Το παρακάτω κείμενο είναι από το έντυπο Αδάμαστο.
Φεβρουάριος 2012. Ενότητα 2. Το παράδειγμα του Ράπα Νουί.
Πηγή: adamasto.squat.gr
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα πτώσης πολιτισμών. Στην κάθε περίπτωση, η κατάρρευση έγινε λόγω κάποιου συνδυασμού αιτιών, όπως για παράδειγμα λόγω επιθέσεων και εισβολών από γειτονικούς πολιτισμούς, λόγω κλιματικών αλλαγών, εξάντλησης των φυσικών πόρων ή ακόμα και λόγω των εμφύλιων συγκρούσεων. Η περίπτωση του Ράπα Νουί με την οποία θα ασχοληθούμε στο κείμενο αυτό, έχει σημεία ομοιότητας με το σύνολο του πλανήτη σήμερα και την καταστροφή του φυσικού κόσμου. Το Ράπα Νουί είναι ένα νησί τόσο απομονωμένο στον Ειρηνικό ωκεανό, όπως κατά κάποιο τρόπο είναι και η γη στο διάστημα.
Ράπα Νουί είναι η ονομασία που δώσανε οι κάτοικοι του νησιού στα νεότερα χρόνια και σημαίνει το «μεγάλο νησί». Το γνωστότερο όνομα του νησιού είναι Νήσος του Πάσχα, το οποίο το έδωσε ο Jacob Roggeven, ένας Ευρωπαίος ναύαρχος που έφτασε μαζί με τον στόλο του στο νησί, την Κυριακή του Πάσχα το 1722. Μέχρι τότε, το παραδοσιακό όνομα του νησιού ήταν “Te Pito o Te Henua”, που σημαίνει ο ομφαλός της γης (το κέντρο του κόσμου). Μόνο από το όνομα που είχε δοθεί στο νησί καταλαβαίνουμε το πόσο μεγάλη ιδέα είχαν για τον πολιτισμό τους οι τότε κάτοικοι του, κάτι που μας θυμίζει και άλλους πολιτισμούς με τις ίδιες ιδέες αλλά και τον σύγχρονο εθνοκεντρισμό που συντηρείται ακόμα σε όλα τα έθνη - κράτη.
Το νησί, με 142 τ. χλμ., αποτελεί το πιο απόμακρο κατοικήσιμο κομμάτι γης στον κόσμο. Πλησιέστερη στεριά είναι τα νησιά Πίτκερν της Πολυνησίας, 2090 χιλιόμετρα δυτικά, και η ακτή της Χιλής, 3700 χιλιόμετρα στα ανατολικά. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν Πολυνήσιοι, έφτασαν εκεί κάπου τον 9º αιώνα νέας χρονολογίας (μέθοδος ραδιενεργού άνθρακα) μετά από πολυήμερο ταξίδι στον Ειρηνικό ωκεανό. Το 1999, στα πλαίσια ερευνών, ένα ανασκευασμένο πολυνησιακό ιστιοφόρο μονόξυλο κατάφερε να φτάσει στο Ράπα Νουί από την Μανκαρέβα (νησί της Πολυνησίας), μετά από ταξίδι 17 ημερών. Εικάζεται ότι οι πρώτοι άνθρωποι που έφτασαν στο νησί με προϊστορική τεχνολογία το εντόπισαν παρακολουθώντας τα σμήνη πουλιών που φώλιαζαν στο νησί και που πετούσαν για αναζήτηση τροφής σε ακτίνα 160 χλμ.
Η μετεγκατάσταση των πρώτων κατοίκων φαίνεται ότι ήταν πολυπροετοιμασμένη αφού για να επιβιώσουν μετέφεραν φυτά και ζώα (ταρό, μπανάνες,γλυκοπατάτες, σκύλους, κοτόπουλα, χοίρους, ποντίκια) που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να ζήσουν. Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε βασιζόταν στην εντατική γεωργία, όπως αποδεικνύεται από διάφορα στοιχεία που υπάρχουν μέχρι σήμερα (1233 πέτρινοι ορνιθώνες, πέτρινα φράγματα και πέτρινα ποτιστικά συστήματα). Όπως σε κάθε πολιτισμό, η κοινωνία ήταν χωρισμένη σε αρχηγούς και υποτελείς. Το νησί ήταν χωρισμένο σε 12 εδαφικές περιοχές που η καθεμιά ανήκε σε μια πατρία ή αιματοσυγγένεια. Αυτό που κάνει γνωστό διεθνώς σήμερα το Ράπα Νουί δεν είναι άλλο από τα τεράστια και πολλά σε αριθμό αγάλματα που υπάρχουν στο νησί. Οι κάτοικοι του Ράπα Νουί πριν την κατάρρευση του πολιτισμού τους, είχαν επιδοθεί με εμμονή στην κατασκευή των Μαόι, δηλαδή των πέτρινων αυτών αγαλμάτων. Η κατασκευή τους γινόταν σε έναν μεγάλο ηφαιστειογενή κρατήρα που υπάρχει στο νησί. Έχουν βρεθεί 887 αγάλματα και 250 πλατφόρμες πάνω στις οποίες αυτά στήνονταν. Κατά μέσο όρο τα Μαόι ζύγιζαν 80 τόνους και είχαν ύψος κατά μέσο όρο 4,5 μ., ενώ τα μεγαλύτερα είχαν ύψος 20 μ. και ζύγιζαν μέχρι και 270 τόνους. Τα αγάλματα είναι σκορπισμένα σε όλο το νησί και ένας μεγάλος αριθμός τους παραμένει ακόμα στο λατομείο. Πολλά ακόμη είναι ημιλαξευμένα και προσκολλημένα στα πετρώματά του. Αυτό δείχνει ότι οι εργασίες εγκαταλείφθηκαν απότομα.
Ο πλοίαρχος James Cook, που επισκέφτηκε το νησί το 1774, βρήκε όλα τα αγάλματα γκρεμισμένα και τα πιο πολλά σπασμένα, πράγμα που υποδηλώνει τις συγκρούσεις που προηγήθηκαν μεταξύ των ιθαγενών. Ο Roggeven το 1722 έγραφε στο ημερολόγιό του: «Οι πέτρινες φιγούρες στην αρχή μας άφησαν άναυδους, διότι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς είναι δυνατόν εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν διαθέτουν βαριά και ογκώδη ξυλεία για την κατασκευή μηχανών, ούτε δυνατά σχοινιά, μπόρεσαν ωστόσο να ανεγείρουν τέτοιες φιγούρες, με ύψος 9 ολόκληρα μέτρα και ανάλογο πάχος». Το νησί του Πάσχα τον 18º αιώνα ήταν μια έρημη γη με μερικούς θάμνους και μερικά δέντρα. Η ύπαρξη τεράστιων αγαλμάτων σε ένα απομονωμένο νησί απαιτούσε ένα πλούσιο περιβάλλον και μια σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνία. Το 1722, ο Roggeven δεν είδε ιθαγενή χερσαία ζώα μεγαλύτερα από έντομα, ούτε κατοικίδια ζώα εκτός από κοτόπουλα.
Τον 20º αιώνα, διάφορες βοτανολογικές μέθοδοι έδειξαν ότι επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, πριν από την άφιξη των ανθρώπων, όπως και στα πρώτα χρόνια του αποικισμού τους, το Πάσχα δεν ήταν καθόλου μια έρημη γη, αλλά ένα υποτροπικό δάσος με ψηλά δέντρα και ξυλώδεις θάμνους. Μεγάλες εκτάσεις του νησιού καλύπτονταν από ένα μοναδικό είδος φοίνικα, ύψους 20 μέτρων και διαμέτρου 2 μέτρων. Υπήρχαν, επίσης, άλλα 20 διαφορετικά είδη ιθαγενών φυτών κι εκτός απ’ το φοίνικα, άλλα 2 πολυνησιακά δέντρα ύψους 30 και 15 μέτρων αντίστοιχα. Με τα δέντρα αυτά οι πολυνήσιοι ρυμουλκούσαν τα αγάλματα, έφτιαχναν σχοινιά, πλεούμενα και από κάποιος φλοιούς υφάσματα, κρασί και μέλι. Ακόμα, μέσα από έρευνες πάνω σε διάφορα οστά που είχαν βρεθεί στα απορρίμματα των κατοίκων, μαθαίνουμε ότι 6 ενδημικά είδη πουλιών έβρισκαν καταφύγιο στο νησί, ενώ άλλα 25 είδη θαλάσσιων πουλιών φώλιαζαν μόνιμα στο Ράπα Νούι. Κανένα από αυτά τα είδη δεν υπάρχει πια στο νησί, παρά μόνο μερικά στις κοντινές βραχονησίδες. Η πλήρης έλλειψη αρπακτικών πρόσφερε το ιδανικό μέρος για την αναπαραγωγή των πτηνών, μέχρι που ήρθαν οι πρώτοι άνθρωποι στο νησί. Από έρευνες σε σωρούς απορριμμάτων, μαθαίνουμε επίσης πολλά για το διαιτολόγιο των κατοίκων. Οι πρώτοι άποικοι φαίνεται να κατανάλωναν φώκαινες και ψάρια του ανοιχτού ωκεανού, όπως τόνους και δελφίνια. Στη συνέχεια, όμως, λόγω της αποψίλωσης των δασών, δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν μονόξυλα κι έτσι περιορίζονταν στη στεριά. Τα ψάρια πάλι που ήταν κοντά στη στεριά δεν μπορούσαν να τα ψαρέψουν εύκολα λόγω της ανώμαλης ακτογραμμής και των απότομων κλίσεων στο βυθό του ωκεανού. Τα δέντρα κόβονταν, δίνοντας τη θέση τους σε κήπους και καλλιέργειες.
Το ψηλότερο βουνό του νησιού (500 μ.) έχει όνομα «Τερεβάκα» που σημαίνει «ο τόπος που βρίσκουμε τα μονόξυλα» και είχε αποψιλωθεί αλόγιστα. Χωρίς τα δέντρα, όλα είχαν αλλάξει για τους κατοίκους του νησιού και η τύχη του πολιτισμού τους είχε πάρει το δρόμο της. Ο χειμώνας χωρίς ξύλα ήταν πια πολύ δύσκολος και μέχρι και ο τρόπος ταφής άλλαξε, αφού πια δεν μπορούσαν να κάψουν τους νεκρούς τους. Η αποδάσωση επέφερε τη διάβρωση του εδάφους από τη βροχή και τον άνεμο, με τραγικές συνέπειες για τις καλλιέργειες (αφυδάτωση και διαρροή των θρεπτικών ουσιών του εδάφους). Οι επιπλέον συνέπειες ήταν ο λοιμός, η απότομη μείωση του πληθυσμού και εν τέλει ο κανιβαλισμός. Οι συνέπειες του λοιμού επιβεβαιώνονται από μικρά αγαλματίδια που απεικονίζουν σκελετωμένους ανθρώπους. Ο πλοίαρχος Cook το 1774 περιέγραψε τους νησιώτες ως «κοντούς, αδύνατους, συνεσταλμένους και αξιολύπητους». Ανθρώπινα οστά βρέθηκαν όχι μόνο σε ταφές, αλλά και στους σωρούς των απορριμμάτων. Οι προφορικές παραδόσεις των νησιωτών διακατέχονται από τον κανιβαλισμό, εξού και η υβριστική φράση που έμεινε στην παράδοσή τους «η σάρκα της μητέρας σου είναι σφηνωμένη στα δόντια μου». Η παλιά θρησκεία καταργήθηκε μαζί με την εξουσία των αρχηγών. Το μέγεθος και ο αριθμός των αγαλμάτων δεν αντανακλά μόνο τον ανταγωνισμό αντίπαλων αρχηγών, αλλά και τις επείγουσες θρησκευτικές εκκλήσεις βοήθειας απέναντι στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Υπολογίζεται ότι γύρω στο 1680, οι αντιμαχόμενες πατρίες έπαψαν να ανεγείρουν αγάλματα και άρχισαν να γκρεμίζουν η μια τα αγάλματα της άλλης. Η ίδια πρακτική καταστροφής αγαλμάτων παρουσιάζεται σε πολλούς πολιτισμούς της αρχαιότητας, αλλά και σε πιο σύγχρονες κοινωνίες, όπως στη Ρωσία με το άγαλμα του Στάλιν και στη Ρουμανία με το άγαλμα του Τσαουσέσκου.
Η θλιβερή ιστορία των κατοίκων του Ράπα Νουί συνεχίζεται και μετά την απότομη μείωση του πληθυσμού του τον 17º αιώνα, κατά τη μετέπειτα ευρωπαϊκή παρουσία στο νησί. Οι Ευρωπαίοι κατακτητές εισήγαγαν ευρωπαϊκές νόσους, σκοτώνοντας πολλούς ιθαγενείς (1836). Από το 1805 απαγάγονταν νησιώτες για να πουληθούν ως εργάτες ή δούλοι, ενώ το 1862 - 1863, 12 πλοία προερχόμενα από το Περού απήγαγαν 1500 ανθρώπους (τον μισό επιζών πληθυσμό). Η πρακτική αυτή ονομαζόταν «κυνήγι μαύρων πουλιών», κατά την οποία οι περισσότεροι αιχμάλωτοι πέθαιναν κατά την αιχμαλωσία τους. Έπειτα όμως, από πολιτικοκοινωνικές πιέσεις, 12 περίπου επιζώντες από τους 1500 επαναπατρίστηκαν, με αποτέλεσμα να μεταδώσουν άλλη μια επιδημία ευλογίας στο νησί. Οι ιεραπόστολοι εγκαταστάθηκαν στο νησί το 1864, κατέστρεψαν όλα τα ξύλινα γλυπτά, θρησκευτικά αντικείμενα και επιγραφές που αποτελούσαν το αρχείο της χαμένης γλώσσας του Ράπα Νουί. Το 1872, είχαν απομείνει μόλις 111 νησιώτες στο Ράπα Νουί.
Θα κλείσουμε με κάποια ερωτήματα που θέτει και ο συγγραφέας J.Diamond από το βιβλίο, του οποίου πήραμε τις περισσότερες πληροφορίες που βάλαμε στο κείμενο. «Τι έλεγε ο κάτοικος του νησιού του Πάσχα που έκοψε τον τελευταίο φοίνικα, την στιγμή που τον έκοβε;» «Μήπως φώναζε σαν τους σύγχρονους ξυλοκόπους, «δουλειές όχι δέντρα!»; Ή, «Η τεχνολογία θα λύσει τα προβλήματά μας, μην φοβάστε, θα βρούμε ένα υποκατάστατο για το ξύλο»; Ή, «δεν έχουμε αποδείξεις ότι δεν υπάρχουν φοίνικες κάπου αλλού στο Πάσχα, πρέπει να ψάξουμε περισσότερο, η πρόταση να απαγορευθεί η υλοτόμηση είναι πρόωρη και υπαγορεύεται από φοβίες».