Τι είναι ο χρόνος;
Το αίνιγμα του χρόνου είναι, εν μέρει, το αίνιγμα της έναρξης, γιατί εκεί βρίσκεται η βάση του παρελθόντος. Η έναρξη είναι το παρελθόν. Ωστόσο, καθημερινά γίνεται μια νέα έναρξη μέσα στην περιοδική κίνηση της ημέρας. Βάσει τη σύλληψης του Γκίνγκελ, το σύνολο όλων αυτών των επαναλαμβανόμενων ενάρξεων το αποκαλούμε χρόνο. Ζούμε στο χρόνο και καθημερινά βιώνουμε τη νέα έναρξη σε κάθε έργο που αναλαμβάνουμε να εκπληρώσουμε.
"Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω. Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη." - Άγιος Αυγουστίνος
Γιατί αλλάζει η ώρα;
Η ώρα αλλάζει ταυτόχρονα σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες και αυτό συμβαίνει κάθε τελευταία Κυριακή του Μαρτίου και του Οκτωβρίου. Ο στόχος είναι η εξοικονόμηση της ενέργειας καθώς, με αυτό τον τρόπο, επωφελούμαστε περισσότερες ώρες από το φως της ημέρας.
Ο «υπεύθυνος» για την αλλαγή της ώρας είναι ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο οποίος φέρεται το 1784 να το προτείνει από τότε. Συγκεκριμένα, σε μία επιστολή του που δημοσιεύθηκε σε μία γαλλική εφημερίδα, έκανε την πρόταση οι άνθρωποι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες να ξυπνούν και να προσέρχονται στις εργασίες τους μία ώρα νωρίτερα, ώστε να υπάρχει διαθέσιμο περισσότερο φυσικό φως κατά τους θερινούς μήνες και να ανάβουν τα φώτα αργότερα. Στην πραγματικότητα, ο Φραγκλίνος πρότεινε, αντί να αλλάζουν οι δείχτες του ρολογιού, να αλλάζουν οι άνθρωποι τα ωράριά τους, με στόχο πάντα την εξοικονόμηση ενέργειας!
Πρώτη φορά, η ώρα αλλάζει για κακό σκοπό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να εξοικονομηθούν ενεργειακοί πόροι αλλά και για να συντονίζονται καλύτερα οι πολεμικές επιχειρήσεις στα διάφορα σημεία του πλανήτη. Η αλλαγή της ώρας δεν εφαρμόζεται ξανά μέχρι που ενεργοποιείται πάλι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αλλαγή της ώρας στην χώρα μας καθιερώθηκε το 1973. Ήταν η χρονιά που ο πλανήτης έζησε μια από τις χειρότερες ενεργειακές κρίσεις και οι Ευρωπαϊκές χώρες κλήθηκαν από κοινού να πάρουν μια απόφαση ώστε να εξοικονομηθεί ενέργεια. Από τότε και για 20 χρόνια ίσχυε η αλλαγή της ώρας αλλά σε διαφορετικούς μήνες για τα διάφορα σημεία της Ευρώπης.
Η ώρα Γκρίνουιτς δεν αλλάζει, γι' αυτό το καλοκαίρι η Ελλάδα είναι 3 ώρες και το χειμώνα 2 ώρες μπροστά από το Γκρίνουιτς. Κάποια πράγματα πρέπει να μένουν σταθερά σε αυτό τον κόσμο! Η κανονική ώρα θεωρείται η χειμερινή ενώ η τεχνητή είναι η θερινή (ανθρώπινη παρέμβαση).
Φυσικά, δεν προσαρμόζονται όλες οι χώρες στην αλλαγή ώρας. Το... παιχνίδι με τις ώρες δεν το παίζουν οι χώρες που βρίσκονται κοντά στον Ισημερινό, όπου η μέρα διαρκεί 12 ώρες και η νύχτα άλλες τόσες. Αντίθετα, όσο πιο κοντά κατευθύνεται κανείς προς τους Πόλους τόσο περισσότερο ηλιακό φως είναι διαθέσιμο κατά τις πρωινές και βραδινές ώρες. Επίσης, άλλο πρόγραμμα ακολουθούν οι Βορειοαμερικανοί, άλλο οι Ευρωπαίοι, άλλο οι Νοτιοαμερικανοί....
Γιατί αλλάξαμε ημερολόγιο;
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται σήμερα στον Δυτικό Κόσμο. Είναι μία παραλλαγή του Ιουλιανού ημερολογίου. Επινοήθηκε γιατί σύμφωνα με το Ιουλιανό, η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν κατά μία μέρα κάθε 128 χρόνια, γεγονός μη επιθυμητό. Έτσι, αντικαταστάθηκε από το Γρηγοριανό, σύμφωνα με το οποίο η εαρινή ισημερία μετατοπίζεται μόλις μία ημέρα κάθε 3.300 χρόνια.
Στο Ιουλιανό ημερολόγιο, υπήρχε βαθμιαία μετάθεση των ημερολογιακών χρονολογιών των εποχών. Έτσι λοιπόν, σε 11.000 χρόνια ο Ιανουάριος θα έπαυε να ήταν χειμωνιάτικος μήνας. Για το λόγο αυτό, το 1582, ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ δημοσίευσε διάταγμα για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου. Για να φέρει την εαρινή ισημερία στην παλιά της θέση στις 21 Μαρτίου, θέσπισε όπως η ημέρα μετά την 3 Οκτωβρίου να ονομαστεί 15η Οκτωβρίου. Επιπλέον, η μέρα που παρεμβαλλόταν κάθε 4 χρόνια έπρεπε να μην παρεμβάλλεται στις εκατονταετηρίδες των οποίων οι αριθμοί δε διαιρούνταν ακριβώς με το 400. Έτσι, τα χρόνια 1700, 1800 και 1900 δεν ήταν δίσεκτα. Μετά την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου το 1582, η διαφορά μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού αυξήθηκε σταδιακά κατά τρεις ημέρες στους τέσσερις αιώνες που έχουν περάσει.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο βελτιώνει την προσέγγιση του Ιουλιανού ημερολογίου για τη διάρκεια του έτους, παραλείποντας 3 επιπλέον ημέρες σε αντίστοιχα δίσεκτα έτη στη διάρκεια 400 ετών (αυτά που διαιρούνται με το 100 κι όχι με το 400). Έτσι, το μέσο έτος διαρκεί 365,2425 μέσες ηλιακές ημέρες, που προκαλεί σφάλμα περίπου μίας ημέρα κάθε 3.300 έτη, σε σχέση με το μέσο τροπικό έτος των 365,2422 ημερών, αλλά λιγότερο από το μισό σφάλμα σε σχέση με το έτος της εαρινής ισημερίας που είναι 365,2424 ημέρες. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ καλύτερο από το Ιουλιανό που έμενε πίσω μία ημέρα κάθε 128 έτη (μέσο έτος 365,25 ημέρες).
Γιατί αλλάζουν οι μέρες του χρόνου κάθε τέσσερα χρόνια;
Ένα μέσο έτος διαρκεί 365,2425 ημέρες = 52,1775 εβδομάδες = 8.765,82 ώρες = 525.949,2 λεπτά = 31.556.952 δευτερόλεπτα.
Ένα κανονικό έτος είναι 365 ημέρες = 8.760 ώρες = 525.600 λεπτά = 31.536.000 δευτερόλεπτα.
Ένα δίσεκτο έτος είναι 366 ημέρες = 8.784 ώρες = 527.040 λεπτά = 31.622.400 δευτερόλεπτα.
(Μερικά χρόνια ίσως περιέχουν ένα επιπλέον δευτερόλεπτο)
Γύρω στο 1900, έγινε φανερό ότι το γρηγοριανό ημερολόγιο, από έλλειψη ομοιομορφίας, δυσχεραίνει τις συναλλαγές, τις επικοινωνίες και γενικά τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Έτσι, έγινε φανερή η ανάγκη της καθιέρωσης ενός παγκόσμιου ημερολόγιου. Η ινδική αντιπροσωπεία υπέβαλε σχετικό σχέδιο ημερολογίου στον Ο.Η.Ε., το οποίο όμως δεν προχώρησε εξαιτίας της αντίδρασης του κλήρου των δυτικών χωρών στο θέμα αυτό.
Σύμφωνα με το σχέδιο, ο χρόνος χωρίζεται σε τέσσερα ίσα τρίμηνα. Καθένα απ' αυτά έχει 91 ημέρες, δηλαδή 13 εβδομάδες, που σχηματίζουν 3 μήνες, από τους οποίους ο πρώτος έχει 31 ημέρες και οι άλλοι δύο από 30. Η 365η ημέρα προστίθεται στο τέλος του χρόνου, ενώ η 366η ημέρα (στα δίσεκτα έτη) προστίθεται στο δεύτερο τρίμηνο. Οι δύο αυτές ημέρες δεν υπολογίζονται στην εβδομάδα και δεν έχουν ημερομηνία. Σύμφωνα με το ημερολόγιο αυτό, όλοι οι μήνες έχουν 26 εργάσιμες ημέρες και όλες οι ημέρες της εβδομάδας όλων των ετών έχουν την ίδια ημερομηνία.
Δίσεκτο έτος έχουμε κάθε 4 χρόνια. Το ημερολογιακό έτος, όμως, έχει μόνο 365 ημέρες. Έτσι, κάθε τέσσερα χρόνια το ημερολογιακό έτος είναι πίσω κατά ένα πλήρες σχεδόν 24ωρο. Το 24ωρο αυτό το προσθέτουμε στο δίσεκτο έτος, γιατί αν δεν το προσθέταμε, θα έφτανε κάποια εποχή που το Γενάρη θα είχαμε καλοκαίρι και τον Ιούνιο χειμώνα...
Η περίσσια, λοιπόν, μέρα προστίθεται στο τέλος του Φλεβάρη, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28. Παλιότερα, την πρόσθεταν μεταξύ της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου, δηλαδή λογάριαζαν την 24η Φεβρουαρίου δύο φορές. Κι επειδή η μέρα αυτή ήταν η έκτη μέρα πριν από την πρώτη Μαρτίου, η δεύτερη 24η Φεβρουαρίου που προστέθηκε ονομάστηκε δις έκτη μέρα, δηλαδή δεύτερη έκτη μέρα πριν από το Μάρτη. Και με τον καιρό, ο όρος δίσεκτο έμεινε για ολόκληρο το έτος που έχει μια μέρα περισσότερη από τα άλλα...
Πηγές: