Μικρό Βιογραφικό:
Ο Φαίδρος Μπαρλάς, γιος του Τάκη Μπαρλά, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Στο χώρο της λογοτεχνίας, ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το δοκίμιο, την κριτική και το χρονογράφημα. Πέθανε στην Αθήνα το 1975, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Φαίδρου Μπαρλά βλ. Δ.Κ.Γ., «Φαίδρος Μπαρλάς», Νέα Εστία98, ετ.ΜΘ΄, 1η/7/1975, αρ.1152, σ.915 και χ.σ., «Μπαρλάς Φαίδρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Δ.Κ.Γ., «Φαίδρος Μπαρλάς», Νέα Εστία98, ετ.ΜΘ΄, 1η/7/1975, αρ.1152, σ.915.
• Λεμπέση Λίτσα, «Ιδιότυπο χιούμορ και ειρωνία», Διαβάζω43, 6/1981, σ.54-56.
• χ.σ., «Μπαρλάς Φαίδρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
Εργογραφία:
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
• Δώδεκα τραγούδια του Φαίδρου Μπαρλά. Αθήνα, Αετός, 1943.
• Πολύεδρον· Ποιήματα – Μελέτες – Πεζογραφήματα. Αθήνα, 1956.
• Ανθολογία συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως 1930-1960. Αθήνα, Φέξης, 1961 (σε συνεργασία με τον Άρη Δικταίο).
• Άπαντα· Εκδιδόμενα από την Ρόζα Μπαρλά με γενική επιμέλεια και εισαγωγή από τον Ρένο Ηρακλή Αποστολίδη. Τα Νέα Ελληνικά, 1980.
Παρακάτω, παρατείθεται το ποίημα του «Οἰ λεοπαρδάλεις», δείγμα του αιχμηρού και αναλυτικού τρόπου σκέψης και γραφής του. Ενός τρόπου σκέψης που χρειάζεται για να αντιμετωπίσουμε την ζωή και την αλήθεια. Να σκεφτούμε και να προβληματιστούμε για τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα απο την επίκαιρη ματιά του. Διαβάστε περισσότερα του Φαίδρου Μπαρλά εδώ.
Οἰ λεοπαρδάλεις
Τρυπώσαμε ὅλοι στὰ σπίτια μας ἔντρομοι
ὅταν φάνηκαν οἱ λεοπαρδάλεις στὴν πόλη.
Ἀγριεμμένες, διψασμένες γιὰ αἷμα, κοιτάζανε
μὲ μάτι θολὸ τὶς κατάκλειστες πόρτες -
μὴ ξεμυτίση κανένας, νὰ τὸν ξεσκίσουν.
Σιγὰ-σιγὰ ὅμως,
θέλεις τὸ κρέας –
πού κρεμότανε ἄφθονο στὰ τσιγκέλια
τῶν παρατημένων κρεοπωλείων
καὶ καταπράυνε τὴν ἀρχαία,
τὴν ἀχόρταγη πεῖνα τους –
θέλεις οἱ ὡραῖες λιακάδες τῆς πόλης μας –
πού τὶς χαιρόντουσαν, χουζουρεύοντας,
ξάπλα στὴ μέση τῶν ἔρημων δρόμων –,
οἱ λεοπαρδάλεις ἀρχίσανε,
ὅσο νάναι, νὰ ἡμερεύουν.
Ξεθαρρέψανε κάνας-δύο, τὶς πλησιάσανε,
τὶς ταΐσανε μὲ λιχουδιές, ποὺ φυλάγαν,
γιὰ τέτοιες ὧρες ἀνάγκης, στὸ σπίτι.
Οἱ λεοπαρδάλεις τὶς φάγανε -
γλείψαν καὶ τὸ μουσούδι τους,
τεντωθήκανε.
«Φανερό», εἶπε κάποιος,
«δὲν θὰ φᾶνε κ’ ἐμᾶς, ἅμα ξέρουν
πῶς θὰ τοὺς ρίχνουμε λιχουδιές.»
Ἔτσι, σὲ λίγο καιρό, ξεθαρρέψαμε ὅλοι•
ἀνοίξαμε πόρτες καὶ παράθυρα διάπλατα,
κυκλοφορούσαμε στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες,
ἄνθρωποι καὶ λεοπαρδάλεις ἀνάκατα.
Ἀπ’ τὸ τομάρι πιὰ μόνο μᾶς ξεχώριζες.
Βέβαια, παραμερίζαμε μὲ σέβας στὸ διάβα τους,
τοὺς προσφέραμε τὰ καλύτερα κρέατα,
τὶς ἐκλεκτότερες ποικιλίες ἀλλαντικῶν,
δηλώναμε, φωναχτά, ὁ ἕνας στὸν ἄλλο,
πῶς ὡραιότερα ζῶα ἀπὸ αὐτά,
ποῦ ἡ παρουσία τοὺς τιμοῦσε τὴν πόλη μας,
δὲν εἴχαμε ξαναδῆ στὴ ζωή μας!.
Μερικοί, μία φορά, παραπαίρνοντας θάρρος,
καθὼς βλέπανε τὶς λεοπαρδάλεις νὰ μπαταλεύουν –
ἀπ’ τὸ πολὺ φαΐ ποὺ τοὺς ρίχναμε,
τὴ λιακάδα, τὴν ξάπλα καὶ τὸ χουζούρι –
φαντάστηκαν πὼς θάταν βολετὸ νὰ τὶς διώξουν.
Μὰ οἱ λεοπαρδάλεις τοὺς κάνανε χίλια κομμάτια,
πρὶν προλάβουν ν’ ἁπλώσουν χέρι ἀπάνω τους.
Ἀπὸ τότε, τὸ βάλαμε καλὰ στὸ μυαλό μας,
τὸ τυπώσαμε σ’ ὅλα τὰ βιβλία ζωολογίας,
τὸ ἀποστηθίζουμε κάθε μέρα σὰν προσευχή:
«Δὲν πειράζουν οἱ λεοπαρδάλεις,
ἂν δὲν τίς πειράξης•
μὴν τὶς πειράζης,
γιὰ νὰ μὴ σέ πειράξουν.»
Ὅλοι πιά, πρόθυμα κ’ εὐσυνείδητα, τὶς ταΐζουμε,
πρόθυμα κ’ εὐσυνείδητά τους φέρνουμε λιχουδιὲς -
κι ὅσοι ἔχουνε χέρι ἁπαλὸ κι ἐπιδέξιο
τοὺς χαϊδεύουν τὴ ράχη ἢ τὸ μουσούδι.
Κ’ οἱ λεοπαρδάλεις – ποιὸς θὰ τὸ πίστευε; -
τρίβονται λιγωμένες ἀπάνω τους,
ἀφήνοντας μικρὰ μουγκρητὰ εὐχαρίστησης.
Αὐτὸς – καταλήξαμε- – εἶναι ὁ τρόπος
γιὰ ν’ ἀντιμετωπίζη κανεὶς τὶς λεοπαρδάλεις•
καὶ τὸν μαθαίνουμε τώρα καὶ στὰ παιδιά μας,
γιὰ νὰ τὸν μάθουν κι αὐτὰ
στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους:
νὰ τὰ μάθουν ν’ ἀγαποῦν τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ σέβωνται τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ ταΐζουνε τὶς λεοπαρδάλεις,
ἀφοῦ γιὰ πάντα, ὅπως ξέρουμε, θάναι –
ἔξω ἀπὸ κακὸ ἢ ἀρρώστεια! –
οἱ λεοπαρδάλεις ἀφέντες στὴν πόλη μας.
Πηγές:
Εξώφυλλο άρθρου: