Η Ελλάδα μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω του ανταγωνισμού με την Τουρκία για την ναυτική υπεροπλία στο Αιγαίο. Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνηση του βρισκόταν σε αναζήτηση σύναψης δανείου. Στις 23 Νοεμβρίου 1914 ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Γερμανία Θεοτόκης τηλεγράφησε στον Βενιζέλο ότι τον είχαν πλησιάσει ανώτατοι Γερμανοί ιθύνοντες (Zimmermann) και τον είχαν διαβεβαιώσει πως η Γερμανία μπορούσε να συνάψει ένα δάνειο 20 με 25 εκατομμύρια μάρκα με την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα δεσμευόταν ότι η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο Θεοτόκης ο ίδιος δήλωσε προς τον Zimmermann πως πολύ δύσκολα θα δεχόταν έναν τόσο γενικόλογο και δεσμευτικό όρο η κυβέρνηση του. Ο Βενιζέλος απάντησε αμέσως αρνητικά στο τηλεγράφημα, δηλώνοντας πως δεν μπορούσε να απεμπολήσει ένα τόσο σοβαρό Εθνικό δικαίωμα. Άλλωστε η πολιτική του στα επόμενα χρόνια θα ήταν ακριβώς η εμπλοκή της Ελλάδας και η συστράτευση της στο στρατόπεδο της Αντάντ.
Κατά τον χρόνο που ακολούθησε οι οικονομικές δυσκολίες μεγάλωσαν για τις Ελληνικές κυβερνήσεις και κορυφώθηκαν στα τέλη του 1915 λόγω των μεγάλων εξόδων και δαπανών που απαιτούσε η Ελληνική επιστράτευση. Η κυβέρνηση Σκουλούδη απευθύνθηκε εναγωνίως προς τις κυβερνήσεις της Αντάντ ζητώντας επειγόντως 10 εκατομμύρια δρχ. αλλά τόσο η Αγγλία όσο και η Γαλλία αρνήθηκαν να δώσουν άμεσα προβάλλοντας μια σειρά από όρους και αξιώσεις, με απώτερο σκοπό να εκβιάσουν τον Βασιλιά ώστε να υποκύψει και να εγκαταλείψει την ουδετερότητα υπέρ αυτών. Την ίδια στιγμή η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα είχε "παγώσει" λόγω του συμμαχικού αποκλεισμού στο λιμάνι του Πειραιά που ήδη είχε προκαλέσει στην Αθήνα έλλειψη σε βασικά αγαθά. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σκουλούδη εκ των υστέρων, η οικονομική δυσκολία του Ελληνικού κράτους ήταν τέτοια ώστε αν δεν γινόταν κάτι δραστικό, ο Βασιλιάς θα ήταν αναγκασμένος να βγει από την ουδετερότητα υπέρ της Αντάντ.
Τελικώς η Γερμανία προσέγγισε εκ νέου την Ελλάδα στις 20 Νοεμβρίου 1915 προσφέροντας άμεσα δάνειο 40 εκατομμυρίων μάρκων. Την πρόταση διατύπωσε ο ίδιος ο πρέσβης Μίρμπαχ στον Έλληνα πρωθυπουργό Σκουλούδη. Σύμφωνα με τον Βεντήρη ο Σκουλούδης ρώτησε αν το δάνειο αυτό συνοδευόταν από κάποιο πολιτικό όρο, αλλά ο Μίρμπαχ απάντησε αρνητικά. Σύμφωνα με τον Σκουλούδη η Γερμανική πρόταση ήρθε σε γνώση του υπουργού Οικονομικών Δημήτρη Ράλλη αλλά και όλου του υπουργικού συμβουλίου και επί ένα μήνα οι Ελληνικές αρχές διαπραγματεύτηκαν μυστικά τους όρους του δανείου το οποίο δόθηκε στις αρχές Ιανουαρίου από την τράπεζα Μπλάιχρέντερ του Βερολίνου με 6% συνολικό επιτόκιο. Σύμφωνα με τον Σκουλούδη, οι όροι του δανείου και το επιτόκιο ήταν αρκετά ευνοϊκότερο από αντίστοιχα δάνεια που είχαν δοθεί από τους Αγγλογάλλους μέχρι τότε. Ήδη από τις 28 Δεκεμβρίου ο Σκουλούδης είχε ενημερώσει τον Ρωμανό, Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα δεν ζητά πλέον δάνειο από την Γαλλία λόγω των προστριβών που είχαν δημιουργηθεί, κάτι όμως που δημιούργησε εύλογα υποψίες ότι η Ελληνική κυβέρνηση είχε βρει από αλλού χρηματοδότηση.
Η δρομολόγηση του δανείου υπήρξε εντελώς μυστική και δεν παρουσιάστηκε προς ψήφιση στην Ελληνική βουλή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των δυνάμεων της Αντάντ δεν έμαθαν αμέσως τι είχε συμβεί. Οι πρέσβεις της Αγγλίας Έλλιοτ και της Γαλλίας Γκυγιωμά ρώτησαν πιεστικά τον Σκουλούδη αν αλήθευαν οι φήμες για Γερμανικό δάνειο στην Ελλάδα, αλλά αυτός διέψευσε την πληροφορία κατηγορηματικά. Το γεγονός δημοσιοποιήθηκε στην Ελλάδα το 1918 όταν όλες οι σχετικές Ελληνογερμανικές συνεννοήσεις δημοσιεύτηκαν στην "Ελληνική λευκή Βίβλο" και ασκήθηκε δίωξη επί εσχάτη προδοσία εις βάρος του Σκουλούδη. Στην απολογία του ο πρώην πρωθυπουργός υποστήριξε ότι υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη να συναφθεί το δάνειο αυτό, ώστε να μπορέσει το κράτος να συντηρηθεί στην δύσκολη συγκυρία της επιστράτευσης ενώ επικαλέστηκε ότι τήρησε τις διαπραγματεύσεις μυστικές έτσι ώστε να μην θεωρηθεί από τις δυνάμεις της Αντάντ ότι η Ελλάδα είχε αλλάξει πολιτικό προσανατολισμό, εγκαταλείποντας την ουδετερότητα.
Επίσης στην απολογία του υποστήριξε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη, είχε ακολουθηθεί και στο παρελθόν με δάνεια από χώρες της Αντάντ και σε κάθε περίπτωση υπήρχε το χρονικό περιθώριο και η δυνατότητα τα δύο δάνεια να περιληφθούν στον κρατικό προϋπολογισμό του 1917. Επίσης τόνιζε το γεγονός ότι ενώ κατηγορείται επί εσχάτη προδοσία για την σύναψη δανείου, η Βενιζελική κυβέρνηση στις διεθνείς της συναλλαγές είχε αναγνωρίσει το δάνειο ως νόμιμο και είχε υποσχεθεί την αποπληρωμή του.
Με τους ίδιους ακριβώς όρους και την ίδια δόθηκε και ένα δεύτερο ισόποσο δάνειο το 1916, σε μια Ελλάδα που δοκιμαζόταν σκληρά από την ασφυξία του Συμμαχικό ναυτικού αποκλεισμού που εν τω μεταξύ είχε ενταθεί. Όταν οι Βενιζελικοί κατέλαβαν την εξουσία χάρις την στρατιωτική βοήθεια της Αντάντ, εξόρισαν τους κυριότερους πολιτικούς τους αντιπάλους είτε σε νησιά είτε στο εξωτερικό. Ο Σκουλούδης γλίτωσε από την διαδικασία αυτή λόγω γήρατος (την κυβέρνηση του οι Βενιζελικοί την αποκαλούσαν "κυβέρνηση γερόντων"). Συγκεκριμένα η απόφαση του Γάλλου ύπατου αρμοστή Σαρλ Ζονάρ έκανε λόγω για "περιορισμό κατ΄ οίκον" σαν πρώτο μέτρο εις βάρος του, που ίσως συνοδευόταν από εξορία αν ο Σκουλούδης ανέπτυσσε αντικυβερνητική δραστηριότητα. Το 1918 εις βάρος του Σκουλούδη απαγγέλθηκαν βαρύτατες κατηγορίες για "εσχάτη προδοσία" για τον τρόπο που άσκησε τα καθήκοντα του ως Πρωθυπουργός και κρίθηκε προφυλακιστέος. Ο Σκουλούδης λόγω πολλών σοβαρών επεισοδίων και προστριβών με τους πρεσβευτές της Αντάντ, βρισκόταν σε μεγάλη δυσμένεια από το Βενιζελικό καθεστώς. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τα έκτροπα "Ιουλιανά", οι Βενιζελικοί επιδρομείς προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στην κατοικία του. Οι κατηγορίες ατόνησαν και τελικά εγκαταλείφθηκαν μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την εκλογική ήττα του Βενιζέλου. Το 1921 η Εθνική Συνέλευση αντιβενιζελικής σύνθεσης κήρυξε επίσημα άκυρη την κατηγορία και όλη τη διαδικασία. Η διάρκεια της πρωθυπουργίας του Σκουλούδη ήταν η τελευταία παρουσία του στην ελληνική πολιτική σκηνή. Πέθανε στις 19 Αυγούστου του 1928. Κληροδότησε πολλά περιουσιακά στοιχεία του σε διάφορα ιδρύματα, μεταξύ αυτών έργα τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη.
Με τα δάνεια αυτά η Γερμανία στήριξε τον Βασιλιά και τις φιλοβασιλικές κυβερνήσεις, καθώς η πολιτική της ουδετερότητας (έστω σε δεκάδες περιπτώσεις βάναυσα παραβιασμένη από την Αντάντ) εξυπηρετούσε τα Γερμανικά σχέδια στην περιοχή. Είναι φανερό πως η αποδοχή από την Ελληνική κυβέρνηση ενός τόσο σοβαρού δανείου πρόδιδε και την τοποθέτηση της έναντι των εμπολέμων του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ενώ αναμφίβολα δημιουργούσε σειρά πολιτικών και οικονομικών υποχρεώσεων παρά το γεγονός ότι η Γερμανία επισήμως δεν έθεσε κανένα όρο κατά την σύναψη του. Άλλωστε συνήθως η οικονομική εξάρτηση είναι ο προάγγελος της πολιτικής εξάρτησης και η Ελληνική Ιστορία στο σύνολο της αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Πάντως υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτό, πχ. η Ελλάδα το 1940 παρά την οικονομική της εξάρτηση από την Γερμανία και το κλήρινγκ, παρά την σύναψη σημαντικού δανείου και τις μεγάλες εξαγωγές καπνών και άλλων προϊόντων, τάχθηκε στο πλευρό της Αγγλίας.
Τελικώς τα περίφημα αυτά Γερμανικά δάνεια δεν κατέληξαν ποτέ στο Ελληνικό θησαυροφυλάκιο, λόγω ακριβώς του περίεργου μηχανισμού των δανείων που συνάπτονταν μεταξύ κρατών την εποχή εκείνη. Συγκεκριμένα η εν λόγω Γερμανική τράπεζα άνοιξε μια πίστωση στην Εθνική τράπεζα στο όνομα της Ελληνικής κυβερνήσεως, και η Εθνική τράπεζα εξέδωσε τραπεζογραμμάτια τα οποία χρησιμοποίησε η Ελληνική κυβέρνηση και τα οποία είχαν σταθερή αξία. Όταν όμως μετά το τέλος του πολέμου η Γερμανία βρέθηκε στο στρατόπεδο των ηττημένων, η Γερμανική τράπεζα δεν κάλυψε το άνοιγμα και τα τραπεζογραμμάτια που είχαν εκδοθεί έγιναν ακάλυπτα.