Οι πρώτοι πειρατικοί σταθμοί έκαναν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου, μιας και ο πόλεμος αυτός επιτάχυνε την εξέλιξη των ραδιοφωνικών μεταδόσεων, αφού το ραδιόφωνο αποτελούσε το μοναδικό και αδιαμφισβήτητο μέσο μαζικής επικοινωνίας, γεμίζοντας τον κόσμο με ήχους, φωνές αλλά και μουσική.
Μετά το τέλος του πολέμου, κάποιοι από αυτούς προσπάθησαν να κατασκευάσουν ραδιοφωνικούς πομπούς και να εκπέμψουν, αλλά δεν τα κατάφεραν ιδιαίτερα καλά καθώς αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του '50, μερικοί αγόρασαν παλιούς στρατιωτικούς πομπούς και άρχισαν να κάνουν όλο και πιο συχνές εκπομπές στην περιοχή των 6,5MHz, ενώ άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνιση τους και στην μπάντα των μεσαίων κυμάτων.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60, απλά συνυπάρχουν με τους κρατικούς ραδιοσταθμούς, χωρίς να προκαλούν προβλήματα, γιατί οι κρατικοί σταθμοί από πλευράς ακροαματικότητας είχαν τη μερίδα του λέοντος, ενώ αντίθετα οι πειρατικοί σταθμοί είχαν πολύ περιορισμένο ακροατήριο.
Και φτάνουμε στο 1964, τότε που ένα καράβι σαλπάρισε αλλάζοντας την ιστορία της ραδιοφωνίας, αρχικά στην Αγγλία και κατόπιν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ήταν ανήμερα το Πάσχα, όταν η νεολαία της Αγγλίας ξύπνησε χωρίς να γνωρίζει ότι ένας νεαρός από την Ιρλανδία της ετοίμαζε μια έκπληξη, η οποία θα άλλαζε τον τρόπο ζωής της αλλά και τη ραδιοφωνία της εποχής.
Μιλάμε για τον Ρόναν Ο΄ Ράιλυ, που έφυγε από την Ιρλανδία σε ηλικία 25 ετών και πήγε στο Λονδίνο. Αποφάσισε να ασχοληθεί με την παραγωγή δίσκων, αλλά οι προσπάθειες του αποδείχθηκαν άκαρπες, αφού το BBC και το Radio Luxemburg λειτουργούσαν με βάση ένα συγκεκριμένο εμπορικό κύκλωμα. Τότε ήταν που ο Ρόναν συνειδητοποίησε πως η ιδέα, που είχε σφηνωθεί στο μυαλό του, για ένα νέο ραδιοσταθμό είχε πολλές πιθανότητες να επιτύχει, μιας και ο ραδιοφωνικός λόγος των κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών απευθυνόταν σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και πιο συντηρητικής αισθητικής.
Μαζεύοντας 250.000 λίρες από διάφορους χορηγούς, ο Ρόναν αγόρασε ένα παλιό δανέζικο πλοίο και το πήγε σε μια τοποθεσία 60 μίλια βόρεια του Δουβλίνου, προκειμένου να το διαμορφώσει σε σταθμό.
Τον Μάρτιο του 1964, το καράβι ήταν έτοιμο και μετονομάστηκε σε Caroline. Με δανέζικο πλήρωμα και παναμέζικη σημαία σάλπαρε και έφτασε 5 μίλια έξω από τις ακτές του Έσσεξ. Οι εκπομπές του άρχισαν ανήμερα το Πάσχα. Για πολλά χρόνια, το Radio Caroline παρέμεινε στην κορυφή της δημοτικότητας. Υπολογίζεται ότι περίπου οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι ήταν συντονισμένοι στο δικό του μήκος κύματος για να ακούσουν τη μουσική και τα τραγούδια των Μπομπ Ντύλαν, Τζόαν Μπαέζ, Μπητλς, Άνιμαλς, Λεντ Ζέπελιν και άλλων συγκροτημάτων, που στις αρχές της δεκαετίας του '60 ήταν απαγορευμένα από το σοβαρό BBC.
Λίγους μήνες αργότερα (τον Ιούλιο του 1964) το Radio Caroline απέκτησε και ένα άλλο πλοίο, το λεγόμενο «Mi Amigo» και έτσι διαμορφώθηκαν δύο ραδιοσταθμοί: Το Radio Caroline του Βορρά και το Radio Caroline του Νότου.
Η Κυβέρνηση των Εργατικών, που κυβερνούσε τότε την Αγγλία με οριακή πλειοψηφία, παρέμεινε σιωπηλή στο θέμα του Radio Caroline, αλλά και στους άλλους πειρατικούς σταθμούς που ακολούθησαν, καθώς κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με μια τόσο μεγάλη ομάδα ανθρώπων που υποστήριζαν τους πειρατές και που, σύμφωνα με υπολογισμούς της τότε εποχής, το «ποσοστό αγάπης», όπως το έλεγαν, ξεπερνούσε το 30%. Αν αναλογιστούμε ότι στην Αγγλία οι νέοι, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν υπέρ της ελεύθερης ραδιοφωνίας, ψήφιζαν από τα 18 τους χρόνια, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί κανένας δεν είχε την τόλμη να τα βάλει με τους πειρατές. Παράλληλα, το Radio Caroline, καθώς και οι άλλοι πειρατικοί σταθμοί ψυχαγωγούσαν και καθοδηγούσαν την αγγλική νεολαία, ενώ ενθάρρυναν τους ακροατές τους να συμμετέχουν στις εκπομπές. Το Radio Caroline μάλιστα υπήρξε πρόδρομος των σημερινών τηλεφωνημάτων στους ραδιοσταθμούς. Καλούσε τους οδηγούς στους παραλιακούς δρόμους να στρέφουν τους προβολείς των αυτοκινήτων τους προς την πλευρά του πλοίου και να τους αναβοσβήνουν σε ερωτήσεις που τους έκανε ο εκφωνητής: Μια φορά για το ναι, δύο για το όχι...
Και για να καταλάβετε καλύτερα την αγάπη που ένοιωθαν οι άνθρωποι αυτοί για το ραδιόφωνο, σας μεταφέρουμε τις δηλώσεις ενός DJ του Radio Caroline, όταν ρωτήθηκε από κάποιο δημοσιογράφο για την αμοιβή του πάνω στο πλοίο. «Κανείς δε δουλεύει εκεί για χρήματα», είπε. «Και τότε γιατί δουλεύει;» ρωτήθηκε. «Πρόκειται για μια μικρή περιπέτεια», ήταν η απάντηση.
Αλλά το 1967, όταν οι Εργατικοί κέρδισαν και πάλι τις εκλογές με μεγάλη πλειοψηφία, εισηγήθηκαν το Ναυτικό Νόμο που απαγόρευε κάθε παράκτια ραδιοφωνική εκπομπή. Όμως, το Radio Caroline αψήφησε τον νόμο και ρυμούλκησε το πλοίο εκτός χωρικών υδάτων, προκειμένου να συνεχίσει τις εκπομπές του.
Στο τέλος, βέβαια, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Υπήρχαν τόσοι πολλοί πειρατές και ήταν τόσο μεγάλη η μεταξύ τους διαμάχη, που πολλές φορές έφταναν και σε ακρότητες, όπως συνέβη το 1970 στη Βόρεια Θάλασσα. Το Ράδιο Veronica λειτουργούσε από το 1965 πάνω σε ένα πλοίο, αλλά λόγω του ότι είχε μειωθεί αισθητά η δημοτικότητα του, δεν δίστασε να στείλει κομάντος βατραχανθρώπους να τοποθετήσουν βόμβες στα ύφαλα του πλοίου Νorthsea international, που εθεωρείτο σαν ο κυριότερος ανταγωνιστής του.
Οι περισσότεροι ιστορικοί του rock’n’roll συμφωνούν ότι οι πειρατικοί σταθμοί ανάγκασαν το BBC να αλλάξει, να εκσυγχρονισθεί και να προσαρμοστεί στα καινούργια μουσικά δεδομένα. Η ομάδα των ταλαντούχων DJs που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους στους πειρατικούς στελέχωσε το κρατικό ραδιόφωνο, το μουσικό τύπο και τις εταιρείες δίσκων, διευκολύνοντας τη διάδοση των καινούργιων μουσικών ειδών. Τέλος, η δομή της λειτουργίας τους και το αντάρτικο πνεύμα τους μεταλαμπαδεύτηκε στην ελεύθερη ραδιοφωνία της δεκαετίας του ’70 και ’80, η οποία εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, αμφισβητώντας πια οργανωμένα το κρατικό μονοπώλιο.
Ο πρώτος Έλληνας ραδιοπειρατής
Το καλοκαίρι του 1956, ο Κώστας Γαστουνιώτης, ένας δεκαεξάχρονος μαθητής στο χωριό Τσουκαλέικα της Πάτρας, γίνεται ο πρώτος ραδιοπειρατής που αναστατώνει την Ελλάδα. Κινούμενος από την αγάπη του για τη μουσική, κατασκευάζει ένα μικρό πομπό και εκπέμπει απαγορευμένα ρεμπέτικα και rock and roll. Οι πρώτες αυτές εκπομπές σταματούν με την επέμβαση της Χωροφυλακής.
Δυο χρόνια αργότερα, κατορθώνει να κατασκευάσει ένα πομπό δυο κιλοβάτ, που μπορούσε να εκπέμπει χωρίς ορατή κεραία. Συνδέει τον πομπό με το δίκτυο της ΔΕΗ και τα ηλεκτροφόρα σύρματα παίζουν τον ρόλο μιας τεράστιας αντένας. Πρόκειται για ένα πραγματικό άθλο!
Στις 23 Σεπτέμβρη 1958, ο Γαστουνιώτης βγαίνει στον αέρα και ακούγεται μέχρι το Μεσολόγγι. Το υπουργείο θορυβείται, δίνει σήμα και η αστυνομία κινητοποιείται αμέσως. Η αστυνομία αρχίζει και συλλαμβάνει όλους τους τεχνικούς της Πάτρας και τότε, για να μην ταλαιπωρούνται οι αθώοι, ο Γαστουνιώτης παρουσιάζεται στην Ασφάλεια Πατρών. Έκπληκτος ο Διοικητής, είδε τον δεκαοκτάχρονο να λέει ότι αυτός ήταν ο καταζητούμενος.
Λίγα χρόνια αργότερα, θα φύγει για πάντα από την Ελλάδα. Πηγαίνει στην Αμερική, όπου και διαπρέπει. Οι Αμερικάνοι τον χρησιμοποιούν για να στήσουν τα πιο εξελιγμένα τηλεπικοινωνιακά τους συστήματα. Έκανε σπουδαία καριέρα και ίδρυσε αρκετές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας.
Πηγές: