Ορισμός της φτώχειας
Ο πιο συνήθης ορισμός της φτώχειας είναι αυτός που περιέχει την οικονομική έννοια, ότι δηλαδή είναι μία κατάσταση κατά την οποία το μηνιαίο εισόδημα κάποιου υπολείπεται του 50% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος της χώρας όπου ζει (ο ορισμός αυτός μπορεί να χαρακτηρισθεί και ως αυθαίρετη έννοια, αλλά δεν είναι ο χώρος και η στιγμή για να το αναλύσουμε), ενώ ο ουσιαστικός - κοινωνικός ορισμός αναφέρεται στην έλλειψη ενός ελάχιστου εισοδήματος που εξασφαλίζει στο άτομο την κάλυψη των στοιχειωδών παροντικών αναγκών του (τροφή, ενδυμασία, κατοικία, θέρμανση) και μια στοιχειώδη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή ή γενικότερα ως όριο φτώχειας ορίζεται εισόδημα ίσο με το μισό του μέσου εισοδήματος του πληθυσμού στη συγκεκριμένη χώρα και όποιου το εισόδημα βρίσκεται κάτω από το όριο αυτό θεωρείται φτωχός ενώ δεν θεωρείται ότι ανήκει στην κατηγορία αυτή όποιος έχει εισόδημα υψηλότερο από το μισό του μέσου εισοδήματος.
Υπάρχουν και άλλοι πολλοί ορισμοί κοινά ή όχι αποδεκτοί. Άλλοι αναφέρονται στο επίπεδο επιβίωσης και στις βασικές ανάγκες του ανθρώπου (απόλυτη φτώχεια) και άλλοι στο «μέσο εισόδημα» (σχετική φτώχεια). Όμως, η αδυναμία καταγραφής ενός κοινά αποδεκτού ορισμού του φαινομένου της φτώχειας δεν εξαφανίζει αυτό καθ΄ εαυτό το φαινόμενο της ύπαρξης φτωχών ανθρώπων. Και βεβαίως, δεν εξαφανίζει τις απότοκες παραμέτρους της για διολίσθηση σε κατάσταση φτώχειας ομάδων που κινδυνεύουν περισσότερο από άλλες, όπως είναι οι οικονομικοί μετανάστες, οι αποφυλακισμένοι, οι ανήλικοι παραβάτες, οι εξαρτημένοι ουσιών αλλά και αυτοί που απεξαρτητοποιήθηκαν, οι προσβληθέντες από AIDS, οι άνεργοι μεγάλης διάρκειας, οι μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα αγροτικών περιοχών απομακρυσμένων από αστικά κέντρα, άτομα με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία και κακή υγεία κ.ά.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι, αν και στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι η παραγωγή τα τελευταία χρόνια διαρκώς μειώνεται, ωστόσο παρατηρείται μια συνεχής οικονομική μεγέθυνση «των ολίγων», ενώ στον κοινωνικό τομέα έχουμε μία φθίνουσα οικονομική ευημερία με διευρυνόμενες συνεχώς αποκλίσεις και με πολλαπλές παρενέργειες, όπως κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, περιβαλλοντικές. Με ένα, δηλαδή, διαρκώς αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Αποκλίσεις που οδηγούν στη λαθρομετανάστευση, σε κοινωνικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές διακρίσεις σε βάρος εθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, φυλετικών μειονοτήτων (όπου με την έννοια της κοινωνικής διάκρισης αναφερόμαστε στην άδικη μεταχείριση που υφίσταται ένα άτομο επειδή ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα), σε αδιέξοδους εθνικισμούς, στη δημιουργία προκαταλήψεων σε βάρος διαφόρων κοινωνικών, φυλετικών ή και εθνοτικών ομάδων. Γενικότερα, συμπεριφορές που οδηγούν στην ξενοφοβία και το ρατσισμό. Παράλληλα, οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό, τη μη δηλαδή συμμετοχή στη διανομή του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου, την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και την καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, το εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων, το εμπόριο σάρκας … Διευρυμένες αποκλίσεις, στις οποίες πρέπει να προστεθούν και αυτές της δημιουργίας των «προσφύγων του περιβάλλοντος», οι οποίοι λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, της μείωσης της αγροτικής παραγωγής, των μονοκαλλιεργειών, κύρια όμως του υπερπληθυσμού έχουν δημιουργήσει σε διάφορες περιοχές της Γης τον «τέταρτο κόσμο», εκατομμύρια δηλαδή, φτωχούς και άστεγους, πολλαπλασιάζοντας τον πληθυσμό και επιβαρύνοντας ανεπανόρθωτα τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων των περιοχών λόγω της μεγάλης συσσώρευσης στις παραγκουπόλεις, οι οποίες βέβαια δεν είναι και πολύ μακριά από τις δικές μας κατοικίες. Αρκεί μια λίγο πιο ξεκάθαρη ματιά για να δούμε τους τσιγγάνικους καταυλισμούς που υπάρχουν σχεδόν σε κάθε πόλη της ελληνικής επικράτειας. Καταυλισμούς που μαστίζονται από τη φτώχεια, τις ασθένειες, τον αναλφαβητισμό αλλά και την αδιαφορία ή χειρότερα ακόμη και από την εκμετάλλευση που υφίστανται από τους αρμόδιους για την υποστήριξή τους φορέων.
