποκλείει έτσι την έμπνευση και τη δημιουργία πραγμάτων, την ανάμειξη της ψυχής και της καρδιάς στην καλλιτεχνική διεργασία.
Η αντικειμενική παρατήρηση, και προπαντός το αποτέλεσμα, η φόρμα στα έργα του Κουρμπέ, φτιαγμένη έτσι ώστε να δίνει την αίσθηση της ύλης από την οποία αποτελείται, η υλιστική αυτή προσέγγιση στο θέμα αλλά και το ίδιο το θέμα, αποτελούν νεωτεριστικά στοιχεία. Σκηνές από την καθημερινή ζωή και μάλιστα από τη ζωή των πιο χαμηλών τάξεων του λαού βρίσκουν τη θέση τους στη ρεαλιστική θεματογραφία. Από εδώ ξεκινούν μάλιστα και άλλες μορφές ρεαλιστικών κινημάτων όπως αυτή του Κοινωνικού Ρεαλισμού που βγάζει στην επιφάνεια την αθλιότητα της κοινωνίας, σχολιάζει και ψέγει τα στραβά της, με εκπροσώπους όπως το Ντομιέ. Είναι ένα κίνημα που αργότερα, τον 20ο αιώνα, στη Ρωσία θα πάρει το σχήμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού σ’ ένα πρόγραμμα ηρωοποίησης της εργατικής τάξης με κύριο ιδρυτή τον Ρεπίν.
Οι εκπρόσωποί του, όπως ο Ρουσό και ο Κορό, θα ζωγραφίσουν με πιστότητα τη φύση, αφού απορρίψουν το θεαματικό και ανεκδοτολογικό στοιχείο, κάτι που ήταν προσφιλές στους ρομαντικούς.
Το κίνημα αυτό δε στρέφεται μόνο ενάντια στην παραδοσιακή τέχνη αλλά, το σπουδαιότερο, παίρνει δυναμική θέση ενάντια στο κοινωνικό κατεστημένο, αφού προβάλλει με κατάλληλα θέματα τα προβλήματα, τις ασχολίες, τα βάσανα, τις αξίες της ζωής του απλού ανθρώπου, του δουλευτή, γενικά των μελών της τελευταίας βαθμίδας της κοινωνίας, παραγνωρίζοντας τα «μεγάλα» θέματα τα τόσο αγαπητά στην επίσημη τέχνη, δηλαδή τα ιστορικά, μυθολογικά, αλληγορικά.
Θέματα εφήμερα και ταπεινά εξαίρουν και υμνολογούν μια παραγνωρισμένη τάξη πραγμάτων με αποτέλεσμα ο Ρεαλισμός αυτός να μπορεί να χαρακτηριστεί ως Κοινωνικός Ρεαλισμός, αφού παίρνει τη μορφή του κοινωνικού σχολιασμού. Η καινοτομία στη θεματογραφία και στο περιεχόμενο των έργων επεκτείνεται και στη χρήση των εκφραστικών μέσων. Γι’ αυτό, σημαντικό ρόλο είχε η εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής, που μπορούσε να απομονώσει μια στιγμή στο χρόνο, μια χαρακτηριστική κίνηση, την πιο μικρή λεπτομέρεια, την υφή, το φως, τη σκιά, έστω και στο ασπρόμαυρο.
Η φωτογραφική μηχανή, μαζί με τις άλλες κατακτήσεις των χρόνων αυτών στο χώρο της ζωής, της επιστήμης και διανόησης, όπως ο σιδηρόδρομος, το ατμόπλοιο, ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο, η εκβιομηχάνιση, η κυριαρχία των υλικών αγαθών στη ζωή, η άνοδος της επιστήμης, η αξιοποίηση της ενέργειας, η θετικιστική φιλοσοφία, η ατμόσφαιρα της εποχής και οι επιτεύξεις γενικά έπαιξαν το ρόλο τους στη διαμόρφωση του Ρεαλισμού, στη θεματογραφία, στην απόδοση της ύλης, της υφής.
‘Υστερα λοιπόν από το παράδειγμα του Νατουραλισμού, της Σχολής της Μπαρμπιζόν και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας με τις τόσες διαφοροποιήσεις και ανακατατάξεις, ο Ρεαλισμός δεν θα δώσει πια θέση στην εξιδανίκευση των μορφών, τον ψευδό συναισθηματισμό, παρά μόνο στην αντικειμενικότητα της παρατήρησης, στην ανάλυση της αλήθειας, στο γνήσιο αίσθημα για τον κόσμο. ‘Αλλωστε, ο Κουρμπέ, ο κυριότερος εκπρόσωπος του Ρεαλισμού, θα δηλώσει στα 1861: «Η καρδιά του Ρεαλισμού βρίσκεται στην άρνηση του Ιδεώδους».
Το χρώμα είναι ζωντανό, παλμώδες, απλωμένο με αδρές πινελιές σχεδόν πλακάτο σε εξίσου αδρά σχήματα που φαίνονται σαν κολλημένα στην επιφάνεια του καναβάτσου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ντομιέ. Οι μορφές του δίχως να χάσουν το μνημειακό στοιχείο τους, συχνά χάνουν το συμβατικό τους σχήμα, γίνονται πιο πολύ καρικατούρες με όγκους πεπλατυσμένους και εκφράζουν με ρεαλισμό τη διαμαρτυρία και την αντίθεση του καλλιτέχνη ενάντια στη βιαιότητα και στην κοινωνική αδικία.
Η τέχνη με θέμα τον εργάτη ρίζωσε ιδιαίτερα στη Ρωσία επειδή ευνοήθηκε από την ανερχόμενη εργατική τάξη, την επικράτηση του σοσιαλισμού και από άλλες ευνοϊκές αλλαγές. ‘Ενας από τους πρώτους μεγάλους Ρώσους καλλιτέχνες είναι και ο ζωγράφος Ιλία Ρεπίν (1844-1930) που διαμόρφωσε το Ρεαλισμό στη Ρωσία σ’ ένα εθνικό στιλ κι έδωσε τις βάσεις για την εγκαθίδρυση το 1932 του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού ως του επίσημου στιλ στις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτό το ιδιάζον σύστημα έκφρασης, που ακόμη μέχρι και σήμερα, παραμένει βασικά αναλλοίωτο και εξακολουθεί να έχει ως πρότυπό του τον πρωτεργάτη του στιλ, τον Ρεπίν.
Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία
Ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία μπορεί να έχει δύο σημασίες: γενικά την προσπάθεια για πιστή και αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας και ειδικότερα μια τάση που επικράτησε τον 19ο αιώνα κυρίως ως αντίδραση στις υπερβολές του ρομαντισμού. Η τάση αυτή εμφανίστηκε αρχικά στη Γαλλία με τα έργα των Ονορέ ντε Μπαλζάκ και Γκιστάβ Φλομπέρ.
Ο Μπαλζάκ στο έργο του "Ανθρώπινη Κωμωδία" και ειδικότερα στο τμήμα της με τίτλο "Μελέτες των ηθών" απεικόνισε το πανόραμα της γαλλικής κοινωνίας ("Σκηνές από τη ζωή της υπαίθρου", "Σκηνές από τη ζωή στο Παρίσι", "Σκηνές από τη στρατιωτική ζωή" κ.α.). Η απεικόνιση της ζωής έγινε με "επιστημονικό" τρόπο: ήταν αποτέλεσμα προσεκτικής παρατήρησης και είχε σκοπό την ολοκληρωμένη παρουσίαση των χαρακτήρων μέσω της συμπεριφοράς και την ερμηνεία αυτής.
Το έργο "Μαντάμ Μποβαρύ" του Φλομπέρ (1857) είναι και αυτό κατ' εξοχήν δείγμα του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, και μάλιστα είναι ρεαλιστικό όχι μόνο ως προς την τεχνοτροπία (ακριβής αναπαράσταση της ζωής, λεπτομερείς περιγραφές κ.α.) αλλά και ως προς το περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί αντιρομαντικό, αφού απεικονίζει τις αρνητικές συνέπειες της ρομαντικής σκέψης στη ζωή μιας γυναίκας.
Γενικά χαρακτηριστικά του ρεαλισμού στη λογοτεχνία
♦ Επιλογή ενός θέματος από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι θέμα κοινό, από την καθημερινή εμπειρία.
♦ Η πραγματικότητα παρουσιάζεται αντικειμενικά, χωρίς εξιδανίκευση ή εξωραϊσμό, και τις περισσότερες φορές με κριτική διάθεση.
♦ Παρουσίαση ανθρώπινων τύπων συνηθισμένων και καθημερινών, χωρίς τίποτα το ηρωικό.
♦ Προσπάθεια για αποκάλυψη της ψυχολογίας του ήρωα, κυρίως μέσω των πράξεών του, και για ερμηνεία της συμπεριφοράς.
♦ Η αντίδραση στον ρομαντισμό δεν σημαίνει ότι τα έργα είναι απαλλαγμένα τελείως από ρομαντικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα το υποκειμενικό στοιχείο δεν είναι δυνατόν να απουσιάσει από κανένα έργο. Η διαφορά μεταξύ των δύο ρευμάτων είναι ότι στον ρομαντισμό το υποκειμενικό και ατομικό στοιχείο είναι συνειδητά υπερτονισμένο.
♦ Λεπτομερής και ακριβής απόδοση της εξωτερικής πραγματικότητας με πιστότητα και αληθοφάνεια. Αυτό επιτυγχάνεται με εκτενείς περιγραφές χώρων, αντικειμένων, ανθρώπων.
♦ Ρεαλιστική, δηλαδή αληθοφανής, οργάνωση της πλοκής: στα ρεαλιστικά έργα δεν έχουν θέση οι απιθανότητες των ρομαντικών έργων, όπως οι ήρωες που σώζονται συνεχώς ως εκ θαύματος από κινδύνους ή ήρωες που εμφανίζονται ξαφνικά την πιο "κατάλληλη" στιγμή.
Ο ρεαλισμός σε άλλες τέχνες
Ενώ ο Ρεαλισμός κατέκτησε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία και λογοτεχνία και σε αρκετό βαθμό της ζωγραφική, δεν είχε τόση ανταπόκριση στη γλυπτική, ίσως ένεκα του υλικού και του γεγονότος πως η τέχνη αυτή εξαρτιόταν ακόμα από τις επίσημες αρχές που έκαναν τις παραγγελίες στους γλύπτες και που δε δέχονταν εύκολα καινοτομίες. Ωστόσο γλύπτες όπως ο Γάλλος Ζάν Μπατίστ Καρπό (1827 - 1875) σε έργα γλυπτά με τη νέα αισθητική όπως είναι «Η Δεσποινίδα Φιοκρ» (περίπου 1870) πετυχαίνει μέσ’ από τον αυθόρμητο χειρισμό του υλικού του να δώσει με ζωντάνια και ρεαλισμό τα χαρακτηριστικά και το χαρακτήρα των μοντέλων του.
Στην αρχιτεκτονική της εποχής, ο Ρεαλισμός είναι πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστεί παρά στις άλλες τέχνες λόγω της φύσης του κλάδου αυτού της τέχνης. Οπωσδήποτε όμως χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής σ’ αυτή την εποχή είναι η προσήλωση στη χρησιμότητα, την επιτυχημένη χρήση και σύζευξη διαφορετικών υλικών όπως του σιδήρου και του γυαλιού σε κατασκευές πολύ τολμηρές τόσο από μηχανικής όσο και από αισθητικής πλευράς. Δημιουργείται λοιπόν μια νέα αισθητική, αυτή της βιομηχανικής εποχής. Κλασικά παραδείγματα είναι το «Κρυστάλλινο Παλάτι» (1851) του Άγγλου Τζιόζεφ Πάξτον (1803 μια τεράστια κατασκευή από γυαλί και σίδηρο και ο πασίγνωστος «Πύργος του Άϊφφελ» (1887-1889) του Γάλλου μηχανικού Γκουστάβ Άϊφελ που είναι ολόκληρος από σίδηρο.
Η πρωτοτυπία της καινούριας αισθητικής, της απρόσωπης και μηχανικής, βρίσκεται στο γεγονός ότι ο τρόπος κατασκευής, συνδέσεως των μερών μένει ακάλυπτος, είναι ορατός και αποτελεί από μόνος του δίχως στολίδια και άλλα στηρίγματα, το ολοκληρωμένο έργο. Την ίδια περίπου ρεαλιστική αισθητική θα αποκτήσουν και οι πολυώροφες οικοδομές στα τέλη του αιώνα με την απλή ευθύγραμμή τους παρουσία, τους παραλληλεπίπεδους όγκους τους, τη ρυθμική μηχανική επανάληψη των στοιχείων σ’ όλες τους τις όψεις, τα γνωρίσματα που προδίδουν κι αυτά τον τρόπο κατασκευής, τη δομή, ακόμα και την εσωτερική διάρθρωση του χώρου που είναι πρόδηλη ακόμα και απ’ έξω.
Φιλοσοφικός ρεαλισμός
O φιλοσοφικός ρεαλισμός βασίζεται στη θέση ότι η πραγματικότητα υπάρχει εντελώς ανεξάρτητα από το πόσο καλά την γνωρίζουμε ή την καταλαβαίνουμε. Για παράδειγμα, οι ιδιότητες του φωτός ή της βαρύτητας υπήρχαν ανέκαθεν, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι άνθρωποι σχετικά πρόσφατα τις κατανόησαν καλύτερα. Οι υποστηρικτές του ρεαλισμού τείνουν να πιστεύουν ότι οι εκάστοτε αντιλήψεις μας για την πραγματικότητα είναι μια προσέγγιση μόνο της αλήθειας, και νέες παρατηρήσεις ή και νεότερες καλύτερα επεξεργασμένες θεωρίες μας φέρνουν εγγύτερα στην κατανόηση της πραγματικότητας. Στη φιλοσοφία της επιστήμης, αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ της πραγματικότητας και της αντίληψής της είναι σημαντικός και διαφοροποιεί το ρεαλισμό από δύο αλλά σημαντικά φιλοσοφικά ρεύματα, του ιδεαλισμού, που υποστηρίζει ότι η γνώση είναι δημιούργημα του ανθρώπινου νου και του εμπειρισμού, που θεωρεί ότι η πραγματικότητα περιλαμβάνει ό,τι διαπιστώνουμε με τις αισθήσεις.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας, ο όρος ρεαλισμός χρησιμοποιήθηκε αναφορικά με αρκετές διαφορετικές θεωρίες. Στο πλαίσιο του μεσαιωνικού σχολαστικισμού, ο ρεαλισμός σημαίνει, σε αντίθεση προς τον νομιναλισμό, ότι οι αφηρημένες έννοιες που αντιστοιχούν στους γενικούς όρους της γλώσσας (ή της σκέψης γενικότερα) υπάρχουν πραγματικά. Στη σημερινή γενική φιλοσοφική χρήση του όρου ρεαλισμός, σημαίνει ότι υπάρχει ένας κόσμος πραγμάτων που δεν εξαρτούν την ύπαρξη τους από κάποιο πνεύμα που τα αντιλαμβάνεται, και αντιπαρατίθεται συνήθως προς τον ιδεαλισμό, αν και όχι απαραίτητα αφού τη θέση του «πράγματος» στον ισχυρισμό περί ύπαρξης και ανεξαρτησίας μπορεί να λάβει ένα νοητό ή αφηρημένο αντικείμενο, για παράδειγμα κάποια μαθηματική έννοια ή ποσότητα. Έτσι λοιπόν στη φιλοσοφία των μαθηματικών, ο όρος ρεαλισμός ταυτίζεται με τον όρο πλατωνισμός. Στη σχετικά πιο σύγχρονη φιλοσοφία, ο όρος ρεαλισμός συχνά συνδέεται με τον Άγγλο φιλόσοφο Ρόι Μπάσκαρ (Roy Bhaskar), βασικό υποστηρικτή του φιλοσοφικού ρεύματος του κριτικού ρεαλισμού.
Ο ρεαλισμός, δηλαδή ο ρεαλιστικός ισχυρισμός, μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές μορφές ανάλογα με το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται, όπως ιδεαλιστικός ρεαλισμός, εμπειρικός ρεαλισμός, αισθητικός ρεαλισμός, ηθικός ρεαλισμός, νομικός ρεαλισμός, θεολογικός ρεαλισμός κοκ. Δεν είναι σπάνιο να δηλώνει κανείς ρεαλιστής ως προς ένα αντικείμενο και αντι-ρεαλιστής ως προς κάποιο άλλο. Την πιο κοινή μορφή ρεαλισμού έχουμε αν τη θέση των «πραγμάτων», στον ισχυρισμό ότι τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις και ιδέες του παρατηρητή που τα αντιλαμβάνεται, λάβουν τα μακροσκοπικά φυσικά αντικείμενα, οπότε ο ισχυρισμός μοιάζει προφανής. Ωστόσο ακόμα και για τα φυσικά αντικείμενα, τουλάχιστον σε μικροσκοπικό επίπεδο, η κβαντική θεωρία ως γνωστόν περιορίζει την ανεξαρτησία παρατηρητή και παρατηρούμενου φαινομένου.
Το γενικό φιλοσοφικό πρόβλημα παραμένει ιδιαίτερα ως προς την ύπαρξη των αφηρημένων εννοιών καθαυτών, που για κάποιους (όπως για παράδειγμα για τους υποστηρικτές μιας εντελώς ιδεαλιστικής αντίληψης στη φιλοσοφία των μαθηματικών) είναι εντελώς αδιαμφισβήτητη, ενώ για άλλους όχι. Όπως και να 'χει, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αντίληψη και η γνώση μας για την πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει μόνο εμπειρικά δεδομένα αλλά και αρχές, νόμους και συμπεράσματα, όπως για παράδειγμα η πρόταση ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι 180 μοίρες, η βεβαιότητα των οποίων πηγάζει κυρίως από λογική απόδειξη παρά από οποιαδήποτε εντελώς αντικειμενική πειραματική επιβεβαίωση. Αυτές οι λογικές αρχές, συμπεράσματα και θεωρίες είναι κατά μια άποψη, με την οποία θα συμφωνούσαν πολλοί, δημιούργημα του ανθρώπινου στοχασμού, δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος.
Έτσι μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν για παράδειγμα η Θεωρία της Σχετικότητας, στο βαθμό που είναι μια αληθής ή ακριβής περιγραφή για τη φύση του χρόνου, του χώρου, της ύλης, της ενέργειας κλπ, υπήρχε ανέκαθεν ή είναι δημιούργημα του Άλμπερτ Άϊνσταιν; Και επεκτείνοντας τον πάνω συλλογισμό να διερωτηθεί κανείς ακόμα αν, για παράδειγμα, η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν είναι δημιούργημα του Γερμανού συνθέτη, ή μήπως υπήρχε ανέκαθεν; Μια λύση σε αυτόν τον προβληματισμό μας δίνει η αναλυτική φιλοσοφία η οποία δείχνει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στη χρήση των λέξεων, στις διαφορετικές σημασίες με τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι λέξεις στη διατύπωση των πάνω ερωτημάτων, και όχι στα οντολογικά ερωτήματα τα οποία υποτίθεται τίθενται.
Πηγές: