Βιογραφία:
Ο Μικέλης ή Μιχάλης Άβλιχος, Έλληνας ελευθεριακός σατιρικός ποιητής, γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1844 στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1917, από καρκίνο του λάρυγγα στο νοσοκομείο Αργοστολίου. Η σωρός του μεταφέρθηκε και τάφηκε στο Ληξούρι. Ήταν γόνος της εύπορης οικογένειας του Γεωργίου Θεοδώρ. Άβλιχου και της Ειρήνης Σπυρίδωνος Κουρούκλη και είχε έναν αδελφό, το ζωγράφο Γιώργο Άβλιχο. Φοίτησε στο «Πετρίτσειο Γυμνάσιο» Ληξουρίου, χωρίς να αποφοιτήσει, και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Βέρνη της Ελβετίας για να σπουδάσει φιλολογία στο εκεί πανεπιστήμιο. Μετά τις σπουδές του, ταξίδεψε στη Ζυρίχη, στο Παρίσι, τη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Βενετία, για περισσότερα από δέκα χρόνια. Μιλούσε άριστα Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ισπανικά, τα οποία διδάχθηκε από το φίλο του Αγαμέμνονα Λοβέρδο, έμπορο στη Βαρκελώνη. Πριν την επιστροφή του στην Κεφαλλονιά, παρέμεινε για λίγους μήνες στην Κέρκυρα, για λόγους υγείας.
Επέστρεψε στην Κεφαλλονιά το 1872 έχοντας ασπασθεί τον αναρχισμό, στις ιδέες του οποίου προσχώρησε ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όταν γνώρισε και έγινε μαθητής του Μιχαήλ Μπακούνιν, έγινε μέλος της Α΄ Διεθνούς, ενώ δεν έχει εξακριβωθεί αν πήρε μέρος στα γεγονότα της «Κομμούνας των Παρισίων». Στη γενέτειρά του, δεν μπορούσε να υποφέρει το καθυστερημένο περιβάλλον της τοπικής κοινωνίας, καθώς οι άνθρωποι ήταν προσηλωμένοι στα ήθη της περιορισμένης επαρχιακής ζωής και ευτυχισμένοι μέσα στην άγνοιά τους. Ανέλαβε να αφυπνίσει τους συμπατριώτες του, χρησιμοποιώντας, όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος, το όπλο της σάτιρας, ενώ γνωρίσθηκε και συνεργάσθηκε για ένα διάστημα με τον Παναγιώτη Πανά και τον Aριστοτέλη Bαλαωρίτη, που είχε τότε επηρεασθεί από τον αναρχισμό.
Ήταν άθεος, επαναστάτης και τέκτονας, κυρίως όμως ήταν πράος και καταδεκτικός, συμπαθής δάσκαλος και αγαπητός φίλος για τους Ληξουριώτες, όμως η καυστική σάτιρά του απομάκρυνε, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολλούς φίλους από κοντά του. Στο μεγάλο ποίημά του «Πινακοθήκη της κολάσεως», όπου κόλαση είναι μια μαυροφορεμένη γυναίκα και ο ίδιος ο ποιητής ένας ζωγράφος, που του ανατέθηκε η διακόσμηση του σαλονιού της, ζωγραφίζει τις προσωπογραφίες όλων των προσώπων που μισεί, μαζί και του αδερφού του, με αποτέλεσμα να εξεγερθούν εναντίον του οι συμπατριώτες του και αναγκάστηκε αν και ήταν ηλικιωμένος και άρρωστος, έπασχε από χρόνια αδράνεια των εντέρων, να εγκαταλείψει το Ληξούρι και να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Το φθινόπωρο του 1917, ασθένησε και λόγω του ναυτικού αποκλεισμού που είχε επιβάλλει στο νησί ο αγγλο-γαλλικός στόλος, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο του Αργοστολίου, όπου και πέθανε, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο «Η πινακοθήκη της Κολάσεως». Ο Μικέλης Άβλιχος παρέμεινε αναρχικός και άθεος μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1917. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Μην κλαίτε! Ο Μικέλης πάει στη ζωή!».
Το ποιητικό έργο το Άβλιχου:
Τα ποιήματα του Άβλιχου είναι ακόμα ανέκδοτα. Βρίσκονται σκορπισμένα ’δω και κει. Γι’ αυτά, ο αείμνηστος Γαβριηλίδης, διευθυντής της «Ακροπόλεως», έλεγε: «εάν μίαν ημέρα ιδούν το φως τα ποιήματα του Άβλιχου, ένας πλανήτης πρώτου μεγέθους θ’ αναλάμψη στον Ιονικόν ορίζοντα».
Ο ίδιος ο Γαβριηλίδης τον είχε ονομάσει «Αρχίλοχον» και «λαξευτήν του στίχου».
Ο μακαρίτης ο Ψυχάρης, όταν κάποτε κατέβηκε στην Ελλάδα, απεσταλμένος από τη Γαλλική Κυβέρνηση το 1912 για γλωσσολογικές μελέτες, πέρασε και από το Ληξούρι. Ήλθε στο σπίτι του Άβλιχου, συνοδευόμενος από το «Μικέλη του Μικελάκη» και από το λαογράφο Σπ. Παγώνη δημοδιδάσκαλο. Έτυχε τότε να λείπει ο Άβλιχος στην Αθήνα, για να θεραπευθεί από την αδράνεια των εντέρων που έπασχε. Ο Ψυχάρης τότε έγραψε επάνω στην πόρτα της οικίας του ποιητή διά μελάνης: «Με θαυμασμό και αγάπη Γ. Ψυχάρης» (και όχι όπως εγράφη «τω Μικελάκη χαίρειν!» γιατί ποτέ δεν μπορούσε να μεταχειρισθή τέτοια φράση ο Ψυχάρης). Εις ένα γράμμα του Ψυχάρη προς τον Άβλιχο, που βρέθηκε μέσα στα «παληόχαρτά του» ήταν γραμμένη η φράση: «Αγαπητέ μου ποιητή, είσαι ποιητής και έχεις το δικαίωμα να είσαι ποιητής».
Μερικά από τα ποιήματα που έγραψε ο Άβλιχος:
Το «Πασχαλινό» σονέτο σε μια ωραία ξένη, το «Σαρακοστιανό» που εδημοσιεύτηκαν στην παλιά "Ακρόπολι" του Γαβριηλίδη, «εις την…» αδημοσίευτο, «η Τριανταφυλλιά» που εμελοποιήθη από το μουσουργό κ. Δ. Λαυράγκα, «ο Αθεράπευτος» σονέτο με ουρά, αδημοσίευτο, «ο Αποχωρισμός» που εμελοποιήθη υπό Campana και εψάλη κατά τους Ολυμπιακούς αγώνας της Δ΄ Ολυμπιάδος. Επίσης, εψάλη στους αγώνες αυτούς και το «τραγούδι των εργατών» που εμελοποιήθη από τον Κωστή Λοβέρδο, σονέτο «εις τον ποιητή Παλαμά». Αυτό το ποίημα με την απάντηση του κ. Παλαμά, σε ποίημα επίσης, δημοσιεύτηκαν στο «Νουμά» (28 Ιανουαρίου 1911) και αργότερα στον «Αναμορφωτή» «Ο καημός μου για το χαμό του φίλου Μαβίλη, που στη μάχη του Δρίσκου εσκοτώθηκε» δημοσιεύτηκε το πρώτο στην εφημ. «Αναγέννησι» της Κέρκυρας (4 Μαΐου 1913) και στον «Αναμορφωτή», στο Ψυχάρη «Γκαρδιακό συλλύπημα για το θάνατο του παιδιού του», και «Προοίμιο της πινακοθήκης της κολάσεως» αδημοσίευτα, «Τω φίλω Πασαγιάννη» εξάστιχα (ο Πασαγιάννης ήταν απεσταλμένος της «Ακροπόλεως» του Γαβριηλίδη για να δει τον Άβλιχο στο Ληξούρι) και μία παρωδία του «Πώς μας θεωρείς ακίνητος» «Στον εθνικό ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη» κ.α.
Τα μεγαλύτερα, όμως, ποιήματά του, που εργάστηκε πολύ πάνω σ’ αυτά και που πρέπει να τα ξεχωρίσουμε από τα άλλα, είναι: «Το κυπαρισσάκι» (απόσπασμα βρίσκεται στο τάφο του), «Η Βασίλισσά μου» και το «Παράπονο εις μίας Λουίζαν» που δημοσιεύτηκε στην Ιταλική και Ελληνική γλώσσα.
Διαβάστε ποιήματα του Άβλιχου Μικέλη στο sarantakos.com
Αποφθέγματα:
Τα αποφθέγματα του Άβλιχου, πολύ διδακτικά και ειρωνικά, δείχνουν το φιλοσοφικό πνεύμα του ποιητή. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά:
Για την Ελλάδα έλεγε:
«Η Ελλάς είνε τόπος λίγο απ’ όλα, λίγη απωλεία, και όταν χάνεται λίγος ενθουσιασμός, ο οποίος είνε πυρ και τίποτε δεν ζεσταίνει, χλιαρότης».
Άλλο για τη γνώση:
«Είνε η γνώσι κύκλος που όσο αξένει τα όρια της αγνοίας μας πλαταίνει».
Για την ανοησία έλεγε:
«Αν εν αρχή ήτον ο νους πόθεν ήλθεν η ανοησία; Αν η ανοησία ήτον εν αρχή πόθεν ο νούς; Λοιπόν, και τα δύο εν αρχή και ο νους επήρε την ανοησίαν διά γυναίκα. Εξ αυτών ο κόσμος. Άλλος μοιάζει του πατέρα και άλλο της μάννας».
Για την αναρχία:
«Προς απάντησιν εις τον λόγον σας κυρία Μαίρη ότι δεν είμαι αναρχικός, αλλ’ αριστοκράτης, σας λέγω ότι εν μέρει και το βεβαιώ, εν μέρει και το αρνούμαι, διότι η αναρχία είνε άκρατος αριστοκρατία».
Για τους νεόπλουτους αμορφώτους έλεγε:
«Οι νεόπλουτοι και οι απαίδευτοι είνε γεμάτοι οίησιν και νομίζουν, ότι, διότι έκαμον χρήματα περί πάντων μπορούν να ομιλούν και οι μη πλουτήσαντες και οι δαπανήσαντες τα δικά των είναι υποδεέστεροι αυτών. Αλλ’ εις απάντισιν… Αλλ’ ενώ εσύ έκαμνες χρήματα εγώ εταμίευα γνώσεις. Είνε πολύ φυσικόν τα ταμείον σου να έχη παράδες και το ιδικόν μου ιδέας».
Ιστορίες απο την ζωή του:
Ο Άβλιχος επί επτά χρόνια εδιάβαζε το Ευαγγέλιο, αν και ήταν άπιστος, και έλεγε ότι ακόμα δεν το είχε καταλάβει, τόσο βαθειά ήταν γραμμένο. Επίσης, για το ευαγγέλιο έλεγε ότι όλες οι Ινδικές, Ελληνικές και Ρωμαϊκές φιλολογίες μπροστά στο Ευαγγέλιο είνε μηδέν και με μία τρίχα του Χριστού δεν αναλογεί όλος ο κόσμος. Διηγούνται γι’ αυτόν πολλά και ωραία ανέκδοτα. Θα σας αναφέρω μερικά απ’ αυτά όπως μου τα έδωσε ο φίλος του ποιητή «Μικέλης του Μικελάκη» και που τα πήρα από το άγραφο βιβλίο, της μνήμης του.
- Κάποτε, ο Άβλιχος ήταν ακουσίως ένορκος του κακουργιοδικείου Αργοστολίου. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέπληξε τους κατηγορουμένους με γλώσσα πολύ τσουχτερή. Ο Άβλιχος αγανάκτησε, σηκώθηκε από τη θέσι του και απαντά στο Πρόεδρο.
«Κ. Πρόεδρε, να προσέχετε! διότι η θέσις των κατηγορουμένων είνε ανωτέρα της ιδικής σας, επειδή εις την θέσιν εκείνην εκάθησε ο Σωκράτης και ο Χριστός, εις δε την ιδικήν σας ο Άννας και ο Καϊάφας. Και εάν ο μύλος δεν έχει αλέσματα, δεν δουλεύει».
Στην ώρα δε της αποφάσεως, είπε στους ενόρκους.
«Ορίστε κ. ένορκοι ορίστε, οι κλέφτες να κρίνουμε τους κλεμμένους».
- Στο δικαστήριο κάποτε ρωτήθηκε ο Άβλιχος από το συνήγορο των κατηγορουμένων, (που είχαν κλέψει του ποιητή κάτι βιβλία και που τους κατήγγειλε ο εισαγγελεύς), ποία θρησκεία πρεσβεύει.
«Ουδεμίαν», απαντά ο Άβλιχος, «θρησκείαν πρεσβεύω, αλλ’ εν τοσούτω είμαι χριστιανός, διότι αι θρησκείαι είνε δεσμός της ανθρωπότητος, ενώ ο χριστιανισμός είναι εναγκαλισμός της ανθρωπότητος».
- Κάποια φορά, τον είχαν διορίσει στ’ Αργοστόλι μέλος Επιτροπής για να μοιράσει χρήματα σε φτωχούς. Ο Άβλιχος δεν ήθελε να είναι μέλος σε επιτροπές. Υπεχρεώθηκε λοιπόν να πάει να υποβάλει την παραίτησή του στον Πρόεδρο της Επιτροπής, που ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλλωνίας Γεράσιμος Δόριζας, φιλόσοφος, με ιδέες πολύ φιλελεύθερες. Ο Άβλιχος, όρθιος μπροστά στον αρχιεπίσκοπο, υποβάλλει την παραίτησή του.
- Καθήσατε κ. Άβλιχε, του λέει ο αρχιεπίσκοπος.
- Τι θέλει ένας λύκος εν μέσω των προβάτων, τι θέλω ’γω δω μέσα ένας αναρχικός άνθρωπος;
- Και νομίζετε, κ. Άβλιχε, πως αυτός ο θρόνος απέχει πολύ από την αναρχία;
- Ε, τότε να καθήσω.
Και αφού συνεζήτησαν πολύ ώρα οι δύο άνδρες, λέει ο ποιητής!
- Δεν είσαι δεσπότης.
- Αλλά τότε τι είμαι, Μιχαλάκη;
- Είσαι δεσμώτης.
- Το εμάντευσες.
...από τότε τον Άβλιχο τον συνέδεσε μεγάλη φιλία με τον αρχιεπίσκοπο Δόριζα.
- Το σπίτι του ποιητή στο Ληξούρι είχε 5 δωμάτια και σε κάθε δωμάτιο ένα φως αμυδρό κι έλεγε ότι το φως είναι δικαίωμα του δωματίου.
Κάποτε, ρωτήθηκε από το, Πασαγιάννη, απεσταλμένο της Ακροπόλεως, να δει τον ποιητή στο Ληξούρι, πόσοι μένουν στο σπίτι. Κι αυτός του απαντά:
«Μένουμε εννέα ψυχές, επτά ψυχές η γάτα μου, μία η Φανή μου (εννοούσε το σκυλί που είχε και που αφιέρωσε γι’ αυτό το ποίημα «Στη Φανή μου») και μία ψυχή εγώ.
- Μια μέρα, με το φίλο του το Μικέλη πήγε στ’ Αργοστόλι, σε μια κηδεία φίλου του γιατρού. Ο κόσμος ήταν λίγος και σε ερώτηση μερικών στον Άβλιχο γιατί είναι λίγος κόσμος, ο ποιητής απαντά ότι γι’ αυτό κι εγώ θα του γράψω ένα επίγραμμα:
«Για το γιατρό που πέθανε ολίγοι στη κηδεία
την έστειλε για υποδοχή μπροστά τη πελατεία»
- Για ένα ταβερνιάρη που έγινε παπάς έλεγε:
«Με τι κανάτα δεν τον εσύφερνε να το πωλεί με το κουταλάκι τον συφέρνει»
- Όταν πρωταντίκρυσε αεροπλάνο, είπε στους φίλους του:
«Για φαντασθήτε ο άνθρωπος τι έκανε, κατόρθωσε να γίνη πουλί και ψάρι. Ένα μόνον δεν κατόρθωσε να γίνη άνθρωπος»
- Κάποια μέρα, έκανε πολλούς σεισμούς στην Κεφαλλονιά. Μητρόπολη του Ληξουρίου είναι «ο Παντοκράτωρ» που σε κάθε σεισμό επάθενε βλάβες. Ο Άβλιχος έλεγε:
«Περίεργο πράγμα ο Παντοκράτορας να βαστάη όλο τον κόσμο και τον εαυτόν του να μη μπορεί να τον βαστάξη».
- Ο Άβλιχος δεν πίστευε ότι υπάρχει και άλλη ζωή μετά θάνατο και όταν βρισκότανε στα τελευταία είπε στο Φραγκόπουλο, γιατρό στο Νοσοκομείο Αργοστολίου:
«Άλλο δεν μένει στον Άβλιχο παρά νους και συνείδησι».
«Το φως μου… το φως μου». Και πέθανε.
- Ο Μουρμουλάκης Κρητικός, απεσταλμένος από την «Ακρόπολι», στο Ληξούρι, έγραφε στην ανταπόκρισι, πως τα μάτια του Άβλιχου μοιάζουνε σαν Χερουβίμ.
Απόσπασμα απο το ποίημά του «Το κυπαρισσάκι» που βρίσκεται γραμμένο στον τάφο του:
… Και σε κυπαρισάκι μου κοντά μου
στο μνήμα που σ’ έχω συντροφιά μου
Και τόσο τερπνό βρίσκω τ’ ονειρό μου
ταις ρίζαις σου ν’ ακούω στο πλευρό μου
όπου και με το χώμα σκεπασμένος
αισθάνομαι πως είμαι ευτυχισμένος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Αλισανδράτος Γ.Γ., Τα πενήντα χρόνια του Μικέλη Άβλιχου (Η τύχη των χειρογράφων του. Ένα λησμονημένο ποίημά του). Αθήνα, 1968. Aνάτυπο από τη Νέα Εστία, τ.83.
• Αλισανδράτος Γ.Γ., Ο «Αμανές» του Μικέλη Άβλιχου (Βαλαωρίτης, Άβλιχος, Πανάς, Κονεμένος, Παλαμάς). Αργοστόλι, 1976. Aνάτυπο από τα Κεφαλληνιακά Χρονικά.
• Αντωνάτος Χαρίλ., «Μ. Άβλιχος, η ζωή και το έργο του», Νουμάς683 (19), ετ.ΙZ΄, 9/5/1920, σ.294-302.
• Δάλλας Γ., «Μ. Άβλιχος. Ένας αποστάτης σολωμικός. 1844-1917», Επτανησιακά Γράμματα1 (8), 9/1950, σ.14-15 και 2 (9), 10/1950, σ.41-43, 3 (10), 11/1950, σ.75-76, 4 (11), 12/1950, σ.116-118.
• Ζακυνθινός Δ., «Μ. Άβλιχος», Ιόνιος ΑνθολογίαΑ΄, 10/9/1927, σ.5.
• Μαρκαντωνάτος Γεράσιμος, «Λασκαράτος και Άβλιχος», Ελεύθερος Κόσμος, 7/8/1968.
• Μαρκαντωνάτος Γεράσιμος, «Η σατιρική ποίηση του Μικέλη Άβλιχου», Νέα Εστία100, ετ.Ν΄, 15/10/1976, αρ.1183, σ.1355-1360.
• Μπουμπουλίδης Φ.Κ., Για την έκδοση των Απάντων, Ελεύθερος Κόσμος, 5/3/1977.
• Ρουχωτάς Αριστείδης, «Μικέλης Άβλιχος 1844-1917 (Από τις αναμνήσεις μου)», Επτανησιακή Πρωτοχρονιά 1960, σ.76-82. Αθήνα, Πυρφόρος, 1960
• Σταμέλος Δημήτρης, «Μικέλης Άβλιχος· Ο σεμνός πνευματικός άνθρωπος που νίκησε τη μοναξιά του», Νεοέλληνες· Πνευματικές και καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες του 19ου και 20ου αιώνα, σ.7-12. Αθήνα, 1968.
• Φτέρης Γιώργος, «Συντροφιά με τον Άβλιχο», Το Βήμα, 4/6/1964.
• Φτέρης Γιώργος, «Μικελάκης Άβλιχος», Ελληνικές μορφές, σ.51-56. Αθήνα, Δίφρος, 1979.
• Χουρζαμάνης Ηλίας, «Άβλιχος Μικέλης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968.
• χ.σ., «Άβλιχος (Μικέλης)», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια1. Αθήνα, Π.Γ.Μακρής & Σία, 1926.
• χ.σ., «Άβλιχος Μικέλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.
Αφιερώματα περιοδικών
• Νουμάς683 (19), ετ.ΙZ΄, 9/5/1920.
Εργογραφία:
Ποίηση
• Τα Ποιήματα· Κριτικό Σημείωμα Κωστή Παλαμά· Επιμέλεια Χ.Λιναρδάτου. Αθήνα, 1959.
• Άπαντα. Αθήνα, 1976. 1. Για μια καταγραφή των δημοσιευμάτων του Μικέλη Άβλιχου βλ. Δάλλας Γ., «Μ. Άβλιχος. Ένας αποστάτης σολωμικός. 1844-1917», Επτανησιακά Γράμματα4 (11), 12/1950, σ.116-118.
Πηγές: