Η σφοδρή κρίση που μαστίζει την χώρα από το 2010 - κρίση θεσμών και αξιών και πολύ λιγότερο οικονομική – αποκάλυψε ξεκάθαρα τις αντιφάσεις και τις αντινομίες ενός συστήματος που χρόνια ολόκληρα καταπίεζε βάναυσα τις ανάγκες των εργατών. Τοξικές εργασιακές σχέσεις, στηριζόμενες σε συμβάσεις – σκουπίδια, συμβάσεις για εργασία προσωρινή, μερική, δανεισμένη, ανασφάλιστη και κακοπληρωμένη, αναδείχτηκαν και εξελίχθηκαν πλήρως, επαναφέροντας εν μία νυκτί το γνωστό και μη εξαιρετέο «αποπαίδι» του σκληρού καπιταλισμού. Τον εργασιακό μεσαίωνα.
Δύο αιώνες πριν, όταν η έννοια «εργατικό δίκαιο» ήταν στα σπάργανα, βασίλευε η ατομική διαπραγμάτευση. Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν της χώρας, χρειάστηκε περίπου μία 20ετία προκειμένου να χτιστεί με αιματηρούς αγώνες ένα ολόκληρο οικοδόμημα ιδεών και αξιών το οποίο έβαζε στο επίκεντρο τον εργάτη και μέσα από ένα νομοθετικό πλέγμα κατάφερε να εξασφαλίσει την υποτυπώδη ισότητα των μερών (εργάτης – εργοδότης), ισότητα η οποία ωστόσο ακόμη και τα χρόνια που υπήρχε η «ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας» χαρακτηριζόταν από μία εκτεταμένη γκρίζα ζώνη στις εργασιακές σχέσεις, αυτό που μάθαμε να ονομάζουμε μαύρη αγορά εργασίας. Εκεί το εργατικό δίκαιο δεν εφαρμοζόταν, είτε γιατί πράγματι ήταν αδύνατον αντικειμενικά, είτε γιατί η οικονομική και πολιτική εξουσία θέλησε εσκεμμένα να αφήσει ένα τέτοιο χώρο, που να δρα διαλυτικά για το πεδίο των νόμιμων εργασιακών σχέσεων.
Το επισφαλές αυτό τοπίο έμελλε στις αρχές της τρέχουσας 10ετίας να δείξει το χειρότερό του πρόσωπο. Οι στυγνά φιλελεύθερες πολιτικές έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Ο δούρειος ίππος μίας οικονομικής κρίσης ήταν το τέλειο όχημα για τον καπιταλισμό - που έπνεε τα λοίσθια - να σώσει το σύστημα που τόσο δουλοπρεπώς εξυπηρετούσε τόσα χρόνια, δίνοντας την σκυτάλη στον ωμό φασισμό. Τα «πολιτικά προϊόντα» της κρίσης επιστρατεύτηκαν άμεσα και η ακροδεξιά εφεδρεία του συστήματος, πιο αποφασισμένη και συστημική από ποτέ, ανασυρόμενη από το χρονοντούλαπο της ανυποληψίας 15 και πλέον χρόνων, κλήθηκε εν ονόματι μιας έκτακτης ανάγκης να εφαρμόσει ανθεργατικά μέτρα, που μόνο πρωτόγνωρα δεν είναι για όποιον δεν κλείνει τα μάτια στην παγκόσμια ιστορία.
Άμεση προτεραιότητα τους «στο όνομα τα κρίσης» βεβαίως δε θα μπορούσε να είναι ο ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΜΙΣΘΟΣ. Τα εκάστοτε αρμόδια προς τούτο μέλη των κυβερνήσεων, με συντονισμένες «θεατρικές παραστάσεις» και αγαστή συνεργασία με τα ΜΜΕ, συμπιέζουν αφόρητα τον κατώτατο μισθό με κύριο (και μοναδικά αστείο) επιχείρημα αυτό της «αύξησης της ανταγωνιστικότητας και μείωση της ανεργίας». Προφανώς οι οικονομικοί φωστήρες του τόπου μας, με απώτατο σκοπό την προαγωγή τους σε αυλικούς της οικονομικής ελίτ παραβλέπουν επί παραδείγματι τους νομπελίστες οικονομολόγους Πωλ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτς οι οποίοι έχουν επιχειρηματολογήσει απανωτά υπέρ (της αύξησης!!) του κατώτατου μισθού. Το 2006 περισσότεροι από 650 οικονομολόγοι των ΗΠΑ, μεταξύ τους και 5 νομπελίστες (Kenneth Arrow, Lawrence Klein, Robert Solow, Clive Granger, Joseph Stiglitz) υπέγραψαν κείμενο που υποστηρίζει ότι μέτριες αυξήσεις στους ομοσπονδιακούς ή πολιτειακούς κατώτατους μισθούς μπορεί να «βελτιώσουν σημαντικά τις ζωές των χαμηλόμισθων εργαζομένων και των οικογενειών τους, δίχως τις αρνητικές επιπτώσεις που ισχυρίζονται οι επικριτές τους». Εξαιρετικό δε ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα συμπεράσματα του Σταύρου Π. Γαβρόγλου (Διευθυντής ΕΙΕΑΔ, PhD) ο οποίος σε έρευνά του πάνω στον «κατώτατο μισθό στην Ελλάδα και διεθνώς» καταλήγει στα εξής ενδιαφέροντα: «....Ο κατώτατος μισθός δεν φαίνεται να επηρεάζει την απασχόληση/ανεργία, παρά τις θεωρητικές αιτιάσεις περί του αντιθέτου. Ή, τουλάχιστον, ο κατώτατος μισθός δεν επηρεάζει την ανεργία όσο άλλες οικονομικές δυνάμεις και άλλες πολιτικές απασχόλησης. Το ύψος του κατώτατου μισθού ως αναλογίας του μέσου μισθού μιας χώρας και το επίπεδο ανεργίας της χώρας δεν φαίνεται, εκ του αποτελέσματος να συνδέονται μεταξύ τους. Ο κατώτατος μισθός δεν επηρεάζει (τουλάχιστον αποφασιστικά ή άμεσα) την ανταγωνιστικότητα. Ή, τουλάχιστον, ο κατώτατος μισθός δεν επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα κόστους όσο άλλες δυνάμεις και άλλες πολιτικές. Το ύψος του κατώτατου μισθού ως αναλογίας του μέσου μισθού μιας χώρας και το επίπεδο του μοναδιαίου κόστους εργασίας της χώρας δεν συνδέονται μεταξύ τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2000-2011 κυμαινόταν από το 31,5% έως το 36,6% του μέσου μισθού – σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τους κατώτατους μισθούς άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά τη μείωσή του κατά 22% το 2012, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 29,4% του μέσου μισθού – στο χαμηλότερο επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μαζί με την Τσεχία).Η ενδεχόμενη περαιτέρω μείωση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, δεν αναμένεται να επηρεάσει την ανεργία ή την ανταγωνιστικότητα. Αναμένεται να ευνοήσει τα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, να περιορίσει την προστασία των κοινωνικά ευάλωτων ομάδων από διακρίσεις στην αγορά εργασίας, και να επιβραδύνει τον τεχνολογικό και οργανωσιακό εκσυγχρονισμό του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας..»