Παραθέτουμε δύο άρθα σχετικά για την φτώχεια στον κόσμο
Πρώτο Άρθρο: Η εικονική πραγματικότητα της φτώχειας
Του Louis Rationero
Πολλά γράφονται κι ακούγονται για το μέγεθος της φτώχειας, δημοσιεύεται ένας σωρός μελετών με εκτιμώμενα ποσοστά σε διάφορες χώρες προσπαθώντας να απεικονίσουν με αριθμούς, ένα μέγεθος το οποίο δεν είναι ούτε μετρήσιμο ούτε αντικειμενικό. Η φτώχεια είναι ένα τελείως διαφορετικό φαινόμενο από εκείνο του υποσιτισμού και της εξαθλίωσης.
Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως την ανισότητα, τη διαφορά, την αδυναμία δυνατότητας πρόσβασης σε αυτό που η κοινωνία καθορίζει σαν "καλό" και "ωραίο", αποκλεισμός από τον κυρίαρχο τρόπο ζωής. Ένας επιβεβλημένος τρόπος ζωής που δεν είναι ποτέ ο τρόπος ζωής της πλειοψηφίας του πληθυσμού αλλά ο τρόπος ζωής των πλουσίων που δίνει τον τόνο με τον επιδεικτικό και προνομιούχο καταναλωτισμό του. Αυτό που κάνει τους φτωχούς - φτωχούς, είναι η ασημαντότητα τους σε σύγκριση με ένα κοινωνικό-πολιτισμικό πρότυπο που προκαλεί και προσανατολίζει τις επιθυμίες.
Στο Περού, γίνεσαι φτωχός όταν είσαι ξυπόλητος, στην Κίνα όταν δεν έχεις ποδήλατο, στην Ευρώπη όταν δεν μπορείς να αγοράσεις αυτοκίνητο, στη δεκαετία του 1930 όταν δεν είχες τηλεφωνική συσκευή, στη δεκαετία του 1960 όταν δεν είχες τηλεόραση, το 1970 όταν δεν είχες έγχρωμη τηλεόραση κ.ο.κ. Δημιουργείται το φαινόμενο του εκσυγχρονισμού της φτώχειας: το χρηματικό της επίπεδο ανεβαίνει επειδή τα καινούρια βιομηχανικά προϊόντα εμφανίζονται ως είδη πρώτης ανάγκης, διατηρώντας τα απρόσιτα για τον μεγαλύτερο αριθμό των ανθρώπων. Η μάζα πληρώνει όλο κι ακριβότερα, μία όλο και μεγαλύτερη ασημαντότητα.
Μόλις η μάζα κατορθώσει να αποκτήσει έναν τύπο προϊόντος, το προϊόν χάνει την αξία του, όπως στην περίπτωση του αυτοκινήτου, που απομειώνεται η αξία του από το γεγονός και μόνο ότι το χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των ανθρώπων. Άλλες φορές πάλι, χωρίς το εκλαϊκευμένο προϊόν να χάσει την αξία χρήσης του, η βιομηχανία ρίχνει στην αγορά ένα "καλύτερο προϊόν", το προορίζει για την μειοψηφία και το εμφανίζει σαν την καινούρια μορφή "ευημερίας ώστε να διατηρηθεί η ανισότητα". Η ανανέωση αυτή καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι το καινούριο είναι καλύτερο, δημιουργεί περισσότερες ανάγκες από αυτές που ικανοποιεί κι εντείνει τις στερήσεις.
Το ποσοστό της αύξησης της στέρησης ξεπερνά κατά πολύ το ποσοστό αύξησης της παραγωγής.
Η λογική του πάντα καλύτερα αντικαθιστά τη λογική του καλού ως δομικού στοιχείου της λειτουργικότητας. Με λίγα λόγια, αποδεικνύεται ότι κίνητρο της ανάπτυξης είναι η διατήρηση της ανισότητας: η υπάρχουσα δυναμική των κοινωνικών τάξεων παίζει το παιχνίδι των παραγωγών, που το επίτευγμα τους είναι μηδαμινό όσον αφορά στη βελτίωση του επιπέδου ζωής και που εξηγεί την ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω της ζήτησης. Τα αγαθά δεν αγοράζονται για την αξία χρήσης, αλλά για τη συμβολική λειτουργικότητα τους στην κοινωνική θέση, την απόδραση και την επικοινωνία, το άτομο χειραγωγείται κι εκπαιδεύεται στο να τα επιθυμεί. Το κοινωνικό περιβάλλον του επιβάλλει αυτόν τον τρόπο έκφρασης κι επιβεβαίωσης, ενώ παράλληλα του αρνείται τη δυνατότητα να αναπτύξει την προσωπικότητα του, στρέφοντας τις επιθυμίες του προς τον καταναλωτισμό.
Τι είναι εκείνο που διαστρεβλώνει τις ανάγκες και τις επιθυμίες σε επιθυμίες κατανάλωσης; Το γεγονός ότι, για την ικανοποίηση κάθε ανάγκης, το άτομο εξαναγκάζεται πρώτα απ’ όλα να εξαρτάται από θεσμούς και γιγάντιους μηχανισμούς που ξεφεύγουν από τη διάσταση του και τον έλεγχο του. Ακόμα και για τον (απολυμασμένο) αέρα που αναπνέει, για το (εμφιαλωμένο ή με συντηρητικά) νερό που πίνει, για τον ήλιο (που του πουλάει η τουριστική βιομηχανία) και τη χαλάρωση (που του προμηθεύουν η βιομηχανία του θεάματος και η ραδιοτηλεόραση), το άτομο εξαρτάται από εμπορικούς και γραφειοκρατικούς μεγα-μηχανισμούς των οποίων δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από πελάτης υποταγμένος, ανίσχυρος, εκμεταλλευόμενος και πάντα ανικανοποίητος. Αφού λοιπόν γίνει παθητικός, καθοδηγείται στο να ζητά από τους μεγα-μηχανισμούς που απολαμβάνουν την παροχή αγαθών μόνο μία υπευθυνότητα πληρέστερη και καλύτερη σχετικά με τις ανάγκες του, υποταγμένος έτσι στο απόλυτο μονοπώλιο. Το απόλυτο μονοπώλιο εγκαθιδρύεται όταν οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την έμφυτη ικανότητα τους να κάνουν μόνοι τους ότι μπορούν για τον εαυτό τους και για τους άλλους, με αντάλλαγμα κάτι καλύτερο, που μόνο ένα όργανο εξουσίας μπορεί να παράγει για λογαριασμό τους. Αυτός ο δεσποτισμός του μηχανισμού επιβάλλει την αναγκαστική κατανάλωση, μετατρέποντας έτσι το άτομο σε παθητικό καταναλωτή μιας μαζικής παραγωγής που μόνο οι μεγάλες βιομηχανίες μπορούν να εξασφαλίσουν. Τελικά ούτε οι στοιχειώδεις ανάγκες δεν μπορούν να ικανοποιούνται εκτός εμπορίου.
Ότι δεν έχει τιμή, δεν έχει αξία. Δεν πειράζει, φωνάζουν οι νέο-φιλελεύθεροι οικονομολόγοι: θα δώσουμε εμείς αξία στα πράγματα που δεν την έχουν ακόμη, στον αέρα, στο νερό, στο φως κι εννοείται στην ανθρώπινη ζωή. Γιατί, φυσικά, ούτε αυτήν λυπόμαστε.
Προβάλλεται επιτακτικά η ανάγκη μιας αλλαγής του τρόπου παραγωγής, ολόκληρης της οικονομικής συλλογιστικής που στα πλαίσια αυτής της προοπτικής το ουσιώδες δεν είναι να καθοριστεί ένα νέο πλήρες πολιτικό πρόγραμμα, αλλά να καθοριστεί μια καινούρια φανταστική διάσταση των πραγμάτων, ριζική και ανατρεπτική, η μόνη που θα επιτρέψει την αλλαγή στην συλλογιστική της εξέλιξης μας. Αυτή η πρόταση ρήξης διάλυσης του οικονομικού συστήματος, μόνον έξω από τον μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό μπορεί να τεθεί, και ακόμα, έξω από κάθε αναφορά σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, που αναπόφευκτα θα απαιτούσε παραχωρήσεις. Πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι μία αμφισβήτηση οποιασδήποτε νομιμότητας της εξουσίας και διπλή άρνηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ολοκληρωτικής ολοκλήρωσης.
Όποιος νομίζει ότι η φτώχεια υπάρχει μόνο στις άδειες τσέπες, στα άδεια πορτοφόλια και στα άδεια τραπέζια κάνει λάθος. Έχει φωλιάσει σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα κι εκδήλωση, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στον πολιτισμό, στη δημιουργικότητα μας, στη φαντασία μας, στις ανθρώπινες σχέσεις, στη δημοκρατία.
Αυτή είναι η πραγματική φτώχεια μας κι όχι ένα μέγεθος αυστηρά υποκειμενικό και μη μετρήσιμο, όπως αυτό που προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι.
"Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να καταστήσεις ακίνδυνους τους φτωχούς είναι να τους εκπαιδεύσεις να θέλουν να μιμούνται τους πλούσιους."
Carlos Ruiz Zafón, 1964 -, Ισπανός συγγραφέας
Δεύτερο Άρθρο: Γιατί πολλοί άνθρωποι στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι φτωχοί;
Φτωχοί είναι οι άνθρωποι των αναπτυσσόμενων χωρών γιατί αποκλείονται από τον πλούτο ο οποίος υπάρχει, πρώτον, γενικά και δεύτερον, και στις ίδιες τις χώρες τους. Πέρασαν οι εποχές, κατά τις οποίες οι άνθρωποι πεινούσαν και πέθαιναν γιατί – λόγω των αφορίων, λόγω του ανεπαρκούς ελέγχου της φύσης, εξαιτίας περιορισμένων ιατρικών γνώσεων κτλ. – έλειπαν τα μέσα για την ικανοποίηση των πιο σημαντικών αναγκών τους. Σήμερα, άνθρωποι λιμοκτονούν μπροστά από γεμάτες αποθήκες. Κάθε τηλεοπτικό δελτίο για τους λιμούς δείχνει ότι υπάρχει ο πλούτος. Και μόνο ο εξοπλισμός και η μετακίνηση των τηλεοπτικών συνεργείων που ενημερώνουν για την πείνα, οι δορυφόροι με τους οποίους αποστέλλονται τα δελτία στις μητροπόλεις είναι ακριβότερα από τα τρόφιμα που θα χόρταιναν τους πεινασμένους. Ακόμα και ο ΟΗΕ (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών) ενημερώνει ότι υπάρχουν αρκετά τρόφιμα στον κόσμο για να χορτάσουν όλους τους ανθρώπους και αναμφίβολα σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσαν να παραχθούν περισσότερα. Πείνα υπάρχει μόνο εκεί που λείπουν τα χρήματα για να αγοράσει κανείς τα υπάρχοντα τρόφιμα. Το ίδιο ισχύει για άλλες βιοτικές ανάγκες – η έλλειψη του καλού σπιτιού, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της παιδείας και των άλλων καταναλωτικών αγαθών. Αιτία για τον αποκλεισμό από τον πλούτο είναι η ατομική ιδιοκτησία. Αυτό το δικαίωμα της κεφαλοκρατείας σήμερα ισχύει σε κάθε γωνιά της γης. Κάθε κομμάτι του φυσικού και του παραγόμενου πλούτου ανήκει σε κάποιον. Παντού υπάρχει ένα κράτος που δίνει σε κάποιους πολίτες το δικαίωμα να διαθέτουν τα υλικά πλούτη τους όπως θέλουν. Αυτό το δικαίωμα απαγορεύει στους άλλους πολίτες, οι οποίοι χρειάζονται αυτά τα πλούτη, να τα αποκτήσουν. Το ότι τα αποθέματα τροφίμων λαφυραγωγούνται συνέχεια στην Αφρική αυτό δείχνει όχι μόνο ότι υπάρχει κάτι για να πάρει κανείς, αλλά και ότι απαγορεύεται στους πεινασμένους να πάρουν ό,τι χρειάζονται.
Στους φτωχούς δεν λείπουν μόνο τα καταναλωτικά αγαθά λόγω του αποκλεισμού τους απο τον πλούτο, τους λείπουν και οι πηγές του πλούτου, τα μέσα παραγωγής, δηλαδή τα εργαλεία της εργασίας με τα οποία θα μπορούσαν να παράγουν τα πράγματα που χρειάζονται. Το έδαφος, τα μέσα παραγωγής – συνεργεία, μηχανές, πρώτες ύλες – ανήκουν σε άλλα άτομα, στους λεγόμενους πλούσιους. Ο αποκλεισμός των ανθρώπων από τα μέσα παραγωγής εμφανίζεται διαφορετικά σε διάφορες χώρες του νότου, αλλά έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα: οι νομάδες δεν μπορούν να συνεχίζουν τον τρόπο ζωής τους, όταν οι γαιοκτήμονες τοποθετούν σύνορα και, μ’ αυτό, η αλλαγή της βοσκής των κοπαδιών των νομάδων δεν είναι πια δυνατή. Κάπου αλλού οι μικροί αγρότες παραμερίζονται από τα σχετικά καρπερά εδάφη σε όφελος των μεταλλευτικών βιομηχανιών, υδατοφραχτών ή φυτειών που παράγουν για τη διεθνή αγορά. Στα άνυδρα χωράφια χωρίς άρδευση που τους αφήνει το κράτος, επειδή δεν υπάρχει κανένα οικονομικό ισχυρό συμφέρον, αγωνίζονται χωρίς απαραίτητη τεχνική, καμιά φορά χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία για το καθημερινό ψωμί τους. Και ακόμη κάπου αλλού οι παραδοσιακοί χειροτέχνες – υφαντές, ράφτες, εργάτες στη μεταλλοβιομηχανία κτλ. – δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας εναντίον των εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων των πολυεθνικών ομίλων επιχειρήσεων άσχετα με το πόσο φτηνά είναι πρόθυμοι να εργαστούν. Τους λείπει η πρόσβαση σ’ αυτά τα μέσα παραγωγής που είναι σήμερα απαραίτητα για να πάρουν μέρος στον ανταγωνισμό για την αγοραστική δύναμη. Τέτοιοι άνθρωποι είναι άποροι και αβοήθητοι. Δεν μπορούν να εκτελέσουν τη δουλειά, η οποία θα ήταν αναγκαία για αυτούς. Δεν μπορούν να προμηθευτούν τα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Από αυτό μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι αυτό δεν έχει σχέση ούτε με τεμπελιά ούτε με επιμέλεια: εκατομμύρια στον Τρίτο Κόσμο αγωνίζονται σκληρά και χωρίς επιτυχία για μια καλή ζωή.
Και αυτοί οι οποίοι φεύγουν από τις χώρες τους (το λεγόμενο πρόβλημα των προσφύγων), προσπαθώντας να επιβιώσουν, φτάνοντας στις εξαθλιωμένες περιοχές των μεγάλων πόλεων του Βόρρα αποδεικνύουν επίσης ότι η φτώχια στις χώρες τους δεν είναι αποτέλεσμα τεμπελιάς. Διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να βρουν δουλειά και, αν είναι τυχεροί, γίνονται θύματα εκμετάλλευσης ή, αν είναι άτυχοι, απελάσσονται. Άλλοι πράγματι παραμένουν στην αδράνεια όχι γιατί η πείνα είναι τόσο ευχάριστη αλλά γιατί ο αποκλεισμός από τα μέσα παραγωγής κάνει αδύνατη κάθε επικερδή προσπάθεια. Χρησιμοποιώντας τους σαν παράδειγμα μερικοί ηθικολόγοι εξηγούν την αθλιότητά τους – η οποία είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής ανημποριάς τους – με την παθητικότητα και τον ξεπεσμό τους. Εναντίον τέτοιου κυνισμού θα βοηθούσε η εξής απλή σκέψη. Κανένας δεν είναι τόσο τεμπέλης ώστε να προτιμάει να πεθάνει από την πείνα αντί να παράγει τα απαραίτητα αγαθά – αν υπήρχε μια βατή και επιτρεπομένη δυνατότητα.
Για την ένδεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού τους, τα κράτη του Τρίτου Κόσμου δεν είναι σε καμία περίπτωση αμέτοχα, δεν παθαίνουν κάτι το οποίο δεν θέλουν. Όταν υποδουλώνουν τους λαούς τους στην κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν ακολουθούν κάποιους εξαναγκασμούς που προέρχονται από την Αποικιοκρατεία, αλλά μόνο τη δική τους σύγχρονη λογική του κράτους: τα κράτη στηρίζονται, για την πρόοδο της εξουσίας τους και του πλούτου τους, στην παραγωγικότητα της φτώχιας. Καθιστούν τους πολίτες τους μη αυτοτελείς και έτσι τους κάνουν να προσφέρονται στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής ως όργανα του κέρδους τους. Τα να κερδίζει κανείς χρήματα διαμέσου έμμισθης εργασίας πρέπει να είναι ο μοναδικος επιτρεπόμενος τρόπος να κερδίζει τα προς το ζην ο λαός τους, για να μην τρέφει μόνο τον λαό αλλά και για να αυξάνει τα χρηματικά κέρδη των ιδιοκτήτων των μέσων παραγωγής, από τα οποία επίσης παίρνει και το κράτος το μερίδιό του. Εάν και κατά πόσο αυτά τα προς το ζην πραγματοποιούνται είναι φυσικά ένα άλλο θέμα. Αυτό δεν εξαρτάται από την επιθυμία του κράτους για όσο το δυνατόν πιο πολλή «απασχόληση», ούτε από την ανάγκη των πολιτών να βρουν εργασία για να κερδίσουν χρήματα. Το αν θα τους δοθεί η ευκαιρία εξαρτάται από τους υπολογισμούς εκείνων στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής: επιτρέπουν στους απόρους να εργάζονται, όσον αφορά τη διάρκεια και τον μισθό, εφόσον η εργασία τους αυξάνει τον πλούτο τους. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στους πάμφτωχους αγρότες που αγωνίζονται για την επιβίωση και τους σύγχρονους μισθωτούς εργάτες: Ο αγρότης χρησιμοποιεί το δικό του έδαφος και τα δικά του πενιχρά εργαλεία προς το συμφέρον του, ο μισθωτός εργάτης χρησιμοποιείται για τα ξένα συμφέροντα. Οι μη-κατέχοντες τα μέσα παραγωγής δεν έχουν τη δυνατότητα, ούτε με την εργατικότητα ούτε με την προθυμία, να ξεπουληθούν για ελάχιστα χρήματα, να αναγκάσουν τη χρησιμοποίηση τους. Αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τις δουλειές των ιδιοκτητών, οι οποίες διαφέρουν από χώρα σε χώρα, στο σύνολό τους όμως είναι τέτοιες που μόνο ένα κλάσμα αυτών που ζητούν εργασία βρίσκει και μία θέση.
Οι πραγματικοί «εργοδότες» είναι, στην εποχή μας, αυτές οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες προγραμματίζουν σε παγκόσμια κλίμακα. Συγκρίνουν παγκόσμια την απόδοση κεφαλαίου που μπορούν να προσμένουν χωρίς καμιά προκατάληψη, ακολουθώντας μόνο τη σκοπιά του μεγαλύτερου τους συμφέροντος - και έτσι διαχωρίζουν τον κόσμο.
Στις χώρες του λεγόμενου Τετάρτου Κόσμου - Σομαλία, Αιθιοπία κτλ. - το διεθνές συμφέρον κέρδους δεν βρίσκει σχεδόν τίποτα εκμεταλλεύσιμο. Σ’ αυτές τις χώρες, δεν υφίσταται καθόλου οικονομική ζωή, καθόλου παραγωγή, τουλάχιστον των απαραιτήτων, και σχεδόν καθόλου επιβίωση. Φυσικά και αυτές οι περιοχές της γης δεν απαλάσσονται από τον κόσμο της ατομικής ιδιοκτησίας, στον οποίο κανείς μπορεί να αγοράσει τα πάντα αλλά και όλα πρέπει να αγοραστούν. Λίγα δολάρια μπορούν να κερδηθούν, και εκεί μπορεί κανείς να πουλήσει κάτι, και ως όρος της δυνατότητας μελλοντικών δοσοληψιών, το έδαφος και τα άλλα υπάρχοντα πρέπει να είναι και να παραμείνουν ατομική ιδιοκτησία.
Στις χώρες, οι οποίες άδικα λέγονται αναπτυσσόμενες χώρες, το οικονομικό συμφέρον στρέφεται ως επί το πλείστον στις ιδιαίτερες συνθήκες της φύσης: κεφάλαιο επενδύεται στην παραγωγή τροπικών φρούτων για τη διεθνή αγορά, των λεγόμενων «Cash Crops», στην εκμετάλλευση ορυκτού πλούτου ή στην αξιοποίηση φυσικών ομορφιών από την τουριστική βιομηχανία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αυτό που ξυπνά το ενδιαφέρον των διεθνών καπιταλιστών δεν είναι το εθνικό εργατικό δυναμικό αλλά οι ιδιαίτερες συνθήκες της φύσης. Εκτός από τους λίγους – οι οποίοι χρειάζονται στην μεταλλευτική βιομηχανία, στις φυτείες και για την εξυπηρέτηση των τουριστών, το διεθνές οικονομικό συμφέρον δεν χρειάζεται τον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος, μαζί με τον πληθυσμό των χωρών του Τετάρτου Κόσμου, αποτελεί τον απόλυτο υπερπληθυσμό της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας.
Οι τοπικές κυβερνήσεις αναλαμβάνουν από τους ισχυρούς τους εταίρους την εντολή να κλείσουν τα πλήθη τους, τα οποία φυτοζωούν, μέσα στις εθνικές εξαθλιωμένες περιοχές, δηλαδή να τα εμποδίσουν να μεταναστεύουν στο βορρά και να γίνουν βάρος στο κράτος πρόνοιας εκεί.
Στις αναδυόμενες χώρες, τα διεθνή συγκροτήματα ανακαλύπτουν μέρη του λαού ως φτηνούς εργαζόμενους, τους οποίους εκμεταλλεύονται επιπρόσθετα ή αντί των εργαζομένων των μητροπόλεων. Μετακινούν μέρη της παραγωγής τους στις χώρες με χαμηλούς μισθούς, εισάγουν την ταχύτητα της εργασίας και την παραγωγικότητα που απομυζούν από τους ανθρώπους της χώρας από την οποία προέρχονται, αλλά πληρώνουν μόνο τους τοπικούς μισθούς πείνας. Οι «φτωχές» αναπτυσσόμενες χώρες συνεργούν, καταπολεμάνε την κρατική φτώχεια τους, προετοιμάζοντας τους ανθρώπους τους ως ασυναγώνιστη φτηνή προσφορά για το διεθνές κεφάλαιο, καταβάλλοντας κάθε αντίσταση κατά των άθλιων συνθηκών εργασίας και, μ’ αυτήν την προσφορά υπηρεσιών, επιδιώκουν την τοποθέτηση του εξωτερικού κεφαλαίου στις χώρες τους.
Αν πράγματι κάποτε σε τέτοιες χώρες ανέρχονται στην εξουσία εναλλακτικές κυβερνήσεις, που αντιλαμβάνονται την εθνική πρόοδο διαφορετικά και φαντάζονται έναν άλλο ρόλο για τον πληθυσμό τους παρά να είναι η φτηνή προσφορά για το διεθνές κεφάλαιο, ο συνασπισμός των φιλελεύθερων παγκόσμιων δυνάμεων κάνει το παν για να επιφέρουν την αποτυχία τέτοιων κοινωνικών «πειραμάτων» - στην ανάγκη μέσω ένοπλης επέμβασης. Παρά τους χαμηλούς μισθούς, οι οποίοι κρατούνται χαμηλοί με εξωτερική και εσωτερική βία, μόνο μια μειονότητα βρίσκει μια σταθερή και μισθωτή εργασία. Η πλειονότητα αποτελεί τις καπιταλιστικές εφεδρείες των εργαζομένων, που μόνο στις ιδιαίτερες φάσεις της ανάπτυξης έχει την τύχη να απασχοληθεί για περιορισμένα χρονικά διαστήματα. Ή συγκαταλέγονται στον απόλυτο υπερπληθυσμό.
Όλα αυτά ουσιαστικά δεν είναι διαφορετικά στις δοξασμένες βιομηχανικές χώρες. Εκεί επίσης, διαρκώς ένα μέρος της εργατιάς παραμένει χωρίς απασχόληση, δεν απειλείται μόνο με την κατάπτωση στην αθλιότητα αλλά προσβάλλεται από αυτήν. Και στις χώρες με ψηλούς μισθούς, η φτώχεια είναι η βάση και η παραγωγική δύναμη της οικονομίας. Επίσης, η κοινωνία μας το πρεσβεύει ασυγκάλυπτα, όταν ο πολιτικός κόσμος, οι ηγέτες της οικονομίας και αυτοί που δημιουργούν την κοινωνική γνώμη μοιρολογούν ότι οι μισθοί είναι υπερβολικοί, όταν αποδίδουν την οικονομική κρίση, τα ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, τη χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων και την ανεργία στους ψηλούς μισθούς και θέλουν να κατανικήσουν όλα αυτά μέσω της μείωσης των μισθών. Οι ειδήμονες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να ομολογήσουν ότι τα πλούτη αυτής της κοινωνίας βασίζονται στη φτώχεια των εργαζομένων. Απεναντίας, μορολογούν ότι δεν υπάρχει ακόμα αρκετή φτώχεια.
Παγκόσμια, η πλειονότητα των ανθρώπων, λόγω της βίας των συνθηκών, οδηγείται σε προλεταριακή ύπαρξη, χωρίς όμως να υπάρχει ζήτηση για προλετάριους. Το κεφάλαιο με τη ζήτηση της εργασίας, αποφασίζει αν τα δiσεκατομμύρια χωρίς ιδιοκτησία μπορούν να ζήσουν ή όχι. Ορίζει ποιοι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα ζωής, γιατί είναι απαραίτητοι για τα κέρδη και ποιοι άνθρωποι είναι κατά όλα τα έγκυρα μέτρα και σταθμά άχρηστοι, περιττοί και μόνο μια επιβάρυνση.
Επίλογος
Ελπίζουμε, η απάντηση είναι αρκετή. Γιατί η ερώτηση για το λόγο της φτώχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες περιέχει μια παγίδα – αν κάποιος κάνει αυτή την ερώτηση δεν είναι σαφές, αν αυτός ρωτάει για το λόγο της φτώχειας ή για το λόγο της εξαιρετικά μεγάλης φτώχειας. Στη δεύτερη περίπτωση, το σκάνδαλο, το οποίο είναι αξιοκατάκριτο, είναι η υπερβολική φτώχεια και ο λόγος που αναζητείται είναι ο λόγος της παρέκκλισης από την κανονική φτώχεια. Αυτή η εκδοχή της ερώτησης είναι δημοφιλής στα κινήματα αλληλεγύης, στις ομάδες κατά της παγκοσμιοποίησης καθώς και στις χριστιανικές εκκλησίες με τους εράνους τους. Πράγματι η διαφορά σχετικά με την υγεία, τον προσδοκούμενο χρόνο ζωής και το βιοτικό επίπεδο είναι τεράστια: στον Τρίτο Κόσμο, οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα, στον Πρώτο τους παρακολουθούν να πεθαίνουν στην έγχρωμη τηλεόραση και χαίρονται που είναι καλά, σε σύγκριση τουλάχιστον. Μερικοί μισθωτοί εργάτες του βορρά έχουν μάλιστα ακόμα και τα λεφτά για ταξίδια στις περιοχές της γραφικής φτώχειας και κάνουν τον σπουδαίο με το επίδομα αδείας τους. Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει την οικονομική θέση τους – την οποία επίσης μοιράζονται με τους φουκαράδες από τους οποίους εξυπηρετούνται στις διακοπές τους. Η διαφορά προκύπτει βάση της ισότητάς τους: και οι δυο μπορούν να ζήσουν μόνο αν ζουν για το κεφάλαιο. Γι’ αυτό, οι μεν κερδίζουν έναν μισθό από τον οποίο μπορούν κακήν κακώς να ζήσουν και οι δε πεθαίνουν από την πείνα.
Αλλά όποιος θεωρεί την υπερβολικότητα της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο ως ουσιαστικό σκάνδαλο, πάει σε μία άλλη κατεύθυνση. Συγκρίνει την κατάσταση των θυμάτων του κεφαλαίου και θεωρεί την ψαλίδα μεταξύ βορρά και νότου άδικη. Έτσι, ο μισθωτός εργάτης του Πρώτου Κόσμου φαίνεται πλούσιος, γιατί συγκρίνεται με τον φουκαρά του Τρίτου Κόσμου – αντίστροφα, αυτός εμφανίζεται ως φτωχός μόνο μέσω της σύγκρισης. Η διαμαρτυρία που βασίζεται στη σύγκριση και απαιτεί αντιστάθμιση καταλήγει πολύ μετριόφρονη: θεωρεί το βιοτικό επίπεδο φτηνών μισθωτών εργατών ως αληθή ίσως μη αναγκαία πολυτέλεια - και δεν επιθυμεί για τους φτωχούς στο νότο, με τους οποίους τάσσεται αλληλέγγυα, τίποτε περισσότερο από την απελπιστική «στοιχειώδη επιβίωση», που καταστράφηκε από την εισβολή της παγκόσμιας οικονομίας στις χώρες τους. Η σύγκριση της φτώχειας εδώ και εκεί επιβάλλει ρητά ή υπονοούμενα το κριτήριο της επιβίωσης - αυτό σ’αυτόν τον κόσμο της περιουσίας, στον οποίον υπάρχουν αρκετά απ’ όλα και θα μπορούσε να υπάρχουν περισσότερα από αρκετά.
Όποιος λοιπόν κηρύσσει ως σκάνδαλο όχι τις εκβιασμένες περιστάσεις των μισθωτών εργατών παντού, αλλά αντίθετα θέλει να εξηγήσει τον βαθμό της αθλιότητας στον Τρίτο Κόσμο διαχωρίζει μία κεφαλαιοκρατία που λειτουργεί κανονικά από μία άλλη ελλειμματική, που στον νότο δεν λειτουργεί, που είναι ανώμαλη, και ρωτάει γιατί στις αναπτυσσόμενες χώρες λείπει αυτό που έχουν οι χώρες του βορρά. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι ανώμαλο. Πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι το κεφάλαιο πρέπει να χρησιμοποιήσει τους ανθρώπους - ή τουλάχιστον την πλειονότητα των ανθρώπων - τους οποίους υποδουλώνει υπό τους κανόνες του, για τον πολλαπλασιασμό των χρημάτων του. Σε παγκόσμια κλίμακα, αυτό οπωσδήποτε είναι η εξαίρεση. Στον νότο, δεν λείπει τίποτα για τον παγκόσμιο οικονομικό ρόλο, τον οποίο παίζει στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Κανένας δεν είχε υποσχεθεί τίποτε περισσότερο από το ότι η ατομική ιδιοκτησία πρώτα μονοπωλεί όλες τις συνθήκες παραγωγής και ζωής και μετά αποφασίζει τι μπορεί να κάνει υπό αυτές τις συνθήκες για τον πολλαπλασιασμό της.
Αν στις αναπτυσσόμενες χώρες ένας ελλειπής καπιταλισμός είναι δήθεν ο λόγος της ιδιαιτέρως μεγάλης φτώχειας - τότε η κεφαλαιοκρατία ξεπέρασε τις δυσκολίες. Με τις συγκρίσεις ο γενικός λόγος για τη φτώχεια διαψεύδεται και δημιουργείται μία καλή γνώμη για το σύστημα της εκμετάλλευσης. Γιατί όποιος πιστεύει ότι του νότου του λείπει κάτι για να πάει η ζωή εκεί τόσο καλά όσο και στο βορρά, ξέρει κιόλας τι του λείπει: το κεφάλαιο, αυτό το απαραίτητο τρόφιμο των ανθρώπων. Η αθλιότητα δεν οφείλεται στην κυριαρχία του κεφαλαίου αλλά στην έλλειψη κεφαλαίου. Και όποιος στρέφεται στην λανθασμένη ερώτηση, «γιατί το κεφάλαιο δεν διαμοιράζεται ομοιόμορφα σ’ολόκληρο τον κόσμο, γιατί δεν ευχαριστεί και τον νότο, ο οποίος το χρειάζεται τόσο επειγόντως», απαντώντας καταλήγει σε χίλιων ειδών αποτελέσματα. Στην απαρίθμηση ιδιαιτέρων ιστορικών συνθηκών, οι οποίες δήθεν εμποδίζουν μία «υγιή» εξέλιξη του νότου, είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς ποιά είναι αποφασιστική: η αποικιοκρατία, η τρέχουσα αξία, η κακή διακυβέρνηση, ο προστατευτισμός, το κερδισμένο προβάδισμα του βορρά; Αλλά τι σχέση έχουν όλα αυτά με την αιτία της φτώχειας;
Επιπλέον, μπορείς να αντιστρέψεις αυτή τη σύγκριση. Τα αφεντικά στην Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα κτλ. λένε στους μισθωτούς εργάτες τους, ότι είναι πολύ ακριβοί για τα κέρδη τους και ότι στην Τσεχία, στην Πορτογαλία και ακόμη περισσότερο στην Νοτιοανατολική Ασία κάνουν την ίδια δουλειά πάρα πολύ φτηνότερα. Άλλοι λαοί δουλεύουν περισσότερες ώρες και μάλιστα για λιγότερα χρήματα - και αυτό λειτουργεί! Εκεί πάει το κεφάλαιο, για την ανεργία φταίνε οι εργάτες οι ίδιοι, επειδή είναι τόσο ανευέλικτοι ώστε να μην αναμορφώνουν το βιοτικό επίπεδο τους προς τον Τρίτο Κόσμο. Στο μεταξύ, το επίπεδο των μισθών έχει μία λανθασμένη εξέλιξη, η οποία πρέπει να διορθωθεί, και η φτώχεια στον Τρίτο Κόσμο είναι πρότυπο!
Πραγματικά πάντα είναι το ίδιο: Η τάξη της ιδιοκτησίας του καπιταλισμού κάνει τους ανθρώπους ανίκανους να φροντίσουν τη δική τους ζωή, αναγκάζει τους πάντες να βρουν μια ευκαιρία προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν το κεφάλαιο. Ενώ οι φίλοι της κοινωνικής δικαιοσύνης συγκρίνουν τις συνθήκες ζωής εδώ και εκεί, το κεφάλαιο συγκρίνει πραγματικά τους λαούς με το μέτρο της απόδοσης και του χαμηλότερου κόστους - δηλαδή βάζει λόγια στον έναν εναντίον του άλλου. Όταν τελικά οι άνθρωποι εκβιάζονται πλήρως και κανένας δεν μπορεί να ζήσει αν δεν δουλέψει για το κεφάλαιο, τότε πρέπει να δούμε την κατάσταση διαφορετικά - όποιος θέλει να ζήσει, χρειάζεται κεφάλαιο.
Πηγές: