Βιογραφία:
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (27 Δεκεμβρίου 1809-16 Ιανουαρίου 1892) ήταν Φαναριώτης λόγιος, ρομαντικός ποιητής της Α' Αθηναϊκής Σχολής, πεζογράφος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διπλωμάτης.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 27 Δεκεμβρίου του 1809, αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, που ήταν συγγενής του, στην Στεφανούπολη (το σημερινό Μπρασόβ της Ρουμανίας) και την Οδησσό της Ρωσίας, όπου φοίτησε στο Λύκειο και τελικά στο Μόναχο από το 1825, όπου φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βαυαρίας.
Στην Ελλάδα (Ναύπλιο) εγκαταστάθηκε από το 1829, ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε, καθώς θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί, αφού, όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του, το κράτος, στην προσπάθεια να προσελκύσει ξένους αξιωματικούς στον Ελληνικό Στρατό, έδινε σ' αυτούς δύο βαθμούς ανώτερους από αυτούς που είχαν στην πατρίδα τους. Μετά την παραίτησή του από τον στρατό σταδιοδρόμησε σε διοικητικές και κυβερνητικές θέσεις. Κατά τα έτη 1831-1841 υπηρέτησε ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, (επεξεργάστηκε σχέδιο για την οργάνωση της Μέσης Εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου) και 1841-1844 στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου επεξεργάστηκε σχέδιο για την καταπολέμηση της ληστείας, ενός από τα σοβαρότερα προβλήματα που απασχολούσαν το νεοσύστατο κράτος. Το 1844, όταν εφαρμόστηκε ο νόμος που απαγόρευε την υπηρέτηση ετεροχθόνων στο δημόσιο, απολύθηκε και διορίστηκε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στην πνευματική ζωή της χώρας άρχισε να συμμετέχει ενεργά αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Το ποίημά του Δήμος και Ελένη, που μαζί με τον Οδοιπόρο του Π. Σούτσου είναι το πρώτο έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού, δημοσιεύτηκε το 1831 και ακολούθησε μεγάλος αριθμός λογοτεχνικών αλλά και επιστημονικών έργων. Το 1847 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Ευτέρπη μαζί με τον φίλο και συμμαθητή του Γρηγόριο Καμπούρογλου. Από το 1849 αποχώρησε από την Ευτέρπη και συμμετείχε στην έκδοση του περιοδικού Πανδώρα, μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη και Κων/νο Παπαρρηγόπουλο. Σε αυτά τα περιοδικά δημοσίευσε και αρκετά από τα διηγήματά του, καθώς και το μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μορέως και τη νουβέλα Ο Συμβολαιογράφος. Από το 1851 συμμετείχε στην κριτική επιτροπή των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε μάλιστα επισημάνει τους κινδύνους από τις ακρότητες του ρομαντισμού, παρ' όλο που το 1837 ο πρόλογός του στο δραματικό έργο του Φροσύνη αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το μανιφέστο του ρομαντισμού στην Ελλάδα.
Από το 1853 ως το 1857 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη ο Κριμαϊκός πόλεμος, ο Ραγκαβής μαζί με τους Νικόλαο Δραγούμη, Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, Μάρκο Ρενιέρη και Ιωάννη Σούτσο εξέδωσε το γαλλόφωνο περιοδικό Spectateur de l' Orient, το οποίο υπηρέτησε τα ελληνικά συμφέροντα. Το 1855 οργάνωσε τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ηραίο του Άργους. Έπειτα επέστρεψε στην Αθήνα και εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος. Από το 1856 ως το 1859 διετέλεσε υπουργός εξωτερικών της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη και ασχολήθηκε με την ίδρυση του Ζαππείου μεγάρου, την ανέγερση του Αστεροσκοπείου Αθηνών και με άλλα έργα. Το 1859 παραιτήθηκε. Το 1862 εξέδωσε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ευνομία και το 1866 δημοσίευσε την Ιστορία της αρχαίας καλλιτεχνίας και το έμμετρο δράμα Οι τριάκοντα τύραννοι. Το ίδιο έτος αναγορεύτηκε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1856-1859 διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών και το 1867 παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, για να αφοσιωθεί στο διπλωματικό του έργο. Υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Ελλάδας στις ΗΠΑ (ο πρώτος Έλληνας πρεσβευτής εκεί), στην Κωνσταντινούπολη, στο Παρίσι και στο Βερολίνο μέχρι το 1887, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Οι απόψεις του για την ενίσχυση των ελληνικών προϊόντων, αποτέλεσαν την αιτία δημιουργίας ενός κινήματος της νεολαίας με ηγέτη τον γιο του και αποκορύφωμα τα Σκιαδικά.
Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου του 1892.
Η έκδοση του περιοδικού Le Spectateur de l’ Orient:
Το 1853, και ενώ οι πολιτικές εξελίξεις βρίσκονταν σε έξαρση, λόγω του επικείμενου Ρωσοτουρκικού Πολέμου, μια ομάδα διανοουμένων, ο Μάρκος Ρενιέρης, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Ιωάννης Σούτσος, ο Γιώργος Βασιλείου και ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, αποφασίζουν την έκδοση ενός γαλλόφωνου περιοδικού, του Le Spectateur de l’ Orient, με σκοπό να κάνουν γνωστές στην κοινή γνώμη της Ευρώπης τις ελληνικές θέσεις για διάφορα εθνικά, και άλλα, ζητήματα. Το περιοδικό θα λειτουργήσει για τέσσερα χρόνια και δεν θα περάσει απαρατήρητο ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Μάλιστα, θα προκαλέσει αντιδράσεις με τις θέσεις του σχετικά με τη λύση του Ανατολικού Ζητήματος, το ρόλο της Ελλάδας και τα οφέλη που θα μπορούσε να καρπωθεί από αυτή τη διαδικασία.
Για την έκδοση του περιοδικού ο Ραγκαβής αναφέρει:
…Τότε μετὰ πολλῶν ἄλλων ἐφρόνουν ὅτι, ὅτε τὰ τῆς Ἀνατολῆς ἐπρόκειτο ν’ ἀνατραπῶσιν ὑπὸ τοὺς ἐκ βορρᾶ κεραυνούς, οἱ Ἕλληνες ὤφειλον νὰ διεκδικήσωσι καὶ αὐτοὶ τὰ εἰς πᾶσαν τὴν Εὐρωπαϊκὴν Τουρκίαν ἴδια συμφέροντα, καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλειφθῶσιν ἐξ ἀσυγγνώστου ἀμελείας· πρὸς ὃ ὅμως πρὸ παντὸς ἦν ἀνάγκη νὰ παρασκευασθῆ καὶ φωτισθῆ ἡ ἰδίως ὑπὸ τῆς Ἀγγλικῆς δημοσιογραφίας κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη ὡς πρὸς τὰ τῆς Ἑλλάδος εἰς ἀδίκους προλήψεις παραχθεῖσα κοινή τῆς Εὐρώπης γνώμη. Δι’ ὃ συνελθόντες τινὲς φίλοι, ἀπεφασίσαμεν τὴν σύστασιν Γαλλικοῦ περιοδικοῦ, ὁ ἀπεκαλέσαμεν Ἀνατολικὸν Θεατὴν (Spectateur d’Orient).
Ο Ραγκαβής γράφει για το περιοδικό άρθρα κοινωνικοπολιτικού και φιλολογικού περιεχομένου, τα οποία υπογράφει με το αρχικό γράμμα Α. Θα γράψει άρθρα σχετικά με τη λύση του Ανατολικού Ζητήματος, την ιστορία της Τουρκίας του A. De Lamartine, τον Ισλαμισμό και τον πολιτισμό του, ενώ διατηρούσε και μία μόνιμη στήλη που αφορούσε το πολιτικό δεκαπενθήμερο του Spectateur και στο οποίο ανέλυε επίκαιρα θέματα της πολιτικής. Επίσης, θα γράψει ένα άρθρο σε συνέχειες σχετικά με τη σκιαγράφηση της μοντέρνας ελληνικής λογοτεχνίας κ.ά.. Η άμεση επαφή του με το περιοδικό θα διακοπεί με το διορισμό του στο Υπουργείο των Εξωτερικών, πιθανότατα διότι, ως δημόσιο πρόσωπο πλέον, θα έπρεπε να διατηρεί τις σχετικές ισορροπίες μεταξύ πολιτικού διπλωματικού πεδίου και των απόψεών του απέναντι σε επίμαχα ζητήματα πολιτικού περιεχομένου. Στην πραγματικότητα, ο Ραγκαβής στάθμιζε το βάρος και τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήταν καθοριστικά στοιχεία για τα εθνικά ζητήματα· δεν μπορούσε να συλλάβει την πολιτική χωρίς αυτές.
Το Le Spectateur de l’ Orient έρχεται σε μια εποχή αρκετά δύσκολη, για να καλύψει ίσως ένα σημαντικό κενό, εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, όπου οι λόγιοι στα χρόνια του Κριμαϊκού Πολέμου, απέφευγαν τις διατυπώσεις σταθερών απόψεων γύρω από τις ελληνικές διεκδικήσεις. Η επιλογή της γαλλικής γλώσσας έγινε με σκοπό να μπορέσουν να διαδοθούν οι ελληνικές απόψεις και να τις αναγνώσουν ακόμα και άτομα που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα:
…εδώ και καιρό πιστεύαμε πως ήταν αρκετό να εκθέτουμε τα δικαιώματά μας, την εργασία μας, τις ανησυχίες και τις ελπίδες μας στη γλώσσα που άλλοτε μιλούσαν οι θεοί και μέσω της οποίας ακόμη και σήμερα, το ελληνικό έθνος κατέχει θέση δεσπόζουσα στην Ανατολή. Όμως ήρθε η μέρα που συνειδητοποιήσαμε ότι για τον υπόλοιπο κόσμο δεν είμαστε παρά άφωνοι. Ήταν η μέρα που ξεσπώντας μια κρίση, είδαμε την Ευρώπη να παραγνωρίζει την αληθινή αξία μιας φυλής, το πεπρωμένο της οποίας είναι στενά συνδεδεμένο με αυτό της Ανατολής και που εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια δε συνέβη τίποτε σπουδαίο, διαρκές και ωφέλιμο σ’ αυτήν [την Ανατολή], το οποίο να μην ήταν έργο των Ελλήνων.
Με τη φράση «δεν είμαστε παρά άφωνοι», στην πραγματικότητα αντιμετωπίζεται εντελώς ρεαλιστικά η θέση και ο ρόλος της Ελλάδας στην Ευρώπη. Η φωνή της δεν ακούγεται και έτσι θα πρέπει να ακολουθήσει τα δυτικά πρότυπα αν θέλει να βρει ανταπόκριση. Στόχος των συντακτών του Le Spectateur de l’ Orient ήταν να γίνουν γνωστές στην Ευρώπη οι βασικές πολιτικές και εθνικές επιδιώξεις, οι οποίες αυτήν την περίοδο συνοψίζονται ως Μεγάλη Ιδέα. Τους συντάκτες του περιοδικού δεν τους απασχολεί μόνο το δίλημμα Ανατολή ή Δύση, αλλά και ο ελληνικός δυϊσμός [Le dualisme grec], φράση που προήλθε από το ομώνυμο άρθρο του Μάρκου Ρενιέρη, σύμφωνα με το οποίο όλη η ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, φανερώνει την ύπαρξη αντιμαχόμενων, αλλά και αλληλοσυμπληρούμενων τάσεων, μιας ανατολικής και μιας δυτικής. Για τον Ρενιέρη αυτές αντιστοιχούν στους δύο πολιτισμούς στους οποίους είναι χωρισμένη η Ευρώπη, τον «λατινογερμανικό» ή τον δυτικό πολιτισμό και τον «σλαβικό» ή ανατολικό πολιτισμό. Μέσα σ’ αυτόν τον δυϊσμό το «ελληνικό στοιχείο αποτελεί τον κοινό παρανομαστή… και ο Έλληνας είναι ο πιο οικουμενικός άνθρωπος, είναι ο μόνος καθολικά Ευρωπαίος». Αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την έννοια του ελληνικού δυϊσμού, δηλαδή μιας ελληνικής φυλής ως κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού και έχει έναν φανερό πολιτικό στόχο· να ενισχύσει και να δώσει δεσπόζουσα θέση στην Ελλάδα, έναντι της,καταρρέουσας πλέον, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η έκδοση του περιοδικού θα προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις κυρίως από την πλευρά της Γαλλίας και της Αγγλίας. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του Ραγκαβή στα Απομνημονεύματά του:
…Ὅτε δὲ ὁ ποτὲ ἐν Ἑλλάδι ἐπιτετραμμένος τῆς Γαλλίας κ. Θουβενὲλ διῆλθε διὰ Πειραιῶς πορευόμενος ὡς πρεσβευτὴς εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ τὸν ἐπεσκέφθην ὡς ἀρχαῖον γνώριμον, ἐπ’ ὀλίγας στιγμὰς εἰς Ἀθήνας ἀναβάντα… «καὶ ὑμεῖς», μοὶ εἶπεν ἐπιπλήττων, «καὶ ὑμεῖς συντάκτης τοῦ «Θεατοῦ»! Δὲν περιέμενον τοῦτο παρ’ ὑμῶν!...» – Ἂν ἦσθε Ἕλλην, τῶ ἀπεκρίθην, θὰ εἶσθε πιθανῶς καὶ ὑμεῖς εἷς ἐκ τῶν ἡμετέρων. Ὁ κ. Θουβενὲλ ἐθεώρει ὡς ἔγκλημα καὶ ὡς πολιτικὴν ἀφροσύνην νὰ ἐξεγειρώμεθα ἐξάπτοντες τοὺς ὑποδούλους Ἕλληνας κατὰ τῆς Τουρκίας. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονηθῆ ὅτι ἀπήρχετο εἰς Κωνσταντινούπολιν ὡς πρεσβευτής, καὶ μάλιστα δυνάμεως δυσμενοῦς τότε πρὸς τὴν Ρωσσίαν. Προσέτι δὲ τὸ καὶ τοῦ «Θεατοῦ» τὴν πορείαν, καὶ τὴν ταχέως ἐπελθοῦσαν ἐπανάστασιν τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θεσσαλίας δικαιολογοῦν, ἐστὶν ὅτι, ὅτε ἠπειλεῖτο καὶ ὅτε ἐκηρύχθη ὁ Ρωσσοτουρκικὸς πόλεμος, ἡ μετὰ τῆς Τουρκίας συμμαχία τῶν δυτικῶν δυνάμεων δὲν ὑπῆρχεν οὐδὲ προεβλέπετο, ἢ καὶ ἂν ὑπετίθετο ὡς ἐνδεχομένη, ἐνομίζομεν ὅτι ὠφείλομεν νὰ καταβάλωμεν πᾶσαν προσπάθειαν, ἵνα ἀποδείξωμεν αὐτὴν ὡς ἀντιπολιτικήν, καὶ περιπλοκὰς μόνον καὶ ἄνευ ἀνάγκης πράγματα παρασκευάζουσαν τῆ Εὐρώπη εἰς τὸ μέλλον. Αὕτη ἦν ἡ τάσις καὶ τοιοῦτο τὸ πρόβλημα τοῦ «Θεατοῦ».