Βιογραφικά στοιχεία
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς (Марина Абрамовић) είναι μία αντισυμβατική περσόνα σερβικής καταγωγής. Γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1946 στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας. Οι γονείς της ανήκαν στη γενιά της νέας, κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν παρτιζάνοι του Τίτο. Πολέμησαν το φασισμό κι έχτισαν τα θεμέλια μιας κοινωνίας που οι αρχές τις βασίστηκαν στο σύνθημα «Αδελφότητα και Ενότητα» με τον στρατιωτικό πατέρα της Βότζα (Воја Абрамовић) να ανακηρύσσεται Εθνικός Ήρωας μετά τον πόλεμο, ενώ η μητέρα της Ντάνιτσα, είχε σημαντική θέση στο στρατό, μετά τον Πόλεμο έγινε ταγματάρχης στο στρατό και τη δεκαετία του 1960 διατέλεσε διευθύντρια του Μουσείου Επανάστασης και Τεχνών στο Βελιγράδι. Ο πατέρας της Αμπράμοβιτς άφησε την οικογένεια του το 1964, η μητέρα της ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της ίδιας αλλα και του αδερφού της.
Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βελιγραδίου μεταξύ του 1965 και του 1970, ενώ ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ζάγκρεμπ (Κροατία) το 1972. Απο το 1973 εώς και το 1975, δίδασκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Νόβι Σαντ, όπου και έκανε τις πρώτες σόλο παραστάσεις της. Το 1971 παντρέυτηκε με τον Σέρβο καλλιτέχνη Νέσα Παριποβιτς (Nesa Paripovic), με τον οποίο και χώρισε το 1976, και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη Γιουγκοσλαβία και μετακόμισε στο Άμστερνταμ.
Ξεκίνησε την καριέρα της τη δεκαετία του ’70 στο Βελιγράδι και έγινε γνωστή στον κόσμο, χρησιμοποιώντας το σώμα της σαν εργαλείο για τη δημιουργία τέχνης. Οι παραστάσεις της ερευνούν τη σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, σε μια προσπάθεια να «ελευθερωθούν» και οι δύο. Έχοντας αναδείξει ως τέχνη την απελευθέρωση από τα όρια του σώματος και της ψυχής, μέσω της έκθεση της, χωρίς όρια σε κινδύνους χάριν της τέχνης που εκπροσωπεί, εκπαιδεύει σήμερα ομάδες που ίσως συνεχίσουν την τέχνη αυτή.
Έργα της...
Ρυθμός (Rhythm) 10, 1973
Στην πρώτη της παράσταση η Αμπράμοβιτς ερευνά τα στοιχεία της τελετουργίας και χειρονομίας. Κάνοντας λοιπόν χρήση 20 μαχαιριών και 2 μαγνητόφωνων, η Αμπράμοβιτς έπαιζε το Ρώσσικο παιχνίδι στο οποίο κτυπά το μαχαίρι με ρυθμικές κινήσεις ανάμεσα απο τα δάκτυλα του χεριού της. Κάθε φορά που η καλλιτέχνης έκοβε τον εαυτό της με το μαχαίρι, άλλαζε μαχαίρι, επιλέγωντας ένα καινούργιο απο τα 20 που ήδη είχε και έτσι επαναλάμβανε την διαδικασία καθώς κάμερες κατέγραφαν τα όσα συνέβαιναν. Μετά απο την εικοστή κοπή της, η Μαρίνα έβαζε την κασέτα που κατέγραφε να παίζει και την έβλεπε. Άκουγε τους ήχους και προσπαθούσε να επαναλάβει τις ίδιες κινήσεις ούτος ώστε να κάνει το ίδιο “λάθος”. Ο σκοπός της ηταν να ενώσει το παρελθόν με το παρόν. Ήθελε να ανακαλύψει τα φυσικά και ψυχικά όρια του σώματος. Ο πόνος και οι ήχοι από τα μαχαιρώματα, οι ήχοι απο την ιστορία και την αναπαραγωγή. Με αυτή την παράσταση η Αμπράμοβιτς άρχισε να εξετάζει την συνειδησιακή κατάσταση του καλλιτέχνη. “Όταν αρχίσεις να κάνεις αυτή την παράσταση, ωθείς το σώμα σου να κάνει πράγματα τα οποία δεν θα έκανε υπό κανονικές συνθήκες”.
Ρυθμός (Rhythm) 5, 1974
Η Αμπράμοβιτς αποφάσισε να προκαλέσει ξανά πόνο στο σώμα της, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας το μεγάλο πεντάγωνο (κομμουνιστικό) αστέρι το οποίο το μούσκεψε με βενζίνη στην αρχή της παράστασης. Καθούμενη έξω από το αστέρι η καλλιτέχνιδα πρώτα έκοψε τα νύχια της και τα μαλλιά της. Τη στιγμή που τέλειωνε με το καθένα από αυτά, μάζευε τα κομμένα απομεινάρια των νυχιών ή των μαλλιών και τα έριχνε μέσα στις φλόγες προκαλώντας κάθε φορά μία μικρή έκρηξη φωτός. Καίγοντας έτσι το κομμουνιστικό πεντάκτινο αστέρι που αντιπροσώπευε την σωματική και ψυχική κάθαρση, ενώ απευθυνόταν στις πολιτικές παραδόσεις του παρελθόντος.
Στο τέλος της πράξης, η Αμπράμοβιτς πήδηξε ανάμεσα στις φλόγες, ωθώντας τον εαυτό της στο κέντρο του μεγάλου αστεριού. Λόγω της φωτιάς και του πολύ καπνού, το ακροατήριο δεν παρατήρησε ότι η καλλιτέχνης έχασε τις αισθήσεις της από την έλλειψη οξυγόνου. Ορισμένα μέλη του κοινού αφού συνειδητοποίησαν τι έγινε, έσπευσαν να βοηθήσουν, καθώς και ένας γιατρός. Η Αμπράβοτιτς αργότερα δήλωσε για την εμπειρία της αυτή «Είμαι πολύ θυμωμένη γιατι κατάλαβα ότι υπάρχει φυσικό όριο. Όταν χάνεις τις αισθήσεις σου δεν μπορείς να είσαι παρόν, δεν μπορείς να εκτελέσεις». Έκανε μία μεγάλη εξερεύνηση σχετικά με τη φύση του νου και του σώματος και τη σχέση αυτών των δύο. Στα πλαίσια αυτής της εξερεύνησης έκανε αργότερα ταξίδι στο Θιβέτ και στην έρημο της Αυστραλίας. Μετά, ανέπτυξε ακόμη περισσότερο το εγχείρημα «Ρυθμός» συνεχίζοντας να πειραματίζεται με τον ίδιο το εαυτό της, πάντα στα όρια της αντοχής.
Η Αμπράμοβιτς είναι μυστικίστρια, έως σήμερα. Ασχολείται με την ενέργεια, την αύρα, τις ανατολικές θρησκείες, τον διαλογισμό.
Ρυθμός (Rhythm) 2, 1974
Ως ένα πείραμα για να διαπιστώσει αν μια κατάσταση απώλειας των αισθήσεων, θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε μια παράσταση, η Αμπράμοβιτς επινόησε μια παράσταση με δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, πήρε ένα χάπι που συνταγογραφείται για κατατονία, μια κατάσταση στην οποία οι μυς ενός ατόμου παραμένουν ακίνητοι σε μια ενιαία θέση για ώρες. Όντας εντελώς υγιής, το σώμα της Αμπράμοβιτς αντέδρασε βίαια στο φάρμακο, κάνοντας κρίσεις και ανεξέλεγκτες κινήσεις για το πρώτο μισό της παραστασης. Αν και δεν είχε τον έλεγχο του σωματός της, το μυαλό της ήταν διαυγές και καταλάβαινε τι γινόταν. Δέκα λεπτά μετά τις επιδράσεις του πρώτου φάρμακου, η καλλιτέχνης παίρνει άλλο χάπι. Αυτή τη φορά φάρμακο που δίνεται σε επιθετικά και καταθλιπτικά άτομα, κάτι που την οδήγησε σε πλήρη ακινησία. Σωματικά ήταν παρούσα, αλλα διανοητικά τα είχε εντελώς χαμένα (Δεν είχε αίσθηση του χρόνου). Το έργο αυτό ήταν μια πρώτη γεύση από τις εξερευνήσεις της για τις σύνδεσεις μεταξύ του σώματος με του μυαλού. Ακολουθώντας τον Ρυθμό (Rhythm) 2, ανέπτυξε το υπόλοιπο της σειράς των έργων ‘Ρυθμός’, συνεχίζοντας να δοκιμάζει της αντοχές της.
Ρυθμός (Rhythm)0, 1974
Για να δοκιμάσει τα όρια της σχέσης μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, η Μαρίνα δημιουργησε μια από τις πιο εντυπωσιακές και πιο γνωστές της παραστάσεις. Η ίδια είχε παθητικό ρόλο, ενώ το κοινό θα είχε τη δύναμη να ενεργεί πάνω της. Η Αμπράμοβιτς είχε τοποθετήσει σε ένα τραπέζι 72 αντικείμενα, υπήρχε αναρτημένη πινακίδα όπου αναγραφόταν πως οι επισκέπτες της έκθεσης μπορούσαν να της κάνουν οτιδήποτε με τα αντικείμενα αυτά, χωρίς να επωμισθούν καμία ευθύνη. Κάποια από τα αντικείμενα μπορούσαν να της προκαλέσουν ευχαρίστηση, ενώ κάποια άλλα πόνο ή και να την βλάψουν. Ανάμεσα σ’ αυτά ένα τριαντάφυλλο, ένα φτερό, μέλι, ένα μαστίγιο, ψαλίδι, ένα νυστέρι, ένα πιστόλι και μια μόνο σφαίρα. Για έξι ώρες η καλλιτέχνης επέτρεψε στο κοινό να χειρίζεται το σώμα της. Αρχικά τα μέλη του ακροατηρίου αντέδρασαν με επιφύλαξη και σεμνότητα, αλλά όσο περνούσε ο χρόνος (και η καλλιτέχνης παρέμενε απαθής), το κοινό άρχισε να δρά πιο επιθετικά. Όπως η Αμπράμοβιτς περιέγραψε αργότερα: «Αυτό που έμαθα από αυτό, είναι ότι αν αφήσεις το κοινό, μπορούν να σας σκοτώσουν. Ένιωσα πραγματικά ότι παραβιαζόμουν. Μου έκοψαν τα ρούχα, κόλλησαν αγκάθια τριανταφύλλου στο στομάχι μου, ένα άτομο είχε το όπλο στραμμένο στο κεφάλι μου και κάποιος άλλος του το πήρε. Δημιουργήθηκε μια επιθετική ατμόσφαιρα. Μετά από έξι ώρες ακριβώς, όπως είχε προγραμματιστεί, σηκώθηκα και αρχισα να περπατώ ανάμεσα στο κοινό. Όλοι έτρεχαν μακριά, για να ξεφύγουν απο μια πραγματική αντιμετώπιση.».
Balkan Baroque, 1997
Στην περίφημη Μπιενάλε της Βενετίας το 1997, έπρεπε να αντιπροσωπεύει την γενέθλια χώρα της, αλλά οι αρχές δεν τα βρήκανε μεταξύ τους σχετικά με την χρηματοδότηση και έτσι το σέρβικο περίπτερο δόθηκε σε κάποιον άλλον καλλιτέχνη. Όμως, οι Ιταλοί ήθελαν πάσει θυσία τη συμμετοχή της και της έδωσαν ξεχωριστό χώρο, εκτός διαγωνισμού, όπου παρουσίασε την περίφημη «Balkan Baroque». Η περφόρμανς αυτή είχε δύο επίπεδα: στο πρώτο καθόταν πάνω σ’ ένα λόφο από ματωμένα κόκαλα, ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα όπου τα καθάριζε και τα ξέπλενε από τα αίματα, όλη την ώρα κλαίγοντας και θρηνώντας για την κατάρα και τη μοίρα των Βαλκανίων, προσπαθώντας με ένα συμβολικό τρόπο, να ξεπλύνει και να καθαρίσει την αιματηρή ιστορία και τις αμαρτίες των προγόνων της. Το άλλο σκέλος, αποτελούνταν από βιντεοεικόνες που σκηνοθέτησε με κομπάρσους ντυμένους με σερβικές παραδοσιακές στολές, με τα εκτεθειμένα σεξουαλικά τους όργανα. Επί τέσσερα χρόνια περιόδευε με αυτή την περφόρμανς. «Μου πήρε άλλα τέσσερα χρόνια να απαλλαγώ από τη μυρωδιά», ομολογεί.
Η γνωριμία με τον Ουλάι (Ulay)... Ένας μεγάλος έρωτας
Το 1976 στο Άμστερνταμ, μετά τον χωρισμό με τον άντρα της, γνώρισε το Δυτικογερμανό καλλιτέχνη Uwe Laysiepen, γνωστότερο ως Ulay (Ουλάι), γεννηθέντα την ίδια μέρα με την Μαρίνα. Ξεκίνησαν να παρουσιάζουν από κοινού την τέχνη τους ταξιδεύοντας με ένα βαν στο οποίο και ζούσαν. Έγιναν γνωστοί για την προσπάθεια τους να χαρτογραφήσουν τα όρια της αγάπης και της συμβίωσης μέσω της ζωντανής αναπαράστασης, προσπαθώντας παράλληλα να τοποθετήσουν την περφόρμανς ως τέχνη ισάξια με τις υπόλοιπες. Στις παραστάσεις τους, μελετούσαν ακραίες καταστάσεις και τις σχέσεις των σωμάτων τους με το χώρο.
Έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα 12 ετών, αποφασίζουν το τέλος της σχέσης τους. Ο τερματισμός της δικής τους συνεργασίας και σχέσης είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός και συμβολικός χωρισμός που έχει σημειωθεί στην εποχή μας. «Το Μεγάλο Περπάτημα» ήταν μια από τις πιο γνωστές τους παραστάσεις, αλλά και ταυτόχρονα η τελευταία τους (1988), όταν οι δύο τους αποφάσισαν να διασχίσουν το Σινικό Τείχος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές άκρες μέχρι να συναντηθούν κάπου στη μέση. Το προετοίμαζαν οκτώ χρόνια, όσο χρειάστηκε να βγουν όλες οι απαραίτητες άδειες από τις κινεζικές αρχές. Το αρχικό πλάνο, ήταν να διασχίσουν από τις δύο άκρες το τείχος, να βρεθούνε στη μέση και να παντρευτούνε. Αλλά μετά τα οκτώ χρόνια που χρειάστηκαν, η σχέση τους είχε ατονήσει.
«Αυτό το περπάτημα μετατράπηκε σε ένα πλήρες προσωπικό δράμα. Ο Ουλάι ξεκίνησε από την έρημο Γκόμπι (άντρας – φωτιά) κι εγώ από την Κίτρινη Θάλασσα (γυναίκα, στοιχείο νερού). Αφού περπατήσαμε ο καθένας μας 2.500 χιλιόμετρα, συναντηθήκαμε στη μέση και είπαμε ένας στον άλλον το τελευταίο αντίο». Η Αμπράμοβιτς συνέλαβε την ιδέα για αυτή την περφόρμανς μέσα σε ένα όνειρό της και αυτό της φάνηκε ως το πιο ρομαντικό τέλος της δίδυμης τους σχέσης, που ήταν γεμάτη από ασταμάτητη δημιουργία, ενέργεια και έλξη. Η Μαρίνα περιέγραψε την διαδικασία αυτή: «Χρειαζόμασταν μια συγκεκριμένη μορφή του τέλους. Μετά από αυτή την τεράστια απόσταση που περπατήσαμε ο ένας προς τον άλλον, αυτό το τέλος ήταν πιο δραματικό, πιο πολύ έμοιαζε με φιλμ.. γιατί στο τέλος είσαι πραγματικά μόνος, ό,τι και να κάνεις».
OΤΑΝ Η ΜΑΡΙΝΑ ΑΜΠΡΑΜΟΒΙΤΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
Η βιογραφία της «Όταν η Μαρίνα Αμπράμοβιτς πεθαίνει» κυκλοφόρησε το 2010, λίγο πριν την έκθεση στη Νέα Υόρκη. Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε χάσει τη μητέρα της. «Ίσως τον πιο σκληρό άνθρωπο που γνώρισα ποτέ», όπως λέει. Ήταν εκείνη που την πήγε σε ηλικία 12 ετών πρώτη φορά στην Μπιενάλε της Βενετίας. Ποτέ φυσικά δεν αποδέχτηκε την τέχνη της κόρης της.
Στην αυτοβιογραφία της γράφει, για την αυστηρή, στρατιωτική ανατροφή από τη μητέρα της, πρώτη διευθύντρια του Κρατικού Νοσοκομείου του Βελιγραδίου στο νεοσύστατο σοσιαλιστικό μεταπολεμικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας. Για τον πατέρα, που εγκαταλείποντας την οικογένεια το 1964, άφησε στη μάνα όλη την ευθύνη. Για τη γιαγιά που τη φρόντιζε. Για τη συγγένειά της, με τον Πατριάρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας - ανάμεσα στα αντικείμενα που έχει χρησιμοποιήσει στις περφόρμανς είναι και βυζαντινές εικόνες.
Σε μια συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε το 1998, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς περιέγραψε πως η μητέρα της είχε τον απόλυτο, μιλιταριστικού τύπου έλεγχο, πάνω σ’ αυτήν και τον αδελφό της και ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. «Δεν μου επιτρεπόταν να βγω έξω απ’ το σπίτι μετά τις 10 η ώρα το βράδυ μέχρι και τα εικοσιεννιά μου. Όλες τις περφόρμανς μου, που έκανα στην Γιουγκοσλαβία, τις είχα κάνει πριν τις 10, γιατί τότε έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Είναι εντελώς τρελό και απίστευτο, αλλά όλα τα κοψίματα, καψίματα και μαστιγώματα που έκανα πάνω στο εαυτό μου, –παρά λίγο να χάσω τη ζωή μου σε μία παράσταση (πρόκειται για την περιβόητη «Firestar»)– όλα έγιναν πριν τις 10 το βράδυ!».
Η Καλλιτέχνης είναι εδώ (THE ARTIST IS PRESENT), 736 ώρες, 750.000 επισκέπτες
Από 14 Μαρτίου έως 31 Μαΐου 2010 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) φιλοξένησε την πρώτη αναδρομική έκθεση των προσωπικών της περφόρμανς με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαρίνα Αμπράμοβιτς: Η Καλλιτέχνης Είναι Εδώ», τη μεγαλύτερη που είχε μέχρι τότε διοργανώσει το μουσείο της Νέας Υόρκης πάνω στην performance art. Η Αμπράμοβιτς καθόταν για όσες ώρες ήταν ανοιχτό το μουσείο σιωπηλή και ακίνητη πίσω από ένα τραπέζι στο αίθριο του μουσείου. Το κοινό μπορούσε να καθίσει απέναντί της όσο επιθυμούσε. Άλλοι συγκινήθηκαν, άλλοι παρέμειναν απαθείς, οι περισσότεροι έβαλαν τα κλάματα αποκαλύπτοντας την ευαισθησία τους δημόσια και χωρίς ντροπή και χάθηκαν στο βλέμμα της, για να γίνει ο καθρέφτης των συναισθημάτων τους. «Είμαι πολύ δεκτική στην ενέργεια που εκπέμπουν οι άλλοι κι αυτό που με συγκλόνισε ήταν ο απέραντος πόνος που διάβασα στα μάτια των ανθρώπων». Ο Ουλάι ήρθε στο show της χωρίς να γνωρίζει η ίδια και ακολούθησε αυτό που θα δείτε στο βίντεο.
Το αυτοκίνητο στο οποίο ζούσε με τον τότε συντροφό της Ουλάι όταν ταξίδευαν τη δεκαετία του ’70 σε ολόκληρη την Ευρώπη για να παρουσιάσουν τα έργα τους, υποδεχόταν το κοινό στο ΜοΜΑ. Τις πρώτες εκείνες περφόρμανς τις έδειξαν σε βίντεο, καθώς το 2005 στο μουσείο Guggenheim τις είχε επαναλάβει για επτά νύχτες υπό τον τίτλο «Seven Easy Pieces».
Κάποιες περφόρμανς αποφάσισαν να τις αναπαραστήσουν στο MoMA με άτομα που επιλέχθηκαν ύστερα από οντισιόν. Τις τρεις τις είχε κάνει με τον Ουλάι: «Imponderabilia» (1977), ένα ζευγάρι στέκεται γυμνό αντικριστά σε μια πόρτα. Οι θεατές πρέπει να στριμωχτούν ανάμεσά τους για να περάσουν. «Relation in Time» (1977), ένα ζευγάρι κάθεται πλάτη με πλάτη με τα μαλλιά του δεμένα όλη την ημέρα, τα σώματα ντυμένα το ίδιο ακριβώς, όλα στην έννοια τού ανδρόγυνου, όπου το αρσενικό και το θηλυκό συνυπάρχουν. «Point of Contact” (1980), ένα ζευγάρι στέκεται αντικριστά, δείχνοντας ο ένας τον άλλον, χωρίς να αγγίζονται.
Στο «Luminosity» (1997), η Αμπράμοβιτς αιωρήθηκε γυμνή σε έναν τοίχο κουνώντας πολύ αργά τα χέρια της. Τελευταία περφόρμανς ήταν το «Nude with Skeleton» (2002), όπου ήταν ξαπλωμένη με ένα σκελετό πάνω της. Στην πρώτη της δημόσια ομιλία μετά τη μαραθώνια περφόρμανς στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης, η καλλιτέχνις ενέταξε το ακραίο της εγχείρημα ως το τελευταίο κεφάλαιο σε μια πορεία που διαπνέεται από συνέπεια και πείσμα.
«Γιατί το έργο της είναι τέχνη;»
Με αφορμή την αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, η Αμπράμοβιτς είχε την ευκαιρία να δώσει μία απάντηση στην ερώτηση που πλανάται: «Γιατί το έργο της είναι τέχνη;». Στο ντοκιμαντέρ αμερικάνικης παραγωγής «Μαρίνα Αμπράμοβιτς: Η Καλλιτέχνις Είναι Εδώ (Marina Abramovic: The Artist Is Present)», το οποίο φέρει την υπογραφή του Matthew Akers, εμφανίζονται η ίδια, ο Ulay, ο Klaus Biesenbach, ο Davide Balliano και ο James Franco, με υπόθεση την ίδια όπου εισάγει τον θεατή στον κόσμο της. Το ντοκιμαντέρ δημιουργήθηκε με σκοπό να εξάψει τη φαντασία του κοινού και να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον γύρω από το διάλογο για το τι τελικά συνιστά τέχνη.
H Αμπράμοβιτς, μια προσωπικότητα που είναι ένα κινούμενο έργο τέχνης σε συνεχή διαδραστικότητα με το κοινό της, αιτιολόγησε την αναπαράσταση μιας περφόρμανς μέσω διάφορων επιχειρημάτων με το κυριότερο, ότι ο θεατής βιώνει την έννοια αυτής της παραστατικής τέχνης, μόνο όταν την βλέπει να ξετυλίγεται μπροστά του. Χαρακτηριστικά η ίδια έχει πει, ότι η εμπειρία αυτή με το κοινό δεν συγκρίνεται με καμία άλλη απόλαυση της ζωής. Όπως δηλώνει: «Ολόκληρος ο κόσμος είναι ο χώρος μου. Λειτουργώ σαν ένα είδος γέφυρας ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες και παίρνω ιδέες από παντού».
Σήμερα...
Σήμερα εργάζεται κατά κύριο λόγο στη Νέα Υόρκη. Δραστηριοποιείται στην Performance Art, σε μια ακροβατική του σώματος και της ψυχής. Όπως την ορίζει η ίδια, η performance art είναι η μεταφορά της αλήθειας επί σκηνής και όχι μια παράσταση θεατρικού τύπου. Έχοντας αναδείξει ως τέχνη την απελευθέρωση από τα όρια του σώματος και της ψυχής είπε η ίδια: «η περφόρμανς δεν είναι αναπαράσταση, αλλά η ζωή η ίδια». Τα χρόνια των περφόρμανς, την έχουν εξασκήσει να εκφράζεται με το βλέμμα. Η ιστορία αυτής της γυναίκας, ξεκινά από τα πέντε της χρόνια όταν έπαιρνε την εντολή από τη γιαγιά της να μην κουνηθεί από την καρέκλα της και την εκτελούσε. Έμενε ακίνητη, επί δύο ώρες.
Όταν η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, μετά από πολλά χρόνια απουσίας ξαναπήγε στο Βελιγράδι, οι σέρβικες εφημερίδες έγραψαν ότι επισκέφτηκε το Μουσείο του Νικόλα Τέσλα, όπου κάθισε κάτω και για πολύ ώρα έκλαιγε δυνατά. Το μεγάλο της σχέδιο είναι το Ινστιτούτο Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Στο Χάντσον, σε απόσταση δύο ωρών από το Μανχάταν, το οποίο υπολογίζεται να είναι έτοιμο ως το 2014, έχει οργανώσει το ίδρυμά της, με ένα είδος θεάτρου με οπτικοακουστικά, σχολή περφόρμανς και χώρο φιλοξενίας καλλιτεχνών, με στόχο να γίνει το κέντρο μελέτης της τέχνης, με την οποία ταύτισε το όνομά της. Θα χρηματοδοτεί πολύωρες περφόρμανς (έργα από έξι ώρες και πάνω), θα επιτρέπει στο κοινό και τους καλλιτέχνες ακόμη και να κοιμούνται εκεί για να προλαβαίνουν να βλέπουν τα έργα. «Η ζωή μας γίνεται ολοένα και πιο γρήγορη. Οφείλουμε να κάνουμε την τέχνη μας ολοένα και πιο αργή».
Πηγές:
1.http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B1_%CE%91%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CF%84%CF%82
2. http://publishitmagazine.gr/2012/12/18/marina-abramovic-mia-asinithisti-kallitexnis