Η τοξοπλάσμωση είναι μια ασθένεια, η οποία προκαλείται από το πρωτόζωο τοξόπλασμα και ιδιαίτερα το είδος Toxoplasma gondii, που μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα κατοικίδια. Το τοξόπλασμα είναι ένα ενδοκυττάριο παράσιτο που αποικίζει σχεδόν όλους τους ιστούς, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στο μυϊκό ιστό, στο εντερικό επιθήλιο και στο νευρικό ιστό. Το τοξόπλασμα είναι το μοναδικό πρωτόζωο στη φύση που μπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε εμπύρηνο κύτταρο. Μέσα στο κύτταρο, το πρωτόζωο συνήθως ζει στο κυτταρόπλασμα, ενώ σπάνια είναι δυνατόν να προσβάλλει και τον πυρήνα.
Το τοξόπλασμα εμφανίζει τρεις μολυσματικές μορφές και κύριος ξενιστής του είναι η γάτα! Μέσω της γάτας, μπορεί να προσβάλλει τον άνθρωπο αλλά και άλλα ζώα (πουλιά, τρωκτικά, χοίρους, πρόβατα (κ.ά.). Η γάτα μολύνεται με τη βρώση μολυσμένου κρέατος ή απορριμάτων. Ο άνθρωπος μολύνεται με κατάποση κύστεων του παρασίτου από κόπρανα γάτας που έχουν βρεθεί στα χέρια του (σύνηθες για παιδιά) ή με τη βρώση ατελώς ψημένου χοιρινού κρέατος που περιέχει μολυσματικές κύστες. Επομένως, κύρια πηγή μετάδοσης στον άνθρωπο στις αναπτυγμένες χώρες είναι τα κατοικίδια ζώα, κυρίως οι γάτες και τα οικιακά ποντίκια. Η γάτα πάντως και ορισμένα αιλουροειδή είναι τα μόνα ζώα στο εντερικό σύστημα των οποίων το παράσιτο ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του, με αποτέλεσμα την αποβολή των ωοκύστεών του με τα κόπρανα για διάστημα 10 - 20 ημερών.
Δεν υπάρχει απευθείας μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, εκτός από την ενδομήτρια μετάδοση. Η περίοδος επώασης του παρασίτου είναι 5 - 20 ημέρες μετά από επαφή με τα κόπρανα γάτας και 10 - 23 ημέρες μετά από κατανάλωση μιασμένου κρέατος. Οι κύστες στους ιστούς των σφαγίων παραμένουν μολυσματικές όσο χρονικό διάστημα το κρέας παραμένει άψητο.
Η τοξοπλάσμωση διακρίνεται σε οξεία, χρόνια και ασυμπτωματική. Η οξεία θυμίζει ιογενή λοίμωξη, εμφανίζοντας τα εξής συμπτώματα: διόγκωση λεμφαδένων, πυρετό, πόνο στις αρθρώσεις και τους μυς κ.ά. Συνήθως, τα συμπτώματα υποχωρούν κι έτσι η νόσος καθίσταται χρόνια. Σε αυτήν την περίπτωση, η νόσος μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα κυρίως στο νευρικό σύστημα και τους οφθαλμούς. Η ευαισθησία είναι γενική, αλλά ανοσία αναπτύσσεται γρήγορα και οι περισσότερες λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές.
Εάν μια γυναίκα μολυνθεί από το τοξόπλασμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, πολλές φορές οδηγείται σε μόλυνση και το έμβρυο. Προσβολή του εμβρύου, σε συνδυασμό με ελλιπή θεραπευτική αντιμετώπιση μπορεί να είναι μοιραία (αυτόματη αποβολή, ενδομήτριος θάνατος) ή να οδηγήσει στη γέννηση βρέφους με σοβαρές ανωμαλίες στο νευρικό σύστημα και τα σπλάγχνα του. Μια παλαιά μόλυνση της μητέρας είναι δυνατόν να οδηγήσει σε μόλυνση του εμβρύου μόνο σε περιπτώσεις αναζωπύρωσης της νόσου, όπως επί υποκείμενης αιτίας ανοσοκαταστολής.
Η συχνότητα προσβολής του εμβρύου σχετίζεται με το στάδιο της κύησης, κατά τη νόσηση της μητέρας. Ο κίνδυνος αυξάνεται με την πρόοδο της κύησης (15% για το πρώτο, 30% για το δεύτερο και 60% για το τρίτο τρίμηνο). Εντούτοις, η βαρύτητα της λοίμωξης του εμβρύου είναι αντιστρόφως ανάλογη με το χρόνο προσβολής. Επειδή η οξεία λοίμωξη από τοξόπλασμα είναι στο 90% των περιπτώσεων υποκλινική, πρέπει να γίνεται έλεγχος στην έγκυο.
Η συγγενής τοξοπλάσμωση εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό επακόλουθο μόλυνσης της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η οποία πρακτικά μπορεί σχεδόν πάντα να προληφθεί. Η ευαισθητοποίηση των ιατρών για τη σωστή εκπαίδευση της μητέρας, που δεν έχει έρθει σε επαφή με το τοξόπλασμα πριν μείνει έγκυος, ως προς τη συστηματική και αυστηρή τήρηση των μέτρων πρόληψης της επίκτητης λοίμωξης και η έγκαιρη και σωστή διάγνωση και θεραπεία της νόσου στην έγκυο, αποτελούν τα κύρια μέτρα πρόληψης της συγγενούς τοξοπλάσμωσης. Η γενική οδηγία είναι να γίνεται ορολογικός έλεγχος όλων των εγκύων κατά την πρώτη επίσκεψη στον μαιευτήρα.
Πρόσφατες μελέτες μαρτυρούν επίσης ότι το τοξόπλασμα μπορεί να «πυροδοτήσει» και ψυχικές νόσους στον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας, ωστόσο από τις μελέτες αυτές δεν έχει προκύψει αιτιώδης σχέση μεταξύ του παρασίτου και της εμφάνισης των ψυχικών νόσων.
Ο Αντόνιο Μπάραγκαν και οι συνεργάτες του από το Κέντρο Μεταδοτικών Νόσων της Σουηδίας ανακάλυψαν ότι, όταν μόλυναν ανθρώπινα κύτταρα, τα οποία δεν αποτελούν μέρος του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος – με τοξόπλασμα, τα κύτταρα αυτά άρχισαν να εκλύουν τον νευροδιαβιβαστή GABA, ο οποίος παράγεται φυσιολογικά από τα εγκεφαλικά κύτταρα.
Στο πλαίσιο της μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν ανθρώπινα δενδριτικά κύτταρα τα οποία καλλιεργήθηκαν σε δοκιμαστικό σωλήνα αλλά διεξήχθησαν και πειράματα σε ποντίκια. Σύμφωνα με τα πειράματα, μολυσμένα με τοξόπλασμα δενδριτικά κύτταρα περνούσαν πιο εύκολα σε σύγκριση με άλλα δενδριτικά κύτταρα που δεν είχαν μολυνθεί με το παράσιτο στον εγκέφαλο των πειραματόζωων. «Δείξαμε ότι το ίδιο συμβαίνει σε ανθρώπινα δενδριτικά κύτταρα που ελήφθησαν από υγιείς δότες αλλά και σε μοντέλα ποντικών. Τα αποτελέσματά μας μαρτυρούν ότι το παράσιτο χρησιμοποιεί τα δενδριτικά κύτταρα ως ‘Δούρειους Ιππους' ώστε να ‘εισβάλει’ μαζί τους από το ανθρώπινο γαστρεντερικό σύστημα στον εγκέφαλο.» τόνισε ο δρ. Μπάραγκαν.
Ο ερευνητής προσέθεσε ότι η ομάδα του δεν μελέτησε αλλαγές στη συμπεριφορά ατόμων μολυσμένων με τοξόπλασμα, καθώς τέτοιου είδους μελέτες έχουν διεξαχθεί στο παρελθόν. «Αντί για αυτό, δείξαμε για πρώτη φορά πώς το παράσιτο συμπεριφέρεται εντός του οργανισμού του ξενιστή του – πώς δηλαδή εισέρχεται στον εγκέφαλο και λαμβάνει τον έλεγχο νευροδιαβιβαστών».
Σημειώνεται ότι ο νευροδιαβιβαστής GABA (γ-αμινοβουτυρικό οξύ) εμπλέκεται, μεταξύ άλλων, στην αναστολή του αισθήματος φόβου και άγχους. Αρουραίοι και ποντίκια που έχουν μολυνθεί με τοξόπλασμα δεν δείχνουν φόβο απέναντι στις γάτες. Ο δρ. Μπάραγκαν υποστηρίζει μάλιστα ότι τα μολυσμένα με τοξόπλασμα δενδριτικά κύτταρα μπορούν να συνεχίσουν να οδηγούν σε παραγωγή GABA, ακόμη και όταν έχουν πια εισέλθει στον εγκέφαλο.
Άλλοι επιστήμονες έχουν δείξει ότι το τοξόπλασμα μπορεί να παράγει μια άλλη νευρική ουσία που ονομάζεται L-dopa – πρόκειται για έναν χημικό προάγγελο του νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη. Είναι πιθανό και η L-dopa να επιδρά στη συμπεριφορά των θηλαστικών, αλλάζοντάς την. «Πολλές νευροψυχιατρικές διαταραχές αφορούν απορύθμιση διαφορετικών νευροδιαβιβαστών. Εάν επηρεαστεί ο ένας, τότε μπορεί να επηρεαστούν και άλλοι ή η ισορροπία μεταξύ τους. Το ποιον ακριβώς ρόλο έχει ο GABA σε αυτήν την εξίσωση αποτελεί ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στο μέλλον», είπε ο δρ. Μπάραγκαν.
Προσέθεσε ότι δεν έχει ακόμη αποδειχθεί εάν το τοξόπλασμα μπορεί να επιδράσει στη συμπεριφορά ή στην ψυχική κατάσταση των ατόμων που μολύνονται με αυτό καθώς τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των σχετικών μελετών είναι πρώιμα. Σε κάθε περίπτωση, όπως υπογράμμισε «πιστεύουμε ότι η νέα γνώση είναι σημαντική για την περαιτέρω κατανόηση των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων που αφορούν ορισμένα μείζονα ζητήματα δημόσιας υγείας στα οποία η σύγχρονη επιστήμη δεν έχει δώσει ακόμη ολοκληρωμένη εξήγηση». Ο ερευνητής κατέληξε τονίζοντας ότι «είναι κρίσιμο το να υπογραμμίσουμε πως ο άνθρωπος ζει ‘συντροφιά’ με αυτό το παράσιτο επί πολλές χιλιετίες. Έτσι, οι σημερινοί φορείς του τοξοπλάσματος δεν πρέπει να ανησυχούν ιδιαιτέρως».
Mέτρα πρόληψης: Γενικά, στα μέτρα πρόληψης, περιλαμβάνονται, η αποφυγή κατανάλωσης ατελώς μαγειρεμένων κρεάτων, η σωστή διατροφή για τις οικόσιτες γάτες και προσεκτική απομάκρυνση των κοπράνων τους, το επιμελές πλύσιμο των χεριών μετά από χειρισμούς ωμού κρέατος ή επαφή με χώμα πιθανώς μιασμένου με κόπρανα γάτας, η προφύλαξη των μικρών παιδιών από επαφή με άμμο πιθανώς μιασμένης με κύστες τοξοπλάσματος.
Θεραπεία χορηγείται εφόσον εμφανιστούν τα συμπτώματα ή υπάρξει προσβολή των σπλάγχνων. Φάρμακα εκλογής είναι η σουλφαδιαζίνη ή οι τρισουλφαπυριμιδίνες. Η θεραπεία της οξείας πρωτοπαθούς τοξοπλάσμωσης της εγκυμοσύνης ελαττώνει σημαντικά τον κίνδυνο προσβολής του νεογνού. Η σπιραμυκίνη, όταν χορηγηθεί έγκαιρα στην έγκυο μητέρα, φαίνεται ότι προλαμβάνει τη μετάδοση της νόσου στο έμβρυο στο 60% των περιπτώσεων, δεν τροποποιεί όμως τη λοίμωξη στο έμβρυο, όταν αυτό έχει ήδη μολυνθεί.
Πηγές:
http://www.science/medicine-biology
http://www.lifemag.gr/Default.aspx?lang=1