Για ποιον λόγο καταδεικνύονται όλα αυτά; Μα βεβαίως για να διαπιστωθεί αφ’ ενός ότι ξεκάθαρος στόχος της κυβερνητικής βούλησης μέσω της μείωσης του κατώτατου μισθού είναι η αποσύνθεση της εργασίας και η δημιουργία ενός «εφεδρικού στρατού εργασίας», απαρτιζόμενου από εκατομμύρια μη συνδικαλισμένους, φοβισμένους, φτηνούς εργάτες. Η έκρηξη της ανεργίας βεβαίως ως απότοκο των πολιτικών αυτών αυξάνει τον ανταγωνισμό ΜΟΝΟΝ μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων, υποτιμώντας την εργασιακή τους δύναμη, εξαθλιώνοντάς τους και ευνοώντας έτι περισσότερο την άνθηση της μαύρης εργασίας. Κάτι ανάλογο βεβαίως έλαβε χώρα πριν από περίπου 40 χρόνια, όταν βαπτίστηκε «οικονομικό θαύμα» η αλματώδης κερδοφορία επιχειρηματικών ομίλων όπως η ThyssenKrupp, BASF, Siemens, Volkswagen, ήτοι οι εταιρείες που κεφαλαιοποίησαν (και χρηματοδότησαν..) την επεκτατική ναζιστική πολιτική εξαιτίας της πολιτικής και ψυχολογικής συντριβής της γερμανικής εργατικής τάξης μέσω της αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας και φτώχειας, την στιγμή που οι πραγματικές απολαβές των εργαζομένων δηλαδή είχαν επανέλθει στα –ήδη χαμηλά- επίπεδα του 1929 μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ενώ το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ συνέχισε να μειώνεται ως το 1960. Κοινώς, ο πλούτος αναδιανεμήθηκε μέσω της «εργατικής κρίσης» σε 3-4 μεγαλοεπιχειρηματικούς ομίλους – κολοσσούς.
Όλα αυτά μάλιστα, την στιγμή που τα μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης «χλευάζουν ειρωνικά» τις ολοένα και αυξανόμενες φωνές ότι η έξοδος από την κρίση και η είσοδος στην ανάπτυξη μπορεί τεκμηριωμένα να επιτευχθεί με καθολική αύξηση του κατώτατου μισθού (ακόμα και στα 900 ευρώ) και μείωση του χρόνου εργασίας (ακόμα και στις 30 ώρες). Εγείρονται βεβαίως εδώ ερωτήματα όπως “Μα εν μέσω κρίσης αύξηση μισθού δεν είναι ουτοπικό”; Η χρυσή περίοδος της ευδαιμονίας και της κατανάλωσης έκανε μεγάλη ζημιά στα μυαλά και τις συνειδήσεις μας. Εκτός από τον ατομισμό δημιούργησε τον κανόνα ότι ρεαλιστικό είναι μόνο ότι μπορεί να γίνει αύριο μεθαύριο. Το just in time του καταναλωτικού ονείρου εκπαίδευσε μία, μιάμιση γενιά στην μανιοκατάθλιψη του «τώρα ή ποτέ». Και μαζί στην ανοησία μίας αντίληψης για τον κόσμο ουσιαστικά ξεκομμένης από την λογική και την εμπειρία, επαναπροσδιορισμένης με βάση τα γυαλιστερά υλικά του θεάματος, χωρίς καθόλου χώρο για κοινωνικές σχέσεις που θέλουν κόπο, αφοσίωση και αντοχή στον χρόνο και τα ζόρια, καθόλου χώρο για συλλογικά μαχητικά στοιχήματα. Με αποτέλεσμα αυτονόητα παραδείγματα επιβίωσης και επιτυχίας στην κρίση όπως αυτό του Καρέλια (αύξηση μισθολογικών παροχών → αύξηση προσωπικού → αύξηση κερδοφορίας το 2013) να γίνονται πρώτο θέμα στα ΜΜΕ, μάλλον όμως για παράδειγμα προς αποφυγή για το σύστημα που εθελόδουλα εξυπηρετούν.
Το παράδειγμα των εργασιακών σχέσεων που επικρατούν στο υπουργείο εργασίας περιγράφει το μοντέλο εφαρμογής των νέων (μεσαιωνικών) εργασιακών σχέσεων που έφερε η ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να «εκσυγχρονίσει» την ελληνική οικονομία. Ας ρίξουμε μια ματιά σ αυτόν τον “εφαρμοσμένο εκσυγχρονισμό”. Στις 19 Δεκεμβρίου τραγικό θάνατο (πτώση από τον τρίτο όροφο) βρήκε αλλοδαπός εργαζόμενος εταιρείας καθαρισμού, πατέρας τεσσάρων παιδιών, ενώ καθάριζε τζάμια στο κτίριο του υπουργείου Εργασίας της οδού Κοραή. Ο “άτυχος” εργαζόμενος, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, έχασε τη ζωή του δουλεύοντας εκτός των επιτρεπόμενων από την σύμβαση ωρών και χωρίς να υπάρχουν μέτρα προστασίας! Από τη στιγμή που εργαζόμενος στο υπουργείο εργασίας, χάνει τη ζωή του, δουλεύοντας παράνομα, εκτός ωραρίου, υποαμειβόμενος (δηλαδή «με τη ψυχή στο στόμα») εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τί επικρατεί στην πιάτσα, αλλά και τί έχουν να περιμένουν οι εργαζόμενοι στο κοντινό μέλλον.
Σε συνάρτηση βέβαια με τα ανωτέρω, δε θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στον ρόλο που διαδραματίζει η Δικαστική Εξουσία απέναντι στις πολυάριθμες εργατικές διαφορές. Δεν πρέπει κατ’ αρχήν να προξενεί εντύπωση ότι σε ένα ολοκληρωτικό φασιστικό καθεστώς, δεν υφίσταται διάκριση των εξουσιών. Ήτοι μία «ανεξάρτητη και αμερόληπτη Δικαιοσύνη» καθίσταται αυτομάτως έννοια που φυτοζωεί. Ελάχιστες επαγγελματικές ομάδες στην Ελλάδα (όπως αυτή των Δικαστών) έχουν επιδείξει τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερη αναλγησία στον ανθρώπινο πόνο, τόση αδιαφορία για το πνεύμα (αν όχι και για το γράμμα) των νόμων και λιγότερο σεβασμό σε έννοιες όπως ελευθερία και δημοκρατία. Η ελληνική δικαιοσύνη καταστρατηγεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της απεργίας καθώς το 95% των δικαστικών αποφάσεων κρίνει τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές (ημερίδα του ΔΣΑ 4.12.2003).Όπως εξηγούσε και ο Δημήτρης Α. Τραυλός-Τζανετάτος, ομότιμος καθηγητής εργατικού δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι δικαστές είχαν πάρει τόση φόρα ώστε «υπήρξε δικαστική απόφαση που χαρακτήριζε την πρωτομαγιάτικη απεργία ως «παράνομη και καταχρηστική»(!). Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο αρεοπαγίτης Γ. Ρήγος έκανε λόγο για «φαρσοκωμωδία που εκθέτει ανεπανόρθωτα τη δικαιοσύνη» (Δίκη 2006, σ. 169) ο δε πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Λινός χαρακτήρισε την απεργία ως το «πιο κακοποιημένο (προφανώς από τα δικαστήρια) δικαίωμα».
Η απόφαση για παράδειγμα εναντίον των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, που λήφθηκε (με τα τότε κυβερνητικά δεδομένα, καλύτερα να μην σχολιάσουμε καν τα σημερινά..) με μόνο γνώμονα το συμφέρον υπεργολαβικών εταιρειών που θα ζημιώσουν το ελληνικό δημόσιο χρησιμοποιώντας εργαζόμενους-σκλάβους, είναι μόνο η κορυφή στο παγόβουνο, ενέχοντας βέβαια και μία ξεκάθαρη υπόδειξη: «Είδατε τι απόφαση τόλμησε κάποιος Δικαστής να εκδώσει». Η υπόθεση δημοσιεύεται, παίρνει ντόρο που αρχικά «ηρωοποιεί» το παράδειγμα των καθαριστριών (γεμίζοντας βεβαίως με άγχος τους όποιους «τολμηρούς» δικαστές), αλλά κατ’ ουσία τις ετεροπροσδιορίζει σε σχέση με άλλες ομάδες εργαζομένων (που βράζουν στο ίδιο καζάνι) προβάλλοντας τες ως μεμονωμένη συλλογική ομάδα, εν συνεχεία το κράτος τις περιβάλλει με ομάδες περιφρούρησης χρυσαυγιτών, τις αποκρούει με τα ΜΑΤ και τέλος καταδεικνύει πρόδηλα την βούλησή του ρίχνοντας τες στα Τάρταρα μέσω του Αρείου Πάγου. Πέραν όμως των (ατελείωτων) περιπτώσεων αστείων αποφάσεων που θα μπορούσε κάλλιστα να απαριθμήσει κανείς, η καθημερινή πρακτική από τα Δικαστήρια εργατικών υποθέσεων μεμονωμένων εργατών που προσφεύγουν σε αυτά, είναι επαναλαμβανόμενη και ξεκάθαρη. Οι δικαστές ψάχνουν εναγωνίως οιαδήποτε υπαρκτή ή μη αφορμή, προκειμένου να καταστρατηγήσουν αποδεδειγμένες απαιτήσεις, πατώντας στις έννοιες της καταχρηστικότητας και την «κρίση» που μαστίζει τους εργοδότες. Μία κρίση η οποία προφανώς δεν λειτουργεί αμφίδρομα κατά τους Έλληνες Δικαστές αλλά «θίγει μονομερώς μόνο τους εργοδότες που βρίσκονται στο χείλος της κατάρρευσης». Πως είναι δυνατόν βεβαίως να έχουν «θιγεί» οι εργοδότες υπέρμετρα από την κρίση, την στιγμή που επιδοτούνται από το κράτος να «νοικιάζουν» χωρίς ασφάλιση φθηνούς εργάτες και επιπλέον αιτούνται αυτοβούλως στην τρόικα περαιτέρω μειώσεις μισθών, είναι κάτι που μόνο η πλειονότητα των Ελλήνων Δικαστών μπορεί να απαντήσει.
Συμπερασματικά, ένας τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς το ζήτημα της δικαιοσύνης, όπως είναι σήμερα, είναι να θέσει το ερώτημα που υπάρχει στα χείλη πολλών: Υπάρχουν δικαστές σε αυτή τη χώρα; Η απάντηση που πρέπει να δίνεται είναι ότι και υπάρχουν και δεν υπάρχουν δικαστές. Στην Ελλάδα προφανώς υπάρχουν αρκετοί δικαστές που όταν κληθούν να κάνουν τη δουλειά τους, θα την κάνουν καλά. Ωστόσο το ζήτημα της Δικαιοσύνης δεν πρέπει επ’ ουδενί να κρίνεται μεμονωμένα. Στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης μας μαθαίνουν ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε αποφάσεις δικαστηρίων. Πρόκειται φυσικά για έναν αστικό μύθο τον οποίο αφήνουν να διαιωνίζεται εδώ και χρόνια για προφανείς λόγους. Οι κρίνοντες θα πρέπει κάποτε να κριθούν και να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό για τις εγκληματικές αποφάσεις που έλαβαν σε βάρος του. Η Ελλάδα θυμίζει τα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου οι δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται με αμιγώς φρονηματικά κριτήρια και οδηγούσαν σχεδόν πάντα σε αθώωση των ταγμάτων εφόδου του Χίτλερ και εξοντωτική τιμωρία των δυνάμεων της Αριστεράς που προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την άνοδο του φασισμού. Το πρόβλημα τότε δεν ήταν οι δικαστικές αποφάσεις. Το πρόβλημα ήταν η ίδια η Βαϊμάρη.