Ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας, στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, από τη Συκιά Κορινθίας, και της Κατήγκως Σκάγιαννη, από την Τρίπολη. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά. Αποφοίτησε το 1913 από το 1ο Γυμνάσιο Χανίων με βαθμό «λίαν καλώς».
Από νεαρή ηλικία, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος Νομικής, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε λαϊκά περιοδικά αλλά και σε εφημερίδες, όπως η Ακρόπολις.
Το 1917, αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην αρχή, επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας.
Αισθανόμενος απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία, την καυτηριάζει συχνά. Αυτό του στοιχίζει αντιπάθεια και διώξεις από τους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα να μετατεθεί πολλές φορές στην επαρχία. Γνωρίζει, έτσι, τη μιζέρια και την ανία της και αυτό του στοιχίζει και τον πληγώνει βαθιά.
Τo Φεβρουάριο του 1919, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων", που δεν παίρνει καλή κριτική. Με τον φίλο του, Άγη Λεβέντη, εκδίδει τον ίδιο χρόνο το σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα”. Παρά την επιτυχία του, το περιοδικό κυκλοφόρησε μόνο σε έξι τεύχη γιατί η αστυνομία απαγόρευσε την έκδοσή του. Το 1921, κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του, τα "Νηπενθή".
Την εποχή αυτή, συνδέεται στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής. Η ίδια έχει γράψει σε επιστολή της σε κάποια φίλη της το εξής ιστορικό για τον Καρυωτάκη: «Στο κάτω-κάτω εγώ αγάπησα έναν ποιητή. Δεν αγάπησα έναν ήρωα. Αν ήθελα ήρωα, θα αγαπούσα τον Ανδρούτσο». Άλλη πληροφορία, επίσης, αναφέρει ότι η Μαρία Πολυδούρη τού είχε προτείνει να παντρευτούν, αλλά αυτός αρνήθηκε, με τη δικαιολογία ότι «πάσχει από ανίατο αφροδίσιο νόσημα και δεν θέλει να πάρει στο λαιμό του καμιά γυναίκα».
Το 1924, ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927, εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.
Το Φεβρουάριο του 1928, αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο, στην Πρέβεζα. Αισθανόμενος αηδία και απόγνωση για τη ζωή αυτής της μικρής πόλης, στέλνει απελπισμένα γράμματα σε συγγενείς και φίλους, περιγράφοντας την αθλιότητα και τη μικρότητα που κυριαρχεί στην τοπική κοινωνία:
- Στην Μαρία Πολυδούρη -
«Δεσποινίς ,
Είναι μια εβδομάδα που βρίσκομαι εδώ, και δεν έχω τίποτε άξιο λόγου για να σας πληροφορήσω.
Κάθομαι στο γραφείο και βλέπω μια λουρίδα θαλάσσης, ένα πλάτανο, ένα πηγάδι και διάφορα άλλα ασήμαντα πράγματα.
Έγγραφα υπάρχουν φύρδην - μίγδην στα συρτάρια.
Ευτυχώς δεν έρχονται νέα, και δε θέλω ακόμη να θίξω τα κακώς κείμενα παλιά.
Περιμένω λοιπόν να έλθει το μεσημέρι.
Αφού γευθώ τον επιούσιον στο μοναδικό εστιατόριο της πόλεως , θα κοιμηθώ, έπειτα θα ξαναέλθω εδώ στο δημόσιο άσυλο, θα κάνω ένα λυσσαλέο περίπατο στην προκυμαία και τέλος θα έχω τη σπάνια τύχη να φάγω για δεύτερη φορά.
Έτσι θα περάσει κατά τον ενδόξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες.»
- Στον ξάδελφο του -
«Δωμάτιο ήβρα σ΄ ένα ερειπωμένο σχεδόν σπίτι. Ελπίζω να μην πέσει πάρα πολύ σύντομα , ή, αν πέσει, να μην είμαι μέσα, ή, αν είμαι , να μην πάθω τίποτε, δεδομένου μάλιστα ότι θα προφτάσω να πηδήσω στο απέναντι σπίτι, αφού ο δρόμος, ένας από τους κεντρικότερους , το επιτρέπει. Είναι γωνία, στην αγορά.........»
- Άλλο γράμμα -
«Τώρα και κάμποσες μέρες έχουμε μουσική στο καφενείο της παραλίας, από δύο όργανα, δηλ. ένα σαντούρι και το φωνητικόν όργανον ενός Σμυρνιού.
Γραφικότατο κοινόν κάθεται στις καρέκλες ροφώντας απολαυστικά τσιτσιμπύρα.
Γύρω ένα τείχος τσαμπατζήδων.
Και μέσα στις βάρκες, γλυκύτατοι παρθένοι, κόραι αλιέων, ύστατοι φορείς του ρομαντισμού, λικνίζονται παθητικότατα υπό τους κλαυθμηρισμούς των αμανέδων.....
Ζωγραφική δεν άρχισα, ούτε φαίνεται πιθανό ν΄αρχίσω ελλείψει κεφιού.... Σου εσωκλείω ένα ποίημά μου ( το ΄Πρέβεζα΄, με τίτλο "Επαρχία" ).
"Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια
.........
ο ελαιώνας , γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους
.......
Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία
σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι την κηδεία.»
Νιώθει εξόριστος και η αποστροφή του στο ποίημα "Πρέβεζα" δεν αφορά τη συγκεκριμένη πόλη αλλά τις κλειστοφοβικές συνθήκες της επαρχίας γενικότερα, πόσο μάλλον της επαρχίας στη δραματική εποχή του ΄20.
Στις 20 Ιουλίου, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Προσπαθεί να αυτοκτονήσει, πέφτοντας γυμνός στη θάλασσα και προσπαθώντας, μάταια, επί δέκα ώρες να πνιγεί. Δεν τα καταφέρνει όμως γιατί είναι καλός κολυμβητής. Το πρωί της επόμενης ημέρας, απτόητος, αγοράζει ένα περίστροφο και πάει σε ένα καφενείο, όπου φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Στην τσέπη του αφήνει το τελευταίο του σημείωμα:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.»
Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που φθάνει στο σαρκασμό.
Ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του '20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος). Μετά το τέλος του ποιητή, πολλοί μιμήθηκαν την ποιητική του στάση: τη μελαγχολία, το σκεπτικισμό, το υπαρξιακό αδιέξοδο, το αίσθημα ανικανοποίητου και παρακμής. Η επίδραση που άσκησε ο ποιητής στους συγχρόνους του και η τάση μίμησης του ονομάστηκαν «καρυωτακισμός», ο οποίος πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.
http://karyotakis.awardspace.com