Το ημερολόγιο έλεγε 20 Απριλίου 1894 όταν ξαφνικά ένας ισχυρός σεισμός 6,8 - 6,6R με επίκεντρο Μαλεσίνα - Μαρτίνο χτυπά τον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο. Κανένας προσεισμός δεν προηγήθηκε πριν από το τρομερό συμβάν. Πριν τον σεισμό, κάποιος αγρότης ανέφερε ότι άκουγε παράξενους θορύβους στο κτήμα του στην περιοχή Θεολόγου, σαν κανονιοβολισμούς, να έρχονται μέσα από τον κόλπο. Πολλές φορές παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα πριν την εκδήλωση μεγάλων σεισμικών δονήσεων από μετακινήσεις που συντελούνται στο φλοιό της γης.
Μετά το σεισμικό γεγονός της 20ης Απριλίου ακολούθησε ένας ακόμη πιο ισχυρός, μεγέθους 7R, στις 27 Απριλίου με επίκεντρο την περιοχή Αταλάντης και προς Άγιο Κωνσταντίνο. Αμέσως μετά τον κύριο σεισμό, ο καθηγητής σεισμολογίας Κ. Μητσόπουλος έφτασε στην περιοχή και ανέφερε ότι οι σεισμοί αυτοί έγιναν αισθητοί σε ολόκληρη την Ελλάδα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μυτιλήνη έως και Κρήτη!). Το συνολικό αποτέλεσμα των δύο σεισμών ήταν να σκοτωθούν 255 κάτοικοι, να καταστραφεί σχεδόν ολόκληρη η περιοχή και να ερημώσουν οι ανατολικές κοινότητες της Λοκρίδας.
Ο κύριος σεισμός έδωσε ουσιαστικά το τελειωτικό χτύπημα στην περιοχή. Ερείπια του σεισμού είναι ακόμη και σήμερα ορατά σε παραλία στο Κυπαρίσσι. Ενδεικτικό επίσης του μεγέθους του φαινομένου αποτελεί και η αναφορά του στην αγγλική εφημερίδα «The Illustrated London News» στο φύλλο του της 2ας Ιουνίου 1894. Η σημαντικότερη γεωλογική συνέπεια των σεισμών του 1894 ήταν η δημιουργία του «μεγάλου χάσματος της Λοκρίδας» που αρχικά υπολογίσθηκε στα 60 χλμ ενώ σήμερα ύστερα από εκτεταμένες γεωσεισμικές έρευνες φαίνεται ότι η μεγάλη αυτή διάρρηξη δεν ξεπερνά τα 35 χλμ.
Οι σεισμοί προήλθαν από το ρήγμα της Αταλάντης, ένα κανονικό γεωλογικό ρήγμα, Α-Δ έως ΑΝΑ - ΔΒΔ, μήκους περίπου 35 χιλιομέτρων στην περιοχή της Φθιώτιδας. Το ρήγμα αυτό είναι τμήμα μιας ευρύτερης ρηξιγενούς ζώνης και υποδιαιρείται σε πέντε, τουλάχιστον, επιμέρους τμήματα. Η σεισμική δυναμικότητα του ρήγματος όταν ενεργοποιηθεί στο συνολικό του μήκος (34 χλμ), είναι της τάξης των σεισμών του 1894 (Μs=6.7-7.0), ωστόσο τα επιμέρους τμήματά του, όταν ενεργοποιούνται ανεξάρτητα, εκτιμάται ότι παράγουν σεισμούς μεταξύ Μ 5.5-6.6. Ειδικότερα μόνο το τμήμα της Αταλάντης μπορεί να συνδέεται με σεισμούς της τάξης του Μ 6.0. Εξαιτίας του σεισμού παρατηρήθηκαν μετατοπίσεις της τάξης 1-1,5 μέτρου κατά μήκος του ρήγματος της Αταλάντης και καθίζηση της πεδινής περιοχής κατά περίπου μισό μέτρο. Το φαινόμενο συνοδεύτηκε και από κατολισθήσεις, μεταβολές στα νερά και από τσουνάμι στο χωριό Κυπαρίσσι ύψους 3 μέτρων το οποίο έφτασε μέσα στην ξηρά περίπου 1 χιλιόμετρο!
Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες (Θ. Γκάνας) και ύστερα από προσομοίωση, αποδεικνύεται ότι τον Απρίλιο του 1894 έγιναν δύο σεισμοί πάνω στο ίδιο ρήγμα της Αταλάντης, δηλαδή ότι το ρήγμα έσπασε σε δύο κομμάτια. Ο πρώτος σεισμός έγινε στις 20 Απριλίου 1894 με μέγεθος 6,4 Ρίχτερ και έσπασε το κομμάτι από τη Λάρυμνα μέχρι το χωριό Προσκυνάς. Η συνδυασμένη μεταφορά τάσεων από τους δύο σεισμούς της Αταλάντης φόρτισε γειτονικά ρήγματα σε μια διεύθυνση βορειοδυτική - νοτιοανατολική και αντίστοιχα αποφόρτισε ρήγματα στη διεύθυνση βορειοανατολική - νοτιοδυτική. Η φόρτιση είχε αποτέλεσμα την έκλυση μικρότερων σεισμών, όπως το 1902 (5,8 Χαλκίδα), 1916 (5,8 Βόρειος Ευβοϊκός), το 1925 (5,0 Ψαχνά) και το 1928 (5,1 Θερμοπύλες). Αντίθετα, η αποφόρτιση των ρηγμάτων στην εγκάρσια διεύθυνση είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία σεισμικής ησυχίας στις περιοχές της Β. Εύβοιας και Κ. Βοιωτίας. Η ησυχία τελείωσε στη μεν Εύβοια το 1931, στη δε Βοιωτία το 1974 (σεισμική ακολουθία Ορχομενού). Επιπλέον, το φαινόμενο οδήγησε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση της σεισμικότητας μεταξύ Ευβοϊκού και Κορινθιακού Κόλπου η οποία όμως δεν έχει ληφθεί υπόψη στο αντισεισμικό σχεδιασμό της χώρας, ο οποίος βασίζεται σε μια στατιστική ανάλυση της σεισμικότητας και με μοντέλα που θεωρούν το κάθε σεισμικό γεγονός ανεξάρτητο από το προηγούμενο ή από το επόμενο. Σύμφωνα πάντα με τα νέα δεδομένα προκύπτει ότι ο μεν πρώτος είχε μέγεθος 6,4, ενώ ο δεύτερος 6,6 (με σφάλμα 0,2 Ρίχτερ).
Διαβάστε τι έγραφε τότε ο τύπος (εφ. "ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ") για την Αμφίκλεια (Δαδί) και τη Δρυμαία (Γλούνιστα), που είχαν υποστεί σοβαρότατες ζημιές από το πέρασμα του Εγκέλαδου.
Πηγές: