Ο Αntoine D’ Agata είναι ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας στον κόσμο της φωτογραφίας και, γενικότερα, της τέχνης. Το περιεχόμενο της δουλειάς του είναι σκληρό και αυτοκαταστροφικό και έχει, πολύ συχνά, την τάση να αναστατώνει το κοινό του.
Γεννημένος στη Μασσαλία το 1961, έφυγε στα 22 του για την Αμερική, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα 10 χρόνια. Εκεί, παρακολούθησε σεμινάρια φωτογραφίας στο International Center of Photography, με καθηγητές του τους Λάρι Κλαρκ και Ναν Γκόλντιν. Επίσης, δούλεψε στο εκδοτικό τμήμα του Μάγκνουμ. Τα πρώτα του άλμπουμ, "De Mala Muerte" και "Mala Noche", εκδόθηκαν το 1998 και τον επόμενο χρόνο, η Galerie Vu άρχισε να δείχνει τη δουλειά του. Ακολούθησαν τα "Vortex" και "Isomnia" το 2003, συνοδεύοντας την έκθεσή του "1001 Νύχτες", το "Stigma" εκδόθηκε το 2004 και το "Manifeste" το 2005. Από το 2004, είναι μέλος του Magnum Photos, ένας "αιρετικός" του Magnum, όπως τον χαρακτηρίζουν πολλοί.
"Ταξίδευα στη Μασσαλία, κάνοντας πολλά χαζά πράγματα. Κάποια στιγμή εξαντλήθηκα. Ψυχικά, σωματικά. Ήθελα να σταματήσω. Η φωτογραφία ήταν ένας τρόπος να ξεκινήσω μια ζωή", θυμάται. "Η φωτογραφία ήταν ένας τρόπος να συνεχίσω να είμαι πιστός στον τρόπο ζωής που είχα επιλέξει, αλλά παράλληλα να έχω τον έλεγχο σε αυτόν τον τρόπο ζωής".
Ζει μια σκοτεινή και νομαδική ζωή από τότε. Τα αντικείμενα των φωτογραφιών του είναι συνήθως πόρνες και άλλα περιθωριοποιημένα άτομα και συχνά βάζει τον εαυτό του μέσα σε επικίνδυνες καταστάσεις ναρκωτικών και σεξ. Πάει τόσο κοντά στο αντικείμενό του που αυτό θολώνει… Βάζει ακόμα και τον εαυτό του σε κάποιες φωτογραφίες για να δείξει πως, το να αφήσεις τον εαυτό σου εκτός, είναι αυταπάτη.
Σέβεται τους καλλιτέχνες που έχουν το κουράγιο να ανταποκριθούν στην τρέλα της τέχνης τους. Η τέχνη, γι’ αυτόν, δεν είναι ανταγωνισμός ή απλά ένα θέαμα αλλά μια προνομιούχα θέση για να αλλάξεις ριζοσπαστικά την οπτική κάποιου για τον κόσμο.
Μιλάει για την φωτογραφία σαν ένα είδος τέχνης, τιμιότητας και ηθικής. Σε μια συνέντευξή του, περιγράφει πώς είναι να ζεις μαζί με πόρνες της Καμπότζης και να είσαι εθισμένος στον κόσμο των ναρκωτικών. Τονίζει ότι ήταν τυχερός γιατί, από την αρχή, ήξερε για ποιο πράγμα ήθελε να μιλήσει ως φωτογράφος, μιας και είναι μέρος του κόσμου που απεικονίζει στις φωτογραφίες του.
"Προσπαθώ να δημιουργήσω μια κατάσταση νομαδικών κόσμων, ατελή και προσωπική, συστηματική και ενστικτώδη, ένα σκηνικό φυσικών χώρων και συναισθημάτων, εντός του οποίου είμαι ηθοποιός. Αποφεύγω να διευκρινίσω, εκ των προτέρων, αυτό που πρόκειται να φωτογραφίσω. Οι λήψεις γίνονται τυχαία, βάση απρόβλεπτων συναντήσεων και περιστάσεων. Οι επιλογές, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις δυνατότητες, είναι υποσυνείδητες. Οι εμμονές, όμως, παραμένουν σταθερές: ο δρόμος, ο φόβος, η ασάφεια και η σεξουαλική πράξη... Για να μην αναφέρω ίσως, στο τέλος, την απλή επιθυμία του να υπάρχεις..."
Για τον ίδιο, η φωτογραφία είναι αληθινή μόνο όταν κάποιος εμπλέκεται στις καταστάσεις που απεικονίζει. Γι’ αυτό, τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να "εισχωρεί" όλο και περισσότερο μέσα στις φωτογραφίες του, προσπαθεί να είναι "μέσα στην κινηματογραφική εμπειρία", δίνοντας σε ανθρώπους που γνωρίζει τη φωτογραφική του μηχανή, μπαίνοντας στο κάδρο και φτάνοντας στα όρια φωτογραφίας και πραγματικότητας.
Όσο για το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι που φωτογραφίζει, λέει ότι συνήθως δεν πηγαίνει, βγάζει φωτογραφίες και φεύγει. Πρέπει να "πληρώσει" - όπως λέει - αυτούς τους ανθρώπους με σεβασμό. "Όλα είναι θέμα σεβασμού και εμπιστοσύνης" δηλώνει. "Κανείς δεν πρέπει να προσβληθεί ή να νιώσει ότι θα τον εκμεταλλευτείς".
Πολλοί είναι χρόνια φίλοι του, άλλοι είναι άνθρωποι που μόλις γνώρισε στις περιπλανήσεις του και με κάποιους πέρασε απλά ένα διάστημα της ζωής του. Δεν αρέσουν σε όλους οι φωτογραφίες του και δεν τις δείχνει σε όλους.
Θεωρεί τις φωτογραφίες του αθώες. Αθώες γιατί βγαίνουν τυχαία… Κάθε φωτογραφία του είναι ανεξάρτητη από τη θέλησή του. Κάθε φωτογραφία του είναι προϊόν του νευρικού του συστήματος και όχι του μυαλού του. Θεωρεί την φωτογραφία σαν μια απολύτως νόμιμη γλώσσα της τέχνης που, όμως, τις περισσότερες φορές, χρησιμοποιείται λανθασμένα. "Ο κόσμος δημιουργείται από τις πράξεις μας και όχι από αυτά που βλέπουμε. Οι φωτογράφοι που το αγνοούν αυτό, μειώνουν την δυνατότητα της φωτογραφίας να καταγράψει την πραγματικότητα. Σε αντίθεση με το γράψιμο ή τη ζωγραφική, όταν φωτογραφίζεις, πρέπει να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα.", λέει ο ίδιος.
Εξηγεί γιατί οι φωτογραφίες του είναι τόσο έντονες και βίαιες… Γιατί η βία των κοινοτήτων που φωτογραφίζει είναι ανάλογη και προσαρμοσμένη στη βία που ασκεί η οικονομική και πολιτική ελίτ του κάθε κράτους. Θεωρεί ότι, σε αυτές τις κοινωνίες, η πορνεία, τα ναρκωτικά και η εγκληματικότητα είναι απόλυτα νόμιμοι τρόποι προκειμένου τα άτομα αυτά να επιβιώσουν, όταν δεν θεωρούνται από το κράτος τους μετρήσιμες οντότητες. Δεν θέλει να κατανοήσει τον κόσμο που φωτογραφίζει, θέλει να ζήσει μαζί τους. Δεν θέλει να βλέπει τον πόνο του άλλου, θέλει να νιώσει τον πόνο του. "Η αλληλεγγύη πρέπει να μπει στο πετσί μας. Οι λέξεις και οι σκέψεις μόνο δεν αξίζουν πολλά. Απλά βοηθούν στην αναγνώριση του κενού που υπάρχει ανάμεσα σε μένα και στον άλλον. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο, δεν είχαν άλλη επιλογή και προσαρμόστηκαν αναγκαστικά σε αυτές τις συνθήκες ζωής", αναφέρει ο ίδιος.
"Κάνω τα πάντα για να είμαι σίγουρος ότι ο φόβος δεν θα ξεπεράσει την επιθυμία και η επιθυμία δεν θα ξεπεράσει ποτέ τη συμπόνια. Ο φόβος για το άγνωστο και το ένστικτο της επιβίωσης καθορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Προσπαθώ να ζω και να επιβιώνω από τις πεποιθήσεις, τα λάθη και τις αμφιβολίες μου", καταλήγει.
Πηγές: