Το παρακάτω κείμενο είναι από την ιστοσελίδα: http://users.sch.gr/
Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα συνδέθηκε άμεσα με τις κρατούσες ιστορικές και κοινωνικές δομές, καθώς επίσης και με την αντίστοιχη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, οι οποίες, όμως, ήταν διαφορετικής υφής από αυτές των πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών της Ευρώπης, όπου τα σπέρματα της βιομηχανικής ανάπτυξης συνετέλεσαν στη δημιουργία των πρώτων συνδικάτων στις αρχές του 19ου αιώνα στην Αγγλία. Συγκεκριμένα, η ελληνική αστική τάξη αναπτύσσεται, πριν ακόμη από την επανάσταση του 1821, ως εμπορική, εφοπλιστική και βιοτεχνική-μανιφακτούρικη (π.χ. Βέροια, Νάουσα, Καστοριά, Σιάτιστα, Κοζάνη, Τίρναβος, Αμπελάκια, Ζαγορά, Χίος).
Ταυτόχρονα, τα όρια της δραστηριότητάς της ξεπερνούν τον ελλαδικό χώρο και επεκτείνονται στη Βαλκανική Χερσόνησο, στη Μικρά Ασία, στη Νότια Ρωσία, στην Αίγυπτο, στη Μεσόγειο και στην Κεντρική Ευρώπη, όπου το ελληνικό κεφάλαιο ακμάζει. Έτσι, μέσω της δυναμικής που αναπτύσσει στην ευρύτερη αυτή περιοχή ηγεμονεύει στην επανάσταση του 1821, προσδίδοντας της χαρακτηριστικά αστικής επανάστασης.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η οικονομική δομή της ελληνικής κοινωνίας χαρακτηρίζεται από τη μικροϊδιοκτησία, η οποία ενισχύθηκε με την κατάληψη από τους ακτήμονες αγρότες των εκτάσεων γης που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι, τη μικρή βιοτεχνία, τις υποτυπώδεις υπηρεσίες και την αυτοαπασχόληση. Οι αντιστάσεις των ανεξάρτητων παραγωγών της πόλης και της υπαίθρου στην τάση προλεταριοποίησης τους, η εποχικότητα της εργασίας, η μετακινούμενη εργασία με τα σινάφια των τεχνιτών που εργάζονταν με σύμβαση έργου, και γενικά η προσφυγή σε τρόπους που διασφάλιζαν την εργασιακή ανεξαρτησία και απέτρεπαν την προλεταριοποίηση, συνετέλεσαν στην αποθάρρυνση των μεγάλων επενδύσεων στη βιομηχανία. Αυτοί ήταν και οι λόγοι για τους οποίους το ελληνικό εργατικό κίνημα έκανε καθυστερημένα την εμφάνισή του.
Όμως, η ταχύρυθμη ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού από το 1880 κι εξής, και ιδιαίτερα μετά το 1909 με την προσάρτηση νέων εδαφών μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή, έθεσε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω βιομηχανική ανάπτυξη, η οποία συνέπεσε και με τη μεγάλη προσφορά εργατικών χεριών και τη μεγάλη καταναλωτική αγορά. Ο Σ. Μάξιμος, όσον αφορά την ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στην Ελλάδα, λέει τα εξής:
«Η υποτίμηση του νομίσματος, η σχετική αύξηση του πληθυσμού (προσάρτηση της Θεσσαλίας), η ανάπτυξη της συγκοινωνίας, δίνουνε μια νέα ώθηση στη βιομηχανία και χαρακτηρίζουνε πολύ σωστά την περίοδο αυτή ως την πρώτη περίοδο βιομηχανικής ανάπτυξης... Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ευνοϊκότερη περίοδος ανάπτυξης της μικρής ελληνικής βιομηχανίας είναι η μεταξύ 1880-1900... Μόνο οι Βαλκανικοί πόλεμοι δώσανε "νέα ώθηση" στην ελληνική βιομηχανία. Η "απελευθέρωση των εδαφών", συνώνυμη με το άνοιγμα καινούργιων αγορών, επιτρέψανε μια νέα ανάπτυξη που έφτασε στο ανώτερο της όριο στον αποκλεισμό του 1916. Από τότε η μικρή ελληνική βιομηχανία έπαιρνε ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Η περίοδος της νέας οικονομικής κρίσης και το καταστρεπτικό τέλος του πολέμου της Μικρασίας με την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου ελληνικού πληθυσμού δημιουργήσανε μια ασύγκριτα ανώτερη από τις προηγούμενες εποχές ανάπτυξη σε σημείο που ορισμένοι κλάδοι της βιομηχανίας να εκτοπίζουνε από την αγορά προϊόντα αντίστοιχου κλάδου ξένης βιομηχανίας.
Πρέπει ιδιαίτερα να σταματήσουμε στο σημείο αυτό.
Όσο και αν η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα είναι μια ολόκληρη εποχή, μέσα στην οποία ξεχωρίζει η από του 1880-1900 περίοδος είναι εν τούτοις γεγονός ότι μόνο ύστερα από την Μικρασιατική καταστροφή έχουμε στην Ελλάδα σύγχρονη βιομηχανία και ανάπτυξη γενική καπιταλιστικών σχέσεων».
Όπως ήδη είπαμε, οι αλλεπάλληλες επεκτάσεις της επικράτειας του ελληνικού κράτους δεν έφεραν μόνο διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, αλλά και νέα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Αθήνα και τον Πειραιά. Έτσι, η ανάπτυξη των αστικών σχέσεων στην Ελλάδα συνέβαλε με τη σειρά της και στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, αφού αυτοί οι εσωτερικοί μετανάστες αποτέλεσαν την πρώτη βιομηχανική εργατική τάξη, εντείνοντας ταυτόχρονα τις τάσεις συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης και βέβαια τη συγκρότηση των πρώτων σοσιαλιστικών ομάδων.
Επιπροσθέτως, καθώς η Αθήνα, ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, αναπτύσσεται, άρχισε να συγκεντρώνει την αστική τάξη και τους εργάτες της, οι οποίοι τα πρώτα χρόνια ήταν οικοδόμοι από την Ανάφη, αφού η νέα πρωτεύουσα έπρεπε να χτιστεί. Αυτοί οι πρώτοι οικοδόμοι έμεναν στα Αναφιώτικα, τα οποία ήταν χτισμένα στις πλαγιές της Ακρόπολης, στην Πλάκα, περίπου το 1860, και στη Νεάπολη (Εξάρχεια), όπου οι οικισμοί ήταν αυθαίρετοι. Όταν το 1850 ο Μπρέιμ έφτιαξε το Μεταξουργείο, ήταν φυσικό γύρω του να μαζευτούν και οι εργάτες του και να δημιουργηθεί μια ακόμη εργατική γειτονιά. Όταν το 1856 χτίστηκε το εργοστάσιο αεριόφωτος, γεννήθηκε δίπλα του και η ανάλογη περιοχή, η γνωστή ως Γκάζι ή Γκαζοχώρι, η οποία κατ’ αρχάς φτιάχτηκε από παράγκες όπου διέμεναν οι εργάτες, ενώ στο Λαύριο υπήρχε από το 1870 ο βιομηχανικός οικισμός των μεταλλείων, όπου το 1909 είχε φτάσει τους 10.000 κατοίκους. Όσον αφορά το Λαύριο, επειδή εκείνη την εποχή δεν ήταν κατοικημένη περιοχή, οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να προσελκύσουν εργάτες, αναγκάσθηκαν να τους εξασφαλίσουν την κατοικία τους. Δημιουργήθηκε λοιπόν, εκεί, το 1870 ο παλαιότερος βιομηχανικός οικισμός, τα Σπανιόλικα, από Ισπανούς εργάτες. Στη συνέχεια, χτίστηκαν από την ίδια την εταιρεία τα Κυπριώτικα, ενώ στο διάστημα 1890-1900 χτίστηκε είτε από εργολάβους είτε από αυθαίρετη δόμηση από τους ίδιους τους εργάτες, η Νεάπολη, σε γη την οποία παραχώρησε η εταιρεία. Το 1870, εκτός από την Αθήνα, η Ερμούπολη της Σύρου είχε αναπτύξει μεγάλη εμπορική, ναυτιλιακή και βιομηχανική δραστηριότητα, προσελκύοντας πληθυσμούς από τη Χίο και τα Ψαρά. Επίσης, ταχύτατα αναπτυσσόμενη πόλη ήταν ο Πειραιάς, ο οποίος εποικίστηκε από νησιώτες από τη Χίο, την Ύδρα, τις Κυκλάδες, τα Κύθηρα, αλλά και από Μανιάτες, Γι' αυτό, πολλοί γνωστοί συνοικισμοί του έφεραν και το όνομα του τόπου καταγωγής των κατοίκων του (τα Χιώτικα, τα Υδραίικα, τα Μανιάτικα). Όπως επισημαίνει η Λ. Λεοντίδου (1989, σελ. 123), «Η τοπική προέλευση των οικιστών έτεινε να δημιουργεί έναν συγκεκριμένο καταμερισμό εργασίας, διαρθρώνοντας το χώρο σε επαγγελματικές συνοικίες. [...] Οι Χιώτες ήταν έμποροι κι αργότερα βιοτέχνες, οι Υδραίοι ναυτικοί, οι Καρπαθιώτες ασχολούνταν εποχιακά ιδίως στις οικοδομικές εργασίες.
...Οι κάτοικοι των πειραϊκών συνοικισμών όμως γρήγορα αποκτούν κάποια επαγγελματική ομοιογένεια, αφού όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουν την τέχνη τους για να εργασθούν στο λιμάνι και στα πρώτα εργοστάσια. Μετά το 1870, πληθαίνουν και άλλες τοπικές ομάδες στο εργατικό δυναμικό, ιδίως σε ναυτικές απασχολήσεις: Υδραίοι, Σπετσιώτες, Τροιζήνιοι, Κρανιδιώτες, Κρητικοί. Ο υδραίικος συνοικισμός κυριαρχείται από χαμηλά οικήματα των φτωχών κατοίκων, ο χιώτικος από μέγαρα κυρίως γύρω στην πλατεία Κοραή. Ήδη από τα τέλη του 1860 υπάρχουν αναφορές στην εργατική συνοικία του Πειραιά, δίπλα στη βιομηχανική ζώνη και στα βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού, απομονωμένη και διαχωρισμένη από την υπόλοιπη πόλη με το σιδηρόδρομο από το 1869».
Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι συνοικίες του Πειραιά, όπως η Φρεαττύδα, η Καστέλα, ο Καραβάς, ήταν απομονωμένες μεταξύ τους. Όμως, η αστική επέκταση και η ανάπτυξη της ναυτιλίας και της βιομηχανίας, ιδιαίτερα μετά το 1860, συνένωσε αυτές τις περιοχές, αυξάνοντας με ταχύτατους ρυθμούς την έκταση του Πειραιά, από τον οποίο ουσιαστικά ξεκίνησε η εκβιομηχάνιση στην Ελλάδα. Άλλες περιοχές, στις οποίες γύρω από τα εργοστάσια αναπτύχθηκαν εργατικοί οικισμοί ήταν η Ελευσίνα, η οποία χτίστηκε γύρω από το εργοστάσιο τσιμέντων Τιτάν (1902) και η Δραπετσώνα γύρω από την Ανώνυμη Χημική Εταιρεία του Κανελλόπουλου (1910). Με αυτόν τον τρόπο, σταδιακά, άρχισαν να δημιουργούνται οι βιομηχανικές περιοχές της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας και του Πειραιά, οι οποίες ακολουθούσαν, κατά κύριο λόγο, τη γραμμή του σιδηροδρόμου από τον Πειραιά μέχρι τα Πατήσια. Ταυτόχρονα, αυτό το καθεστώς κατοικίας κρατούσε τους εργάτες κοντά στην περιοχή εργασίας τους. Για παράδειγμα, οι εργάτες στις μεταφορές κατοικούσαν κοντά στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, οι υπηρέτες και οι υπηρέτριες μέσα στις περιοχές της εύπορης μεσοαστικής τάξης, οι πλανόδιοι στο κέντρο της πόλης, οι εμποροϋπάλληλοι κοντά στο εμπορικό κέντρο, οι εργάτες που εργάζονταν στη μεταποίηση κατοικούσαν ανάμεσα στο κέντρο της πόλης και στις βιομηχανικές ζώνες για να πηγαίνουν με τα πόδια στα εργοστάσια, οι εργάτες στις οικοδομές γύρω από τα Αναφιώτικα ή διάσπαρτοι σε διάφορες περιοχές όπου υπήρχε έντονη οικοδομική δραστηριότητα κ.ο.κ.
Πηγή:
Δημήτρη Α. Κατσορίδα, Βασικοί σταθμοί του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001, ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ - Γ.Σ.Ε.Ε. Αθήνα, 2008, σελ. 25-30