Το παρακάτω κείμενο είναι από την ιστοσελίδα http://eranistis.net/wordpress
10 Μαρτίου 2013 9:29, Τραστ «Too big to fail»…, Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Πηγή: http://eranistis.net/wordpress
Η λέξη Τραστ (Trust) στα αρχαία σκανδιναβικά (trost ή traust) σήμαινε τον προστάτη. Το να είναι κανείς στην truste ενός αρχηγού σήμαινε ότι βρισκόταν υπό την προστασία του. Η προστασία είναι και η λέξη κλειδί για την εμφάνιση των οικονομικών Τραστ. Όσο οι εταιρείες διογκώνονταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ήρθαν αντιμέτωπες με ένα δομικό στοιχείο του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς, τον οικονομικό ανταγωνισμό. Στην καπιταλιστική θεώρηση της οικονομίας ο οικονομικός ανταγωνισμός ωθεί τις εταιρείες να παράξουν ποιοτικότερα προϊόντα και ρίχνει τις τιμές τους. Κερδισμένοι εν τέλει βγαίνουν και οι καταναλωτές που απολαμβάνουν καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα και οι εταιρείες που αυξάνουν τα κέρδη τους. Αυτά στη θεωρία διότι επί του πρακτέου από πολύ νωρίς οι εταιρείες, και ιδίως τα μεγαθήρια που ξεφύτρωσαν στις Η.Π.Α. στα τέλη του 19ου αιώνα, αντιλήφθηκαν τα οφέλη της… απουσίας του ανταγωνισμού. Στην οικονομία που το… «μέγεθος μετράει» οι βιομηχανικοί κολοσσοί απλώς εξαφανίζουν τον ανταγωνισμό εξαγοράζοντας τον. «Ο ανταγωνισμός είναι η ζωή της βιομηχανίας» λένε οι mainstream οικονομολόγοι αλλά το Τραστ απαντά: «Όσο λιγότερος ανταγωνισμός τόσο μεγαλύτερη η ευμάρεια».
Το Τραστ δεν είναι μια νέα ατομική επιχείρηση αλλά μια συνομοσπονδία εταιρειών που ήταν πριν αντίπαλες. Τα περισσότερα Τραστ υπογράφονται μυστικά και τα συμβόλαια (pools, kartells) καθορίζουν τις συνθήκες παραγωγής και πώλησης των εμπορευμάτων. Ο Charles Schwab ορίζει το Τραστ ως «εταιρεία εταιρειών». Μέσα στο Τραστ ενσωματώνονται υπό ενιαία διοίκηση πλέον ομοειδείς εταιρείες οι οποίες αντί να αναπτύσσονται η μια εις βάρος της άλλης, είναι αλληλέγγυες και εγγυώνται αμοιβαιότητα στα κέρδη και τις ζημιές. Έτσι δημιουργείται μια νέα οργάνωση της παραγωγής τα στάδια της οποίας διοικούνται από κοινού και συνδέονται μεταξύ τους. Αυτού του είδους ο συγκεντρωτισμός είναι επικερδής αφού το υπερκεφάλαιο που δημιουργείται έχει ανώτερη αξία από τα κεφάλαια καθεμιάς εταιρείας ξεχωριστά, ενώ εύκολα μπορεί να υπερτιμηθεί σκόπιμα για κερδοσκοπικά χρηματιστηριακά παιχνίδια… Τα Τραστ σύμφωνα με τον Πολ Λαφάργκ «οργανώνουν και αναπτύσσουν την παραγωγή έτσι ώστε να αποδίδει τα μεγαλύτερα κέρδη με τις λιγότερες δαπάνες». Επιπρόσθετα ελέγχουν άμεσα και τη διανομή περιορίζοντας τους ενδιάμεσους εμπόρους-μεταπράτες που πολλές φορές εισπράττουν ποσοστό επί της τιμής πώλησης. Ο συγκεντρωτισμός του trust-system εγγυάται καθολικό έλεγχο της αγοράς, σίγουρο και σταθερό κέρδος, χωρίς σκαμπανεβάσματα. Κύριο χαρακτηριστικό της λειτουργίας των Τραστ η κατάργηση κάθε έννοιας δημοκρατίας και συνδικαλισμού όσον αφορά στη λειτουργία τους. Ο πατερναλισμός του ιδιοκτήτη-ιδρυτή αντικαθίσταται από αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς και κυριότερα υπακοής στα πρότυπα φασιστικών οργανώσεων. Στις αρχές του 20ου αιώνα στις Η.Π.Α. κυριαρχούσαν τρία Τραστ αυτά του πετρελαίου της Standard Oil, του καπνού με προεξάρχουσα την American Tobacco Corporation και του χάλυβα που ήλεγχε η Steel Corporation.
Το «too big to fail» δίνει στις εταιρείες μεγαθήρια μια πρωτόγνωρη ελευθερία κινήσεων. Μπορεί κάλλιστα να οριστεί ως «οικονομική ασωτία».
Απέναντι σε αυτές τις μονοπωλιακές συνθήκες που δημιούργησε το trust-system οι σαστισμένοι οικονομολόγοι απλώς εκτόξευαν κατηγορίες περί αντι-ανταγωνιστικών τακτικών από την πλευρά των διαφόρων Τραστ. Στα 1890 οι Η.Π.Α. θεσπίζουν τον πρώτο περιοριστικό των Τραστ νόμο ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθιερώνονται αντίστοιχοι νόμοι περί ανταγωνισμού. Στα 1898 μάλιστα εγκαινιάζεται η περίοδος του trust-busting στις Η.Π.Α. σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί η αγορά από τον εναγκαλισμό των υπερ-εταιρειών.
Από την άλλη όχθη οι σοσιαλιστές παρακολουθώντας τις εξελίξεις είχαν μια διαφορετική ερμηνεία της κατάστασης. Στο έργο του «Τα αμερικανικά τραστ η οικονομική, κοινωνική και πολιτική δράση τους» ο Πολ Λαφάργκ παραθέτει μια επιστολή της Επιτροπής του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Πενσυλβάνιας προς τον Τζ. Πίρποντ Μόργκαν όπου οι σοσιαλιστές των Η.Π.Α. τοποθετούνται σχετικά με τα Τραστ. Γράφουν λοιπόν προς τον αξιότιμο τραπεζίτη: «Η πολιτική οικονομία την οποία διδάσκετε στις σχολές σας είναι ένας αναχρονισμός, αφού υποστηρίζει ότι ο ανταγωνισμός είναι το καλύτερο μέσο για την ανάπτυξη της ευημερίας της κοινωνίας, ενώ η επιτυχία των Τραστ δείχνει πως είναι εφικτή η συνεργατική οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής και ότι είναι αδύνατη η συνέχιση του αναρχικού ανταγωνισμού». Οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές συμπληρώνουν στο συνέδριο του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος στο Ιβρί στα 1900: «Το Τραστ, δηλαδή η μονοπώληση μιας ή περισσότερων συμπληρωματικών βιομηχανιών….δεν είναι παρά μια ανώτερη μορφή της καπιταλιστικής συγκεντροποίησης την οποία επιταχύνει. Καταργεί τον ανταγωνισμό, που είναι το ίδιο το θεμέλιο της καπιταλιστικής παραγωγής και μειώνει το κόστος της καπιταλιστικής παραγωγής, την οποία ρυθμίζει σε ένα ορισμένο μέτρο, εξαλείφοντας μέρος της αναρχίας.[...] Κατά συνέπεια…μόνο η κοινωνικοποίηση όλων των μέσων παραγωγής θα λύσει το ζήτημα του Τραστ, διατηρώντας μόνο τα πλεονεκτήματα του». Στο Διεθνές Συνέδριο στο Παρίσι στα 1900 αναφέρουν στην απόφαση τους οι σοσιαλιστές: «Η μοναδική πραγματική διέξοδος από την τωρινή καταπίεση την οποία ασκούν αυτές οι συνθήκες πρέπει να είναι η εθνικοποίηση και σε ένα επόμενο στάδιο η διεθνής ρύθμιση της παραγωγής σε εκείνους τους κλάδους στους οποίους τα διεθνή Τραστ θα έχουν φτάσει στην υψηλότερη ανάπτυξη τους. Έτσι θα μετασχηματιστεί βαθμιαία η ατομική παραγωγή, η οποία έχει ως σκοπό το κέρδος, σε κοινωνική παραγωγή η οποία θα έχει ως αντικείμενο το προϊόν».
Στα 1890 οι Η.Π.Α. θεσπίζουν τον πρώτο περιοριστικό των Τραστ νόμο ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθιερώνονται αντίστοιχοι νόμοι περί ανταγωνισμού. Στα 1898 μάλιστα εγκαινιάζεται η περίοδος του trust-busting στις Η.Π.Α. σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί η αγορά από τον εναγκαλισμό των υπερ-εταιρειών.
Το κείμενο του Πολ Λαφάργκ αποκτά μια διαβολεμένη επικαιρότητα σήμερα αφού πολλές εταιρείες κολοσσοί προέκυψαν από ένα μεγάλο κύμα συγχωνεύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο μετά το 2001 και έχουν φτάσει σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη συγκέντρωσης πλούτου που μόνο με το ΑΕΠ ολόκληρων κρατών μπορούν να συγκριθούν. Η οικογένεια Γουόλτον, που κατέχει τα Wal-Mart συγκεντρώνει τόσο πλούτο όσο το ΑΕΠ της Αιγύπτου, λίγο κάτω από 100 δις δολάρια, ενώ ο «πολύς» Μπίλ Γκέητς της Microsoft συγκρίνεται με το Πακιστάν… Οι υπερ-εταιρείες που προκύπτουν από τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές διαθέτουν κατ ουσία πολιτική εξουσία αφού συνάπτουν…στενούς δεσμούς με τα κράτη στα οποία επενδύουν. Ασχέτως αν σε πολλά από αυτά στην εξουσία βρίσκονται αυταρχικά καθεστώτα. Ο καπιταλισμός άλλωστε διαχρονικά έτρεφε μια επιπλέον συμπάθεια προς αυτούς που τον άφηναν ανενόχλητο να κάνει τη δουλειά του… Επιπρόσθετα η λειτουργία των σύγχρονων εταιρειών λίγο απέχει από την πυραμιδική ιεραρχία του στρατού που στηρίζεται στην τυφλή υπακοή στους ανώτερους. Ουσιαστικά οι κυριότερες παραγωγικές λειτουργίες που επιτελεί ο homo economicus στις καπιταλιστικές κοινωνίες συντελούνται μέσα στο αυταρχικό εταιρικό περιβάλλον στο οποίο η δημοκρατία απουσιάζει πλήρως. Παράλληλα στις δυτικές «δημοκρατικές» κοινωνίες η εξουσία των σημερινών Τραστ- πολυεθνικών επιβάλλεται μέσω της διαπλοκής και του lobbying, του νόμιμου χρηματισμού κατ ουσία, των αντιπροσώπων του λαού για διάφορες εκδουλεύσεις…Κύριο χαρακτηριστικό επίσης η συχνή εναλλαγή εταιρικών στελεχών σε διάφορα πολιτικά πόστα, το φαινόμενο των «rolling doors». Πολλά κράτη μάλιστα περιορίζουν την ίδια τους την εξουσία προς όφελος των εταιρειών αυτών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γκουρού της καπιταλιστικής οικονομίας και δη οι οπαδοί της σχολής του Σικάγο παθαίνουν αναφυλαξία στο άκουσμα του κρατικού παρεμβατισμού. Άσχετα αν οι αναπτυγμένες χώρες προκειμένου να αναπτυχθούν ακολούθησαν για χρόνια πολιτική μερκαντιλισμού τον 19ο αιώνα ώστε να τονώσουν την εσωτερική τους αγορά και έπειτα να παγκοσμιοποιήσουν τη δράση τους….
Το «too big to fail» δίνει στις εταιρείες μεγαθήρια μια πρωτόγνωρη ελευθερία κινήσεων. Μπορεί κάλλιστα να οριστεί ως «οικονομική ασωτία». Το οικονομικό κραχ του 2008 σε μεγάλο βαθμό σχετίζεται με την ανυπαρξία ελέγχων σε οποιαδήποτε εταιρική δραστηριότητα στο όνομα της θατσερικής απορύθμισης. Εργασιακά δικαιώματα περικόπτονται, θέσεις εργασίας μετακομίζουν σε πιο «ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς», το περιβαλλοντικό στο όνομα της ανάπτυξης (fast track) αγνοείται… Η απουσία ελέγχων για να μη διαταραχτούν οι υπερευαίσθητες αγορές και τα χρηματιστήρια οδήγησε σε μερικές από τις σημαντικότερες απάτες στην οικονομική ιστορία, οπού μερικοί «καλά πληροφορημένοι» έβγαλαν αρκετά λεφτά… Η Enron με τη δημιουργική λογιστική τίναξε το χρηματιστήριο το Δεκέμβρη του 2001 ενώ ακολούθησε η υπόθεση WorldCom με την κατρακύλα του δείκτη NASDAQ από τις 20.000 μονάδες το 2000 στις 7.000 το 2002. Νέα χρηματιστηριακά εργαλεία εμφανίστηκαν που υπόσχονταν εύκολο, γρήγορο και εγγυημένο κέρδος όπως τα διαβόητα CDS και CDO που αποτέλεσαν και την πέτρα του σκανδάλου στην κρίση του 2008. Το χρηματιστήριο άλλαξε ακόμη και τη φύση παραδοσιακών εταιρειών όπως η κάποτε κραταιά General Motorsη οποία λίγο πριν την πτώχευση της το 2009 κέρδιζε πολύ περισσότερα από το τμήμα χρηματιστικών επενδύσεων της παρά από την πώληση των αυτοκινήτων της….Ο στόχος όλων αυτών των ανακατατάξεων αφορά στη δημιουργία μεγαλύτερης αξίας για το μέτοχο, η οποία αξία μετακομίζει σε φορολογικούς παραδείσους που όλοι γνωρίζουν που βρίσκονται αλλά κανείς δεν αποφασίζει να ελέγξει…
Το trust-system αποτελεί για τον Πολ Λαφάργκ και για άλλους σοσιαλιστές πηγή γνώσης και δίνει νέα πίστη στα ιδανικά τους. Όπως στο βιβλίο του «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» αναγνωρίζει ότι η αυξανόμενη αυτοματοποίηση των βιομηχανιών με σκοπό την αύξηση της παραγωγής θα απαλλάξει τον χειρώνακτα εργάτη από τον εργασιακό κάματο και θα απαξιώσει την έννοια εργασία έτσι και στο κείμενο του αυτό διαβλέπει κανείς την πίστη του ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός θα ξεπεραστεί από τα ίδια του τα εργαλεία, τις πολυεθνικές υπερ-εταιρείες. Οι τότε ισχυροί Μόργκαν, Ροκφέλερ «επιτελούν επαναστατικό έργο χωρίς να το ξέρουν και να το θέλουν, κατασκευάζουν το καλούπι στο οποίο θα χυθεί η μελλοντική ανθρωπότητα». Και διερωτάται εν τέλει «…αυτά τα Τραστ δεν είναι το πρόπλασμα, υπό τον έλεγχο μιας καπιταλιστικής ολιγαρχίας, της εθνικής οργάνωσης της παραγωγής και της ανταλλαγής;» Για τον Πολ Λαφάργκ το πρόβλημα δεν έγκειται στο εργαλείο αλλά στο πώς χρησιμοποιείται από ποιους και για ποιο σκοπό. Και η προσφορά των υπερσυγκεντρωτικών εταιρειών έγκειται στο ότι «αντικαθιστούν την αναρχία της παραγωγής με τη επιστημονική οργάνωση». Όσο δε ο αυτοματισμός και η ρομποτική θα εδραιώνονται περισσότερο στις γραμμές παραγωγής, τόσο ο προβληματισμός τελικά θα σχετίζεται με τον τρόπο διανομής του παραγόμενου πλούτου και όχι τόσο με τον τρόπο παραγωγής του αφού από τον τελευταίο θα απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά ο παράγων άνθρωπος.