Η Diane Arbus ήταν Αμερικανίδα φωτογράφος, γνωστή για τις τετράγωνες ασπρόμαυρες φωτογραφίες «περιθωριακών» ατόμων (νάνοι, γίγαντες, γυμνιστές, τρανσέξουαλ, άνθρωποι του τσίρκο) ή ατόμων των οποίων η φυσιολογικότητα φαινόταν άσχημη ή σουρρεαλιστική.
Η ίδια είχε πει: «Σε όλους μας συμβαίνει να θέλουμε να μοιάζουμε κάπως, μα τελικά εμφανιζόμαστε διαφορετικοί κι αυτό παρατηρούν οι άνθρωποι. Βλέπεις κάποιον στο δρόμο και ουσιαστικά αυτό που προσέχεις είναι το ελάττωμά του. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι έπρεπε να μας έχουν δοθεί αυτές οι ιδιομορφίες. Και χωρίς να είμαστε ευχαριστημένοι μ' αυτό που μας έχει δοθεί, δημιουργούμε ένα ολόκληρο άλλο σκηνικό. Όλη μας η αμφίεση είναι σαν να στέλνουμε σημάδια στον κόσμο να μας βλέπουν κατά έναν ορισμένο τρόπο, αλλά υπάρχει και η διάκριση ανάμεσα σ' αυτό που θέλεις οι άνθρωποι να ξέρουν για σένα και σ' αυτό που οι άνθρωποι ήδη ξέρουν και δεν μπορείς ν' αλλάξεις. Και αυτό έχει να κάνει με ό,τι ονόμαζα πάντοτε χάσμα ανάμεσα στην πρόθεση και το αποτέλεσμα. Θέλω να πω ότι αν ενδοσκοπήσεις στην πραγματικότητα και αν πράγματι φτάσεις στην ουσία της, τότε αυτή αποδεικνύεται φανταστική. Είναι πράγματι εντελώς φανταστικό ότι κοιτάζουμε τον κόσμο, όλοι μ' αυτό τον τρόπο και μερικές φορές το βλέπουμε καθαρά στις φωτογραφίες. Υπάρχει μια ειρωνική κατάσταση στον κόσμο, που έχει να κάνει με αυτά που προσπαθείς να φτιάξεις και ποτέ δεν προκύπτουν σύμφωνα με τις προθέσεις σου.»
Δεν προσπαθούσε να φωτογραφίσει την «παραδοσιακή ομορφιά»… Προτιμούσε να ψάχνει και να αιχμαλωτίζει την αυθεντικότητα. Η ίδια είχε πει ότι υπάρχουν πράγματα που κανένας δεν θα τα είχε παρατηρήσει, αν δεν τα είχε φωτογραφίσει η ίδια.
Η Diane Arbus γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1923 από Εβραίους γονείς. Το κανονικό της όνομα ήταν Diane Nemerov. Το Arbus είναι το επίθετο του άντρα της, ο οποίος ήταν ο παιδικός της έρωτας και παντρεύτηκε σε ηλικία 18 ετών.
Η πρώτη της επαφή με την φωτογραφία ήταν περίπου το 1940, όταν έβγαζε φωτογραφίες διαφημιστικού περιεχομένου για λογαριασμό της οικογενειακής επιχείρησης τους. Το 1941, ύστερα από μια έκθεση φωτογραφίας που επισκέφθηκε, αρχίζει να καλλιεργείται μέσα της το μικρόβιο, το οποίο όμως θα εκδηλώσει περίπου μια δεκαετία αργότερα.
Μετά το τέλος του πολέμου, το 1946, αυτή και ο σύζυγος της ανοίγουν ένα στούντιο όπου η ίδια αναλαμβάνει τη διεύθυνση και ο άντρας της την φωτογραφία. Συνεργάζονται με πολλά περιοδικά μόδας. Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ πως και οι δύο μισούσαν τον κόσμο της μόδας … και αντιστρόφως! Οι φωτογραφίες τους έχουν χαρακτηρισθεί από πολλούς ως μετρίου ποιότητας, παρά το γεγονός πως κοσμούσαν πολλά εξώφυλλα και σελίδες περιοδικών!
Η Arbus είχε μια ροπή προς το περίεργο και το σκοτεινό. Ζει μια απίστευτη διπλή καλλιτεχνική ζωή. Το πρωί, φωτογραφίζει υψηλή μόδα και τους πλούσιους της Νέας Υόρκης, το βράδυ γυρίζει στα τσίρκα, στα freak shows, στα στέκια των τραβεστί και των περιθωριακών. Πίστευε ότι είναι πολύ σημαντικό να πηγαίνει εκεί που ζούσαν οι ενδιαφέροντες άνθρωποι. Προτιμούσε να τους φωτογραφίζει στο δικό τους καθορισμένο κόσμο. Έκρυβε την προσωπική της δουλειά. Μόνο μετά το θάνατό της, παρουσιάστηκαν όλες οι φωτογραφίες της.
Μισούσε τις παραγγελίες των περιοδικών, τα πορτρέτα διασημοτήτων και την κάλυψη κοσμικών εκδηλώσεων. Αλλά τα έκανε. Τους έβγαζε όμως σαν τέρατα, από περίεργες γωνίες με περίεργους φωτισμούς - ακριβώς τη στιγμή που χαλάρωναν κι έδειχναν το πραγματικό τους πρόσωπο.
Τα επόμενα χρόνια της ζωής της, όσον αφορά την καριέρα της, είναι εξαιρετικά λαμπρά. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, διδάσκει φωτογραφία στο Parsons School Of Design καθώς επίσης και στο Cooper Union στη Νέα Υόρκη. Επιπλέον, το 1963, παίρνει μια υποτροφία Guggenheim για την δουλειά της. Το 1967, γίνεται η πρώτη της μεγάλη έκθεση, που την καταξιώνει σημαντικά ως καλλιτέχνη. Ένα ακόμα οξύμωρο στη ζωή της είναι πως, όσο ανεβαίνει καλλιτεχνικά, τόσο μειώνεται η ζήτηση που έχει ως φωτογράφος!
Ένας από τους φόβους της Arbus ήταν πως θα έμενε στην μνήμη των ανθρώπων ως η φωτογράφος των «φρικιών». Ε, λοιπόν μάλλον οι φόβοι της βγήκαν αληθινοί! Η δουλειά της δέχθηκε αρκετά έντονη κριτική και με βασική κατηγορία πως δεν υπήρχε ομορφιά στις φωτογραφίες της. Ωστόσο, κοιτάζοντας κανείς πιο προσεκτικά τις φωτογραφίες αυτές μπορεί να διακρίνει σίγουρα κάτι παραπάνω από ένα φρικιό… η ομορφιά δεν έχει να κάνει μόνο με την εξωτερική εικόνα που προβάλλεται και αλίμονο μας αν δεν είμαστε σε θέση να διαπεράσουμε την επιφάνεια και να κοιτάξουμε μέσα σε αυτή.
Σε μια κριτική, κάποτε, γράφτηκε ότι οι φωτογραφίες της Arbus πρόδωσαν τα άτομα που φωτογράφιζε καθώς τα πορτρέτα τους είναι γεμάτα απελπισία και απόγνωση… Αντιθέτως, όμως, οι φωτογραφίες της ήταν πολύ πιο ειλικρινείς και έντιμες από μια φωτογραφία διαφημιστικού περιεχομένου. Δεν ζητούσε από τα άτομα που φωτογράφιζε να χαμογελάσουν ή να αλλάξουν τις εκφράσεις του προσώπου τους... Δεν τους ζητούσε να παίξουν ένα ρόλο σε ένα έργο που έχει γράψει η ίδια... Αντίθετα, την ενδιέφερε η ειλικρινής και έντιμη προσωπογραφία. Τους άφηνε να γράψουν την δικιά τους προσωπική ιστορία…
«Φωτογράφισα πολύ τους freaks. Ήταν από τα πρώτα θέματά μου και μου προκαλούσαν μεγάλη έξαψη. Τα λάτρεψα αυτά τα άτομα. Λατρεύω και σήμερα μερικούς από αυτούς. Δεν θέλω να πω ότι είναι καλοί μου φίλοι, αλλά μου προκαλούν ένα μείγμα ντροπής και δέους. Υπάρχει κάτι το μυθικό στους freaks. Είναι σαν κάποιον σ' ένα παραμύθι, που σε σταματάει και απαιτεί να του πεις τη λύση ενός αινίγματος. Οι περισσότεροι άνθρωποι πορεύονται στη ζωή φοβούμενοι ότι θα έχουν κάποια στιγμή μια τραυματική εμπειρία. Τα άτομα αυτά γεννιούνται με το τραύμα τους. Έχουν ήδη στη ζωή τους περάσει το τεστ. Είναι αριστοκράτες.», είχε αναφέρει.
Η πρόθεση της Arbus ήταν να ξεπεράσει τους περιορισμούς. Ήθελε να δείξει την ομορφιά σε πολλές κατηγορίες ανθρώπων που χαρακτηρίζονταν λαθεμένα «άσχημοι», «καθυστερημένοι», «παράξενοι» ή « ανεπιθύμητοι». Ήθελε να δείξει την πραότητά τους, τη γαλήνη τους και την ανθρωπιά τους στις ήρεμες εκφράσεις του προσώπου τους.
Επίσης, επεδίωκε να μας δείξει αυτό που δεν είχαμε ήδη δει. Είχε δουλέψει στον τομέα της διαφημιστικής φωτογραφίας. Ήξερε τι υποτίθεται πως έπρεπε να φωτογραφίσει και να εκθέσει. Ήξερε ποιες φωτογραφίες ήταν «αποδεκτές» και «επιθυμητές» και ποιες φωτογραφίες θεωρούνταν «ανάρμοστες». Είχε δει αρκετά από αυτά στα οποία υποτίθεται ότι θα έπρεπε να επικεντρωθεί και αποφάσισε ότι δεν ήταν αυτή η κατεύθυνση που ήθελε να ακολουθήσει. Η δουλειά της, ο φακός και η εστίαση θα κατέγραφαν περισσότερη ανθρωπιά, δείχνοντας μας ότι τα «απροσάρμοστα» άτομα είναι το ίδιο άξια και αγαπητά όσο οι «όμορφοι άνθρωποι» στα εξώφυλλα των περιοδικών.
Το 1971, η Arbus αυτοκτονεί για ψυχολογικούς λόγους (όπως μαρτυρά η οικογένειά της). Η προσφορά της στην φωτογραφία ήταν αδιαμφισβήτητα μεγάλη και εκτιμήθηκε αναλόγως. Σημαντικό «παράσημο» στην σταδιοδρομία της αποτελεί ο «τίτλος» της πρώτης Αμερικανίδας φωτογράφου που παίρνει μέρος στη Biennale της Βενετίας, το 1972.
Πηγές: