Τα παρακάτω κείμενα είναι αποσπάσματα απο την μελέτη του Κατελή Βίγκλα “Η Πύρασος και οι δύο Φθιώτιδες Θηβών Θεσσαλίας έως τον Μεσαίωνα”. Δημοσιεύθηκε στο: Ανιστόρητον. Περιοδικό Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Ιστοριογραφικά, Tόμ. 6, αριθ. 21, 2006, 1-31
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Αρχικά εξετάζονται δεδομένα από την προϊστορική αρχαιολογία και τους ελληνικούς μύθους, όπως για τον Ομηρικό ήρωα Πρωτεσίλαο, που αφορούν την Πύρασο και τις Φθιώτιδες Θήβες Θεσσαλίας. Στη συνέχεια, εξιστορούνται συμβάντα σχετικά με τις δύο πόλεις κατά την κλασσική και ελληνιστική περίοδο, ενώ αποτιμάται η σημασία τους εντός του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου. Έμφαση δίδεται στον εκχριστιανισμό των Φθιωτίδων Θηβών Θεσσαλίας, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές και τα ψηφιδωτά. Η εκκλησιαστική ιστορία των Φθιωτίδων Θηβών Θεσσαλίας δείχνει μία έντονη ζωή, κίνηση και συνεχή παρουσία της πόλης κατά τα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Τα μνημεία από την περιοχή μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη σύσταση του πληθυσμού και άλλα γεγονότα, όπως φυσικές καταστροφές. Το τέλος της πόλης σηματοδοτείται από τις βαρβαρικές, κυρίως σλαβικές επιδρομές που καταγράφονται στις ιστορικές πηγές, ιδιαίτερα στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου και Το περί Κτίσεως της Μονεμβασίας Χρονικό. Πάντως, φαίνεται να υπάρχει μία τελευταία περίοδο ανάκαμψης της περιοχής κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Η ΠΥΡΑΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΘΙΩΤΙΔΕΣ ΘΗΒΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ:
Ο χώρος όπου βρίσκεται σήμερα ο Δήμος Νέας Αγχιάλου κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια έως και τον 7ο αι. μ.Χ., οπότε και συνέβη μία βίαιη διακοπή στην ιστορική συνέχεια της περιοχής (παρότι έχουμε και λίγες αναφορές μέχρι την περίοδο της Δ’ Σταυροφορίας). Στην παραλιακή αυτή τοποθεσία του Νομού Μαγνησίας, εγκαταστάθηκαν έπειτα από το διωγμό τους από την Ανατολική Ρωμυλία της Βόρειας Θράκης πρόσφυγες από την Αγχίαλο της Μαύρης Θάλασσας το 1906. Ιδρύθηκε λοιπόν η παραλιακή πόλη Νέα Αγχίαλος που απέχει 17 χιλιόμετρα από τον Βόλο. Στον Δήμο της Νέας Αγχιάλου, όπου ανήκει μετά από την εφαρμογή του νόμου Καποδίστρια, ανάμεσα σε άλλα γειτονικά μέρη, και η περιοχή των Μικροθηβών, μπορεί κανείς να θαυμάσει σήμερα μεγάλες εκτάσεις, όπου φαίνονται τα ευρήματα επιμελών ανασκαφών. Οι ανασκαφές άρχισαν προπολεμικά από τον Γεώργιο Σωτηρίου, καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στα 1924 και συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο, έως το 1956, με μία διακοπή από το 1941 έως το 1953, ενώ το 1959 ανέλαβε το έργο ο Παύλος Λαζαρίδης, διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (+1992). Προτελευταία υπεύθυνη αρχαιολόγος υπήρξε η Άσπα Ντίνα, μαθήτρια του Π.Λαζαρίδη. Στην περιοχή της Νέας Αγχιάλου και Μικροθηβών άνθησαν δύο πόλεις κατά την προϊστορική, αρχαία και ελληνορωμαϊκή εποχή, ενώ στα πρωτοχριστιανικά χρόνια εμφανίστηκε μία βυζαντινή πόλη με λαμπρές βασιλικές και ιδιαίτερη επισκοπή.
Μία αναδρομή, όσον αφορά τον χώρο της Πυράσου, δείχνει ότι κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Η ακρόπολή της στέκει ακόμη και σήμερα δίπλα στην εθνική οδό προς τον Βόλο και έχει τη μορφή ενός υψηλού λόφου (μαγούλα) 29 μέτρων με επίπεδη κορυφή. Μία κάθετη τομή στον λόφο της ακροπόλεως φανερώνει τα απομεινάρια επάλληλων οικισμών. Το πιο χαμηλό στρώμα ανήκει στην αρχαιότερη Νεολιθική Περίοδο (6η χιλιετία π.Χ.), ενώ το πιο πάνω στρώμα λειψάνων αντιστοιχεί στις διαφορετικές φάσεις της περιόδου «Πολιτισμού του Σέσκλου». Στο τρίτο στρώμα βρίσκουμε ευρήματα της Νεότερης Νεολιθικής Εποχής, ενώ τα ανώτερα στρώματα ανήκουν στην Πρωτοελλαδική Εποχή, δηλ. στην 3η και 2η χιλιετία π.Χ. Όσον αφορά τη γειτονική πόλη (στη σημερινή περιοχή των Μικροθηβών), τις Φθιώτιδες Θήβες κατοικήθηκε και αυτή από την προϊστορική εποχή, την αρχαιότερη χαλκοκρατία, ενώ κατά την υστερομυκηναϊκή περίοδο δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Στην Ιλιάδα του Ομήρου γίνεται λόγος για την περιοχή του Πηλέα, την Φθία, κατοικημένη από τους Μυρμιδόνες. Τοποθετείται βόρεια του βουνού Όρθρυς και δυτικά του Παγασητικού κόλπου. Ο Martin Nilson στηριζόμενος στην ετυμολογία του όρους Πήλιο από τον πατέρα του Αχιλλέα, τον Πηλέα, ισχυρίζεται ότι η Φθία σε προγενέστερη περίοδο περιελάμβανε την βόρειο ακτή του κόλπου και το όρος Πήλιο. Η λέξη Φθία είναι τοπικός παρά πολιτικός όρος. Ο λαός του Αχιλλέα δεν ήταν οι Φθίαι ή Φθιώται, παρόλο που πατρίδα του ήταν η Φθία. Η ονομασία αυτή αποδίδεται και στους ανθρώπους του Ποδάρκη και άλλων, που σύμφωνα με τον Ομηρικό Κατάλογο των πλοίων προέρχονται από τον Βορρά και τον Νότο του Παγασητικού κόλπου. Κάποιοι ιστορικοί όπως ο Friedrich Stählin, θεωρούν ότι η Ομηρική Φθία ανήκε –όπως είπαμε- στον Πηλέα αποκλειστικά, και συνεκτεινόταν με την ύστερη Αχαΐα Φθιώτιδα, όπου ανήκουν και οι Φθιώτιδες Θήβες της περιοχής των Μικροθηβών. Για το όνομα αυτό λέγεται πως αρχικά οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Αχαιοί (Αχαΐα), οι οποίοι περιλαμβάνονταν στον Κατάλογο των πλοίων, ως άνδρες του Αχιλλέα, μαζί με τους Μυρμιδόνες και τους Έλληνες. Ο Αχιλλέας διηύθυνε πενήντα πλοία, όπου κωπηλατούσαν πολεμιστές από το βασίλειο του πατέρα του, που βρισκόταν στο Πελασγικό Άργος. Αυτό το τελευταίο συμπεριλάμβανε κυρίως τρεις πόλεις: την Άλω, την Αλόπη και τη Τραχίδα, αλλά και τη Φθία και την Ελλάδα. Επρόκειτο για τους γνωστούς Μυρμιδόνες, τους Έλληνες και τους Αχαιούς. Σε μεταγενέστερη περίοδο η ονομασία Φθίαι ή Φθιώται προστέθηκε στο όνομα Αχαιοί, είτε ως διάκριση από τους Πελοποννήσιους, είτε διότι οι Φθιώται επιβλήθηκαν στους Αχαιούς. Άρα μία πόλη της Αχαΐας μπορούσε να ονομαστεί τόσο Φθιωτική, όσο και Αχαϊκή. Όπως συμβαίνει με τις Θήβες που ονομάζονται Φθιώτιδες ή Αχαϊκές. Στο τέλος, οι κάτοικοι της Αχαΐας κατέληξαν στο όνομα μόνο Φθιώται. Ακριβώς το όνομα Φθιώτιδαι Θήβαι δεν αναφέρεται από τον Όμηρο. Μας είναι γνωστό από μεταγενέστερους συγγραφείς. Τώρα η ακριβής πατρίδα του Αχιλλέα, εάν κρίνουμε από την προσευχή του στον Σπερχειό, μάλλον βρισκόταν στην κοιλάδα του Σπερχειού, αφού μάλιστα οι πόλεις Αλόπη και Τραχίς βρίσκονται κοντά στον Μαλιακό κόλπο. Δεν αποκλείεται πάντως η πόλη των Φθιωτίδων Θηβών να ανήκε στην επικράτεια του μεγάλου Ομηρικού ήρωα, ενώ σε παλιότερες εποχές η περιοχή από όπου καταγόταν ο Αχιλλέας λεγόταν Πελασγιώτις ή Πελασγικόν Άργος.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΦΘΙΩΤΙΔΩΝ ΘΗΒΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ 7ο ΑΙ. ΕΩΣ ΤΗΝ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ:
Ύστερα από τον 7ο αι. μ.Χ οι Φθιώτιδες Θήβες δεν μνημονεύονται στις ιστορικές πηγές. Η αστική ζωή παρακμάζει και δεν μαρτυρείται εμπορική και ναυτική κίνηση στο λιμάνι της πόλης. Στον 8ο αι. βρίσκουμε τάφους στην Βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Ένα νόμισμα Μιχαήλ Β’ και Θεόφιλου (820-829) αποκαλύφτηκε στον χώρο της Βασιλικής του Ελπίδιου. Με την ίδρυση του θέματος της Θεσσαλονίκης επί Νικηφόρου Α’ το 802 η Θεσσαλία ονομάστηκε «Δευτέρα Θεσσαλία», στην οποία υπάγεται και η περιοχή των Θηβών. Τον 9ο αι. την επισκοπή των Φθιωτίδων Θηβών διαδέχεται η επισκοπή Αλμυρού, η οποία στην ύστερη βυζαντινή περίοδο ήταν από τις σημαντικότερες και πιο εμπορικές πόλεις της περιοχής. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ιστορικό Θ. Μαυρομάτη στις Θεσσαλικές Θήβες έχουμε παρουσίαση ιδιαίτερων δραστηριοτήτων επί Φραγκοκρατίας. Η Φραγκοκρατία στις Θήβες διήρκεσε από το 1205 έως το 1222 μ.Χ. κατ’ αυτόν, αλλά άλλοι ερευνητές τοποθετούν ως τέλος της το 1211 ή το 1218 μ.Χ. Έπειτα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 μ.Χ. κατά την Δ’ σταυροφορία, η Βυζαντινή ελληνική αυτοκρατορία κατανεμήθηκε μεταξύ των σταυροφόρων. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, ο αρχηγός της Δ’ σταυροφορίας, αφού οι Γάλλοι και οι Βενετοί τον παραμέρισαν, εκλέγοντας αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο, κόμη της Φλάνδρας, πήρε στην δικαιοδοσία του την Μακεδονία και την Ελλάδα, και το 1205 πήγε στην Θεσσαλονίκη για να στεφτεί βασιλιάς. Τότε ήταν που με την βοήθεια των Λομβαρδών Ιταλών, Γερμανών και Γάλλων σταυροφόρων κατέλαβε όλη την Ελλάδα προς το νότο έως το Ναύπλιο. Το εγχείρημα του Βονιφάτιου Μομφερατικού δεν παρουσίασε δυσκολίες. Η εδαφική ενότητα του Βυζαντίου ήταν ήδη κατακερματισμένη, πριν καταλυθεί επίσημα από τους Λατίνους. Η αποδυνάμωση του κρατικού ελέγχου στις παραμονές της Δ’ Σταυροφορίας είχε οδηγήσει στην απόσπαση πολλών περιοχών από την κεντρική εξουσία και την δημιουργία «κακοδαίμονων τυραννίδων», σύμφωνα με την έκφραση του Νικήτα Χωνιάτη. Έτσι, οι τοπικοί άρχοντες παρουσίασαν έναν ενδοτισμό και συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Ακόμη και οι κάτοικοι, όντας ταλαιπωρημένοι από την βαριά φορολογία και αποκομμένοι από την κεντρική εξουσία, η οποία τους είχε εγκαταλείψει στις καταχρήσεις των κρατικών λειτουργών και των τοπικών αρχόντων, υποδέχτηκαν τους Φράγκους χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Αυτό μαρτυρούν τόσο οι βυζαντινές, όσο και οι δυτικές πηγές. Ο τρόπος που οι πόλεις της Ελλάδας έπεφταν η μία μετά την άλλη στα χέρια των Σταυροφόρων έμοιαζε με τον τρόπο που εξαπλώνεται η φωτιά («ρᾶστα καθάπερ φλὸξ… ἐπενέμετο») και ο Βονιφάτιος προχωρούσε στο κατακτητικό του έργο χωρίς πολλές ένοπλες συγκρούσεις με τον ντόπιο πληθυσμό («ἐθνῶν… κρατίστων καὶ πόλεων μεγίστων ἐγκρατὴς ἀμαχεὶ διεδείκνυτο»). Όταν έφτασε στον Αλμυρό και στις Θήβες (Φθιώτιδες ;) οι κάτοικοι χαιρέτισαν τους Φράγκους με τόσες ζητωκραυγές, τύμπανα, σάλπιγκες και ταμπούρλα, ώστε όλη η γη έτρεμε (toute la terre tremblait). Οι ελληνικές πόλεις που κατέλαβε ο Βονιφάτιος μοιράστηκαν ανάμεσα στους σταυροφόρους. Στην περιοχή της Θεσσαλίας, η Λάρισα και ο Αλμυρός παραχωρήθηκαν στον Λομβαρδό Γουλιέλμο Λαρισαίο (de Larsa), ενώ το Βελεστίνο έγινε φέουδο του κόμη Μπέρτολντ φον Κάτζαλενμπόγκεν (Bertold von Katzalenbogen). Οι Θεσσαλικές Φθιώτιδες Θήβες έτυχαν στους (Λομβαρδούς) Ιταλούς αδελφούς Αλμπερτίνο και Ρολανδίνο Κανόσσα (de Canossa), οι οποίοι κατάγονταν από την Βόρειο Ιταλία. Οι Αλμπερτίνο και Ρολανδίνο Κανόσσα συμμετείχαν στον πόλεμο μεταξύ του αυτοκράτορα Ερρίκου, του διαδόχου του Βονιφάτιου Μομφερατικού, και των Γάλλων από τη μία πλευρά και των Λομβαρδών Ιταλών από την άλλη. Την περίοδο από το 1205-1207 οι αδελφοί Κανόσσα παρέμειναν στις Φθιώτιδες Θήβες και λυμαίνονταν τα γύρω εδάφη. Μάλιστα έφτασαν έως τις Θερμοπύλες και το Ζητούνιο (κοντά στη Λαμία). Στη νομή αυτών των εδαφών συμμετείχαν και οι Ναΐτες ιππότες, οι οποίοι έλαβαν υπό την κατοχή τους το Ζητούνιο, έπειτα από την παραχώρησή του σε αυτούς από τους Αμεδαίο de Pofoy και Γκυ Pellavicini (ο τελευταίος κατείχε την ορεινή περιοχή των Θερμοπυλών). Μάλιστα, ο Θ. Μαυρομάτης γράφει ότι στην δωρεά αυτή προς τους Ναΐτες συμμετείχε και ο Ρολανδίνο Κανόσσα. Στις 20 Αυγούστου του 1206 στην Αγία Σοφία στέφτηκε αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης ο αδερφός του Βαλδουίνου της Φλάνδρας -ο οποίος είχε φονευθεί από τον Ιωαννίτζη-, ο Ερρίκος. Το Φεβρουάριο του 1207 ο Ερρίκος παντρεύτηκε την Άγκνες, την κόρη του Βονιφάτιου Μομφερατικού. Στην συνέχεια, ο Βονιφάτιος σε συνέδριο που έγινε στις όχθες του ποταμού Μαρίτσα (Maritsa) δήλωσε τον σεβασμό του στον Ερρίκο, αλλά σύντομα σε κάποιες μικροσυμπλοκές με τους Βούλγαρους σκοτώθηκε. Έπειτα από τον θάνατο του Βονιφάτιου Μομφερατικού, ο οποίος, όπως είδαμε, ήταν σύμμαχος των Λομβαρδών Ιταλών, ο Ερρίκος, ως αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης, ξεκίνησε να ταξιδέψει στην Θεσσαλονίκη για να διασφαλίσει τις Ελλαδικές κτήσεις των Λατίνων. Ήταν ένα ταξίδι ιδιαίτερα δύσκολο, στα μέσα του χειμώνα, που γινόταν πιο επικίνδυνο από τις επιθέσεις των Βλάχων. Τότε οι Λομβαρδοί Ιταλοί σε συμμαχία με τον Ουμπέρτο ΙΙ ντε Μπιαντράτε (Umberto II de Biandrate), ο οποίος υποτίθεται ότι προστάτευε τον ανήλικο γιο του Βονιφάτιου τον Δημήτριο, ήρθαν σε αντιπαράθεση με τον Ερρίκο και την Μαργαρίτα (Μαρία) της Ουγγαρίας, την σύζυγο του Βονιφάτιου και μητέρα του Δημήτριου. Ο Βιαντράτε (Biandrate) και οι Λομβαρδοί έκλεισαν τις πύλες της Θεσσαλονίκης στον αυτοκράτορα και παρουσίασαν υπερβολικές απαιτήσεις και εδαφικές διεκδικήσεις. Σκοπός τους ήταν μάλλον να αρνηθεί την συμμαχία ο Ερρίκος εξαιτίας των εξωφρενικών τους αιτημάτων. Ωστόσο, ο Ερρίκος δέχτηκε, κυρίως έχοντας σκοπό να εισέλθει γρήγορα στην πόλη, διότι διαφορετικά ο ίδιος και οι στρατιώτες του θα πέθαιναν από το κρύο. Ο Μπιαντράτε (Biandrate) και οι Λομβαρδοί με αρχηγό τον Αλμπερτίνο Κανόσσα σκόπευαν να δώσουν την Θεσσαλονίκη στον Ουίλλιαμ IV Μομφερατικό, γιο του Βονιφάτιου από ένα προγενέστερο γάμο του. Οι Λομβαρδοί θεωρούσαν τον Ουίλλιαμ ως τον αληθινό ηγέτη τους και τον προτιμούσαν από την ξένη Μαργαρίτα που βασίλευε εν ονόματι ενός κατά το ήμισυ ξένου νήπιου. Τότε ο Ερρίκος πήρε με το μέρος του την Μαργαρίτα η οποία δεν συμπαθούσε τους Λομβαρδούς και κήρυξαν τον Δημήτριο βασιλιά, το 1209, και αντιβασιλιά τον κόμη του Βελεστίνου τον Μπέρτολντ φον Katzalenbogen. Ο Μπιαντράτε οπισθοχώρησε και πήρε νέο όρκο σεβασμού στον Ερρίκο. Τότε οι Κανόσσα με άλλους Λομβαρδούς επαναστάτησαν και έφτασαν στην Λάρισα. Εκεί συγκέντρωσαν το στρατό τους και στράφηκαν ενάντια στον Ερρίκο. Έγινε λοιπόν μία μάχη στην Θεσσαλική πεδιάδα κατά την οποία οι Ιταλοί νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να καταφύγουν νότια στις Βοιωτικές Θήβες. Αυτές τις τελευταίες ήταν υπό την κατοχή του Οθωνα de la Roche, ο οποίος είχε ανακηρυχτεί ηγέτης του Φραγκικού κρατιδίου των Αθηνών. Αφού οι αδελφοί Κανόσσα και οι άλλοι ιππότες κατέλαβαν τις Βοιωτικές Θήβες, οχυρώθηκαν πίσω από τα τείχη της πόλης. Ο Ερρίκος τότε πήγε στον Αλμυρό και συγκάλεσε συνέδριο στην Ραβενίκα. Σε αυτό το συνέδριο δεν παραβρέθηκαν οι Λομβαρδοί, οι οποίοι εξακολουθούσαν να κατέχουν τις Βοιωτικές Θήβες, έχοντας εκδιώξει τον Όθωνα de la Roche, ο οποίος ήταν φιλικά προσκείμενος στον αυτοκράτορα Ερρίκο. Όμως, τον επόμενο χρόνο ο Ερρίκος πολιόρκησε τις Θήβες και ανάγκασε τους Ιταλούς να παραδοθούν. Έπειτα, σε δεύτερο συνέδριο που συνεκλήθη τον ίδιο χρόνο στην Ραβενίκα και έλαβαν μέρος εκτός από τον Ερρίκο και τους αδελφούς Αλμπερτίνο και Ρολανδίνο Κανόσσα εκπρόσωποι του πάπα και των ελληνικών επισκοπών, διευθετήθηκαν τα ζητήματα που αφορούσαν τις Φραγκικές κτήσεις στον Ελλαδικό χώρο.
Το ότι η περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών συνέχισε τη ζωή της από το 1205 έως το 1211 υπό την κυριαρχία των Φράγκων, αυτό είναι βέβαιο, αλλά σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς οι Κανόσσα, το 1211, έφυγαν από την Ελλάδα. Όσον αφορά όμως το ερώτημα, εάν διατηρήθηκε αυτήν την εποχή η επισκοπή των Θηβών, δεν μπορούμε να το απαντήσουμε με βεβαιότητα. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι το 1210 οι Ιωαννίτες ιππότες είχαν εκδιώξει τον επίσκοπο Βαρθολομαίο του Γαρδικίου (περιοχή ανάμεσα στα Τρίκαλα και τη Λάρισα, όπου το σημερινό Παλαιογαρδίκιο) τον οποίο υποστήριζε ο πάπας και οι επίσκοποι Αθηνών, Θηβών (οι Βοιωτικές) και Θερμοπυλών. Τότε, μάλιστα, οι ιππότες ίδρυσαν ένα αβαείο στον Αλμυρό (ή στο Βελεστίνο), καθώς και ένα σπίτι. Τελικά, το 1213 συμφώνησαν με τον επίσκοπο του Γαρδικίου, έπειτα από πολλές διαμεσολαβήσεις, και του έδωσαν μέρος της δικαιοδοσίας του στην περιοχή της κεντρικής Ελλάδας. Άρα, το Ζητούνι ανήκε στους Ναΐτες, όπως είδαμε ανωτέρω, και για ένα διάστημα το Γαρδίκι ανήκε στους Ιωαννίτες ιππότες. Ήταν άλλωστε σύνηθες φαινόμενο η προσηλυτιστική δράση των Λατίνων κληρικών στα μέρη που κατακτήθηκαν από τις σταυροφορίες. Τούτο είχε σαν συνέπεια τον διωγμό των ορθόδοξων κληρικών. Εφόσον, μάλιστα, είχε ήδη επισυμβεί το σχίσμα των δύο εκκλησιών, ήδη από τον 11ον αι., οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι απέδιδαν οι μεν στους δε την κατηγορία της αιρέσεως. Πάντως, την εποχή αυτή, η Λατινική εκκλησία δεν φαίνεται να κατορθώνει να αποκτήσει εκτεταμένη και μόνιμη επιρροή στον ελλαδικό χώρο. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος αποδείχτηκε ένας πολύ ικανός βασιλιάς για τους Λατίνους, νικώντας όλους τους αντιπάλους του και διευθετώντας τις υποθέσεις του με σύνεση. Ακόμη και ο ελληνικός πληθυσμός τον δεχόταν με θερμό τρόπο όταν προήλαυνε. Ήταν πολύ καλύτερος από τον Βονιφάτιο, και προσπάθησε να απαλύνει την βαριά εκμετάλλευση που ασκούσαν οι Φράγκοι στους έλληνες. Την αποδοχή που είχε ο Ερρίκος όχι μόνο για τους Λατίνους, αλλά και τους Έλληνες τη μαρτυρούν οι Λατινικές και οι Βυζαντινές πηγές. Οι κυριότερες πηγές για το θέμα –ιδίως για τα πρώτα χρόνια της Λατινοκρατίας- είναι του Henry Valenciennes, Histoire de l’ empereur Henri, ο Νικήτας Χωνιάτης, ο οποίος όμως σταματά το 1206 την ιστορία του, και ο Γεώργιος Ακροπολίτης. Το 1214 ο Μιχαήλ της Ηπείρου δολοφονείται και την θέση του παίρνει ο αδελφός του Θεόδωρος Άγγελος (1214-1230). Ο νέος δεσπότης της Ηπείρου, χρησιμοποιώντας εκτός από τον βυζαντινό στρατό και Φράγκους μισθοφόρους, εκστρατεύει στην Θεσσαλία, διώχνοντας όσους Φράγκους υπήρχαν στην περιοχή και αποτρέποντάς τους από το να μονιμοποιήσουν τις φεουδαρχικές τους κτήσεις. Το 1216 πέθανε ο Ερρίκος και ήδη από το 1218 είχαν εκδιωχθεί όλοι οι Φράγκοι από τη Θεσσαλία. Οι αμέσως μετέπειτα διαμάχες στον ευρύτερο βυζαντινό χώρο θα λάβουν χώρα πρώτιστα ανάμεσα σε έλληνες, όπως λ.χ. ανάμεσα στον Θεόδωρο, δεσπότη της Ηπείρου και τον Ιωάννη Γ’ Βατάτζη, ηγεμόνα του Βασιλείου της Νίκαιας, κάτι που υποδηλώνει την σταδιακή επανακατάκτηση της εξουσίας από τους Έλληνες. Τέλος, την πιο μεταγενέστερη αναφορά, για τις Φθιώτιδες Θήβες Θεσσαλίας, έπειτα από την Φραγκοκρατία, έχουμε στο κείμενο το αποκαλούμενο Destan (=έπος) d’ Umur Pascha. Εκεί γίνεται λόγος για την χώρα Istefa (από το λατινικό Estives) δηλαδή τις παραλιακές Θήβες, όπου αποβιβάστηκαν οι Τούρκοι ανάμεσα στα έτη 1336 και 1341.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ:
Από την προϊστορική εποχή έως και τον ύστερο Μεσαίωνα η περιοχή της Αγχιάλου κατοικήθηκε συνεχώς. Έπειτα από μία μακριά περίοδο απουσίας, ήρθαν στα χώματα αυτά να κατοικήσουν το 1908 οι Έλληνες εκδιωχθέντες από την Ανατολική Ρωμυλία εξαιτίας της κατακτητικής δράσης των Βούλγαρων εθνικιστών. Η ιστορία των ανθρώπων αυτών ήταν έως τότε συνδεδεμένη με την Αγχίαλο της Μαύρης Θάλασσας, αποικίας της αρχαίας Μιλήτου του 6ου αι. π.Χ. Η τύχη το έφερε να έρθουν να χτίσουν τα σπίτια τους και να ζήσουν ακριβώς πάνω στην περιοχή όπου υπήρξαν στο παρελθόν αυτές οι τρεις πόλεις (η Πύρασος και οι δύο Φθιώτιδες Θήβες). Αναζητώντας τις ρίζες του ο σημερινός Αγχιαλίτης πού να ανατρέξει; Είχε μία πατρίδα που χάθηκε, στην Ανατολική Ρωμυλία. Βρήκε στις αρχές του 20ου αι. μία νέα πατρίδα. Είναι τότε που ξεθάφτηκαν αυτοί οι αρχαιολογικοί θησαυροί οι οποίοι βρίσκονται απλωμένοι και περίβλεπτοι στο εσωτερικό της σημερινής πόλης της Νέας Αγχιάλου. Πολύ λίγες πόλεις στην Ελλάδα έχουν την τύχη να παρουσιάσουν ακριβώς εμπρός τους τέτοια μνημειακά συγκροτήματα. Ωστόσο, ο Αγχιαλίτης διχάζεται ίσως ανάμεσα στο χθες της Παλαιάς Αγχιάλου στην Βόρειο Θράκη και στα απτά μνημεία της Πυράσου και των Φθιωτίδων Θηβών τα οποία αγναντεύει καθημερινά. Κάθε συνέχιση της ιστορίας προϋποθέτει και την κατανόησή της. Είναι εδώ που ο διπλός καθορισμός του Αγχιαλίτη (από την Παλαιά Αγχίαλο και την περιοχή της Πυράσου και των Φθιωτίδων Θηβών) πρέπει να τον εμπλουτίσει και να τον ανυψώσει. Εάν δεν είναι το Απόλυτο Πνεύμα ο σκοπός της Ιστορίας, όπως θα ήθελε ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel μέσα στην ιδεοκρατία του, εάν ίσως δεν υπάρχει σκοπός –όπως διαφάνηκε στον μεταμοντερνισμό– αντλούμε από το παρελθόν σκοποθετώντας και καθορίζοντας το μέλλον. Ωστόσο, η ιστορία ανατρέπει ορισμούς και κανόνες, όπως τους ανέτρεπε πάντοτε. Την ίδια στιγμή προτείνει ανοίγματα, επιδέχεται προβολές επαναδραστηριοποίησης του παρόντος, και ζώντας μέσα σε αυτή ο άνθρωπος σχεδιάζει, γνωρίζει και μαθαίνει.
Πηγές: