Το άρθρο είναι η παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Τσεβρέχου - Το κοπάδι από τα τετράδια ενός βοσκού. Εκδόσεις "έλλα", Λάρισα 2002, isbn 960-7691-80-6. Πηγή.
Το βιβλίο του Γιάννη Τσέβρεχου αποτέλεσε μια αποκάλυψη για μ' ένα. Τι να περιμένει, άλλωστε, ο αναγνώστης από τα τετράδια ενός βοσκού, σκέφτηκα, όταν πρωτοδιάβασα τον τίτλο και τον υπότιτλο του βιβλίου και έπεσε το βλέμμα μου στο γιδοκόπαδο του εξωφύλλου. Δεν ξέρω αν ο Γιάννης Τσέβρεχος είναι στα αλήθεια βοσκός, ή για να ακριβολογώ, και βοσκός, αφού στις σελίδες του βιβλίου του, αυτοβιογραφούμενος σε πολλά σημεία, μαθαίνουμε ότι υπήρξε εργάτης γομαροδουλευτής του θεσσαλικού κάμπου, χειρώνακτας σκουληκοσυλλέκτης στον Καναδά, πολυτεχνίτης και δουλευταράς μέχρι να ξαναγυρίσει στο τόπο του και ν' αναπιάσει κοπάδι σε "καθαρό γιδότοπο". Πάντως, ο Γιάννης Τσέβρεχος (μάλλον ψευδώνυμο), ή Γιάννης Τασιούλης (κατά την αυτομαρτυρία του), ή Τόγιας (παρατσούκλι του) έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο, ζωντανό θησαυρό της ελληνικής βουκολικής ζωής.
Για να προλάβω, μάλιστα, τις παρερμηνείες, ξεκαθαρίζω ότι το βιβλίο δεν αποτελεί ένα ακόμα λαογραφικό ανάγνωσμα κάποιου συμπαθητικού συνταξιούχου που μυρίζει μπαγιατίλα και τυποποιημένη νοσταλγία. Αντίθετα, πρόκειται για μια καθαρή ματιά ενός ανθρώπου που έζησε και ζει μέσα στη φύση, που καταλαβαίνει ανθρώπους, ζώα, τόπους και πράγματα και που μεταφέρει στο χαρτί πολύτιμες και αφτιασίδωτες σκηνές της ελληνικής υπαίθρου. Ο συγγραφέας περιδιαβαίνει τις πλαγιές των βουνών, τα διάσελα και τις ρεματιές και μας μεταφέρει, χωρίς γλυκανάλατους ρομαντισμούς, τη ζωντάνια της γης, καθώς ανασαλεύει στους αέναους εποχικούς κύκλους, τη σπιρτάδα του αέρα, των αγριμιών το καταστροφολόγημα, των χόρτων την κρυμμένη δύναμη και, προπαντός, των κοπαδιών τη θεωρία.
Δεν κατάφερα να προσδιορίσω, γεωγραφικά, το χωριό που αναφέρει σαν τόπο του ο συγγραφέας. Παρόλο που δίνει αρκετές γεωγραφικές πληροφορίες, φωτογραφίες και πολλά μικροτοπωνύμια, ο ακριβής τόπος μου διαφεύγει. Πιστεύω όμως, ότι ο τόπος που περιγράφει με τόση ζωντάνια, είναι κάπου στις πλαγιές των Καμβουνίων ή των Αντιχασίων Ορέων, στη Λάρισα ή στα Τρίκαλα (οι αναγνώστες από τις εκεί περιοχές θα αναγνωρίσουν, σίγουρα, τον τόπο). Δεν έχει όμως και τόση σημασία ο τόπος. Ο τόπος είναι το στημόνι που πάνω του ο Τσέβρεχος αποθέτει το καταστάλαγμα της τοπικής γνώσης. Ο πλούτος των πληροφοριών που μεταφέρει είναι απίστευτος. Οι ανεπεξέργαστες και ατόφιες πληροφορίες σε θέματα οικολογικά, βοτανολογικά, λαογραφικά, ζωολογικά, κτηνιατρικά, διαιτολογικά και άλλα, είναι ανεξάντλητες. Μόνη – μικρή, είναι η αλήθεια – δυσκολία, η ειδική ορολογία της ντοπιολαλιάς που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, που, αν και παραθέτει ένα πλούσιο γλωσσάριο, σε αναγκάζει ορισμένες φορές να ανατρέξεις δεύτερη και τρίτη φορά στο κείμενο προκειμένου να το κατακτήσεις.
Αξίζει, όμως, ειδικής αναφοράς ο γλωσσολογικός πλούτος του βιβλίου. Δεκάδες λέξεις, άγνωστες στους περισσότερους από μας, περιγράφουν με επιστημονική ακρίβεια, με μοναδική κυριολεξία και με απίστευτη γλωσσική οικονομία κάθε πτυχή της ποιμενικής ζωής. Ζώα ήμερα και άγρια, χρώματα, φυτά, δέντρα, καταστάσεις, αρρώστιες και πολλά άλλα διαθέτουν το δικό τους, ξεχωριστό, όνομα. Πιστεύω η Ακαδημία Αθηνών να αποθησαυρίσει αυτόν τον πλούτο στο σισύφειο λεξικό που ετοιμάζει... Απίστευτο μου φάνηκε που οι απλοί – αλλά πρακτικοί – βοσκοί ονομάτισαν και το χαρακτηριστικό ήχο που βγάζει ο τράγος από τη μύτη όταν εκμυστηρεύεται τον πόθο του στην αίγα· τον είπαν "προφάλο"!
Ενδεικτικά, για ενημέρωση του αναγνώστη, παραθέτω θέματα που καταπιάνεται ο συγγραφέας: ο βοσκότοπος, το κοπάδι και η βοσκή του, το μαντρί, τα πάθη των κτηνοτρόφων, οι ασθένειες, τα ονόματα των ζώων, φυτά και γιατροσόφια, βιολογικός κύκλος του κοπαδιού, σκυλιά του κοπαδιού, το γάλα, το κούρεμα και πολλά άλλα. Ας μην ξεγελαστεί όμως ο αναγνώστης, και να υποθέσει ότι το βιβλίο είναι μια καλή λαογραφική πραγματεία. Οι προηγούμενες ενότητες δεν έχουν τίποτα κοινό με τις αντίστοιχες που συναντούμε σε λαογραφικές πραγματείες. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια κατείσδυση στον ποιμενικό χώρο από πολλά διαφορετικά ανοίγματα, που όλα όμως επικοινωνούν μεταξύ τους. Για τον ίδιο λόγο, πιστεύω, οι συντελεστές του βιβλίου απέφυγαν να βάλουν σελίδα περιεχομένων, αν και οι ενότητες που προανέφερα έχουν δομή κεφαλαίων. Ο λόγος είναι απλός, το βιβλίο δεν πρέπει να κατατεμαχιστεί, ο αναγνώστης πρέπει να το διεξέλθει ολόκληρο.
Πέρα όμως από την ζωή των κοπαδιών που παραθέτει ο Γ. Τσέβρεχος, είναι και η ζωή των ανθρώπων που ξεχειλίζει από το βιβλίο και συνοδεύει τον αναγνώστη και μετά την ανάγνωση. Δεν ξέρω αν η μανιά η Τελεμαχίνα ή η Βαρδακονικόλενα και η Ανθουλιά, ο παππούς ο Σιγκούνας και ο μπάρμπα-Θύμιος ο Ραπτοτάσιος (ο πετυχημένος εγκεφαλοχειρούργος προβάτων) είναι υπαρκτά πρόσωπα στον περίγυρο του συγγραφέα ή είναι απλώς γεννήματα της φαντασίας του. Ό,τι και να ισχύει όμως, είναι αδιάφορο. Οι χαρακτήρες είναι τόσο δυνατοί και αληθινοί, που και τη φωνή τους ακούς (και με προφορά, μάλιστα), και το χνώτο τους μυρίζεις, και κάνεις τόπο για να διαβούνε.
Για τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου δεν έχω να πω τίποτα, συμφωνώντας απόλυτα με την ίδια παρατήρηση του καθηγητή κοινωνικής λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Βασίλη Νιτσιάκου που προλογίζει το βιβλίο. Ο αναγνώστης θα σαγηνευτεί από το κρουστό κείμενο με τα θαυμάσια ελληνικά.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το δεύτερο είναι σπονδυλωτό και αποτελείται από σκόρπια κείμενα και σκέψεις του συγγραφέα, καθώς και από σατυρικά τετράστιχα ποιήματα. Σε αυτό το κομμάτι ο συγγραφέας αφήνεται να μετεωριστεί και διάφορες φιλοσοφικές του θεωρήσεις βρίσκουν διέξοδο στο χαρτί. Κατά τη γνώμη μου, το κομμάτι αυτό του βιβλίου είναι κατώτερο του πρώτου μέρους και, μάλλον, θά 'πρεπε να παραλείπεται· αδικεί το πρώτο μέρος. Παρ' όλα αυτά, είναι καταθέσεις ψυχής και στοχασμοί αλήθειας του Γ. Τσέβρεχου και αξίζουν της προσοχής μας. Πολύ ενδιαφέροντα είναι τα σατυρικά τετράστιχα. Από τη σκωπτική διάθεση των θαμώνων του καφενείου δεν γλιτώνει κανείς: αυτοσαρκασμός για τους βλάχους, υπάρχει χώρος για τα ρώσικα της Παπαρήγα και για τη μικρή τη Δαμανάκη, οι Κωνσταντόπουλος και Τσοβόλας προορίζονται για σαμαράδικο, ο Αβραμόπουλος ως αναβάτης ή κτήμα, ο πράσινος ήλιος που κιτρίνισε την Πίνδο, ακόμα και η "τσαχπινουγαργαλάτη" Γιάννα έχει την τιμητική της σ' αυτά.
Δύο αποσπάσματα απο το βιβλίο:
Αποτελούν τις εισαγωγές απο τα δύο μέρη του βιβλίου. Χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του συγγραφέα.
Α' μέρος:
«Πού σε βγάζει, πού σε περπατάει ετούτο το βουνό το κακοτράχαλο; Καθαρός γιδότοπος με όλα του τα λιανοφάγια.
Ζηλεύεις τη γίδα την άνοιξη μ' αυτά που τρώει. Τρέχεις μαζί της το φθινόπωpo να προλάβεις τους καρπούς, τα μούρα, τα κράνα, τα τσάπουρνα, τα αγριόγκορτσα. Εκεί με είχε βγάλει, στης οχιάς τη γέννα, για να δω, Έτσι ετοιμοθάνατη όπως ήταν και χοντρή, όπως μου φάνηκε, κάποια σαύρα θα είχε τσακωμένη, σκέφτηκα. Τη χάραξα με το μαχαίρι. Πετάχτηκαν από μέσα της τα τρία μικρά της, έτοιμα να μου φύγουν. Η διχόνοια όπως τη σκότωνα, ο νεοπλουτισμός που τσαλαπάτησα και η αρχομανία που της έκοψα το κεΦάλι.
Ποια οχιά μάς τα γέννησε στον τόπο μας και τα ανάθρεψε;
Κοντεύουμε να χάσουμε τον εαυτό μας...»
Β' μέρος:
«Οι θεοί που γεννήθηκαν σε τούτο τον τόπο ταπεινοί στέκουν μπροστά σ' αυτά τα πράγματα της φύσης που άπλωσες το χέρι σου και τα καταστρέφεις. Όσο πιο πολλά έμαθες. τόσο πιο πολλά σκοτώνεις γύρω σου. Και της γης τη γέννα σπάραξες άνθρωπε σημερινέ. Όμως η γίδα και το φίδι που αφουγκράζονται τη γη και σου μιλάνε γι' αυτήν, είναι άμυνες του ζωικού κεφαλαίου του πλανήτη.»