Πηγή: moro-blog.gr
Από την Μαρία Βόλλη
Στα παραμύθια είναι κυρίαρχη η διάσταση του απίστευτου. Το αφηγηματικό υλικό δεν είναι σε καμία περίπτωση συμβατό με την πραγματικότητα, είναι επινοημένο από τη φαντασία του αφηγητή και χρησιμοποιείται κυρίως για ψυχαγωγία και όχι για διδακτικούς σκοπούς. Αυτό είναι και το στοιχείο που διαφοροποιεί τα παραμύθια από τους εξίσου δημοφιλείς μύθους με ζώα, οι οποίοι είναι και το αρχαιότερο αφηγηματικό υλικό, κοινό σε όλους τους πρωτόγονους λαούς.
Το πρώτο παραμύθι που άκουσαν τα παιδιά ήταν συχνά δημιούργημα των μαμάδων ή των νταντάδων, το οποίο ήταν κάπως σύντομο και απλό και εξυπηρετούσε στο να αποκοιμηθεί το παιδί ευκολότερα.
Στην αρχαία Αθήνα μητέρες και τροφοί τραγουδούσαν στο παιδί όχι μόνο νανουρίσματα και τραγουδάκια, αλλά τους διηγούνταν, απ’ όταν έφθαναν σε ηλικία να τις καταλάβουν, ιστορίες της παραδόσεως. Αυτή ήταν η πρώτη διδασκαλία που λάβαιναν τα αγόρια.
Ξέρουμε, ότι τα ανυπάκουα παιδιά τα απειλούσαν με διάφορους “μπαμπούλες”, που τα ονόματά τους ήταν “Ακκώ, Αλφιτώ, Γελλώ, Γοργώ, Έμπουσα, Λάμια, Μορμώ ή Μορμολύκη, Εφιάλτης”, κοπάδι μεγάλο και τρομακτικό. Ο λύκος χρησίμευε κι αυτός σα φόβητρο, καθώς βλέπουμε από το μύθο του Αισώπου “O λύκος και η γριά”.
Στα φρόνιμα, όμως, παιδιά μητέρες και τροφοί συνήθιζαν να διηγούνται διασκεδαστικές ιστορίες, όπου τα ζώα είχαν τον πρώτο ρόλο (αυτούς τους αισώπειους μύθος, που ο Σωκράτης τους ήξερε απ’ έξω μέχρι τα γεράματά του και προσπάθησε να τους κάνει στίχους μέσα στη φυλακή του, λίγο πριν πεθάνει). Από αυτούς τους μύθους έβγαινε ένα δίδαγμα, το δίδαγμα της πείρας, και κατά συνέπεια μια διδασκαλία.
Χωρίς αμφιβολία, μητέρες και τροφοί έμπαζαν, λίγο αργότερα, το παιδί στη μυθολογία και στους εθνικούς μύθους. Του μετέδιδαν αυτά που οι ίδιες είχαν μάθει στην παιδική τους ηλικία και αργότερα πηγαίνοντας στις θρησκευτικές γιορτές και βλέποντας έργα τέχνης. Τα ετοίμαζαν έτσι για τη μελέτη των ποιημάτων του Ομήρου και του Ησιόδου, που θα γίνονταν αργότερα από το δάσκαλο της ανάγνωσης (το γραμματιστή).
Στην αρχαία Ελλάδα οι παραμυθάδες ονομάζονταν “λογοποιοί” ή “μυθοποιοί”, ενώ στην αρχαία Ρώμη “αρεταλόγοι”. Στην Τουρκία ονομάζονταν “μεντάχ” και ήταν αυτοί που κρατούσαν άγρυπνους τους πιστούς τις νύχτες που διαρκούσε το ραμαζάνι.
Σήμερα, ο όρος παραμύθι, που αντιστοιχεί στους όρους της σύγχρονης λαογραφίας folktale (αγγλικά) και Volks-märchen (γερμανικά), χρησιμοποιείται όχι μόνο για τα κατεξοχήν μαγικά παραμύθια, αλλά και για τις διηγήσεις όπου δρουν άνθρωποι με το απλό και φυσικό μέτρο των δυνατοτήτων τους, για θρησκευτικές ή αστείες διηγήσεις.
Το 1910 ο Φιλανδός λαογράφος και φιλόλογος Άντι Άαρνε δημοσίευσε ένα διεθνή κατάλογο των λαϊκών διηγήσεων, τον οποίο μετέφρασε και εμπλούτισε ο Αμερικανός συνάδελφός του Στιθ Τόμσον το 1928. Ο κατάλογος αυτός ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη επιστημονική προσπάθεια να ταξινομηθούν οι διάφοροι τύποι παραμυθιών, αλλά και οι διάφορες παραλλαγές του ίδιου παραμυθιού, όπως εμφανίζονταν κατά καιρούς στο όριο ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη σύγχρονη παράδοση. Ο σύγχρονος διεθνής κατάλογος περιέχει περισσότερες από 2.500 αφηγήσεις διάφορων τύπων, που όμως όλες συγκεντρώνουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού.
Η ανάγκη να συμπεριληφθούν κάτω από έναν γενικό κύκλο τα διάφορα είδη ήταν απόλυτα αναγκαία. Και αυτό γιατί, εκτός από τα διάφορα σημεία επαφής (δημοτικότητα, προφορική παράδοση, κ.ά.), πολλά από αυτά τα είδη είχαν κοινό ένα μεγάλο πρόβλημα! Το πρόβλημα της καταγωγής των παραμυθιών.
Τμήμα αυτού του προβλήματος είναι π.χ. το θέμα της ταυτότητας των διαφόρων μοτίβων ή θεμάτων, ακόμα και σε παραμύθια συγκεντρωμένα σε διαφορετικές εποχές και σε λαούς πολύ απομακρυσμένους μεταξύ τους.
Οι ρίζες του παραμυθιού
Ένα σημαντικό ερώτημα, που προέκυψε από την επιστημονική μελέτη του παραμυθιού, ήταν αυτό που αφορούσε τη γέννησή του. Γύρω απ’ αυτό κατά καιρούς διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες.
Η μυθολογική θεωρία:
Η πρώτη θεωρία εκφράστηκε από τους αδερφούς Γκριμ, οι οποίοι την εξέθεσαν στο δεύτερο τόμο της διάσημης συλλογής τους με λαϊκά παραμύθια που είχαν συλλέξει από την προφορική παράδοση, με τον τίτλο “Kinder und Haus- märchen” (1815). Οι δυο Γερμανοί φιλόλογοι διατύπωσαν την άποψη ότι τα παραμύθια, αν και νεότερα από τους μύθους και τα επικά τραγούδια, προέρχονταν από έναν κοινό χώρο, την κοιτίδα του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού και ότι από εκεί μετακινήθηκαν μαζί με τα ινδοευρωπαϊκά φύλα. Βασική ιδέα των Γκριμ ήταν, ότι τα παραμύθια ήταν κατάλοιπα αρχαίων μύθων, άρα ήταν έργο όχι μόνο της φαντασίας, αλλά αποδεικτικό στοιχείο μεγάλης ιστορικής αξίας. Την άποψή τους αυτή επανέλαβαν με μεγαλύτερη έμφαση στον τόμο των παρατηρήσεων που εξέδωσαν για τα δικά τους παραμύθια το 1856.
Στην αρχή, η θεωρία έγινε σεβαστή και υποστηρίχθηκε και από άλλους μελετητές, όπως ο Μαξ Μίλερ, ο Τζορτζ Κοξ, ο Άντζελο ντε Γκουμπερνάτις, κ.ά. Η μυθολογική θεωρία ξεπεράστηκε όμως πολύ γρήγορα και αντικρούστηκε από άλλες.
Η ινδική θεωρία:
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1859, εμφανίστηκε η ινδική θεωρία, η οποία διατυπώθηκε από τον Γερμανό φιλόλογο και σανσκριτολόγο Τέοντορ Μπένφαϊ στη μακροσκελή εισαγωγή της γερμανικής μετάφρασης (1959) της Πανταστάντρα, της παλαιότερης ινδικής συλλογής παραμυθιών. Σύμφωνα με τον Μπένφαϊ, οι μύθοι προέρχονται από τη Δύση και κυρίως από τους ελληνικούς μύθους του Αισώπου, σε αντίθεση με τα παραμύθια που προέρχονται από την Ινδία και μάλιστα από την ινδουϊστική και βουδιστική της παράδοση.
Πολλά από αυτά τα παραμύθια διαδόθηκαν πριν από τον 10° αιώνα μέσω της προφορικής παράδοσης προς τη βόρεια Ασία και προς τη Δύση. Άλλα παραμύθια, κυρίως μετά τον 10° αιώνα, διαδόθηκαν στην Ευρώπη μέσα από μια μακριά σειρά διαδοχικών μεταφράσεων (με έντονη την ισλαμική επίδραση), κυρίως μέσω του Βυζαντίου, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Σύμφωνα πάντα με τον Μπένφαϊ, κάποια άλλα παραμύθια με βουδιστική έμπνευση διαδόθηκαν από την Ινδία στην Κίνα και το Θιβέτ και από εκεί, μέσω των Μογγόλων, έφθασαν στην Ευρώπη.
Πολύ σύντομα η θεωρία ξεπεράστηκε, αφού αποδείχτηκε ότι η Ινδία ήταν μια από τις κυριότερες πηγές δημιουργίας των παραμυθιών, δεν ήταν όμως η μοναδική.
Η πολυγενετική ή ανθρωπολογική θεωρία:
Το 1873 οι Άγγλοι ανθρωπολόγοι Έντουαρντ Τέιλορ και Άντριου Λανγκ, επηρεασμένοι από την θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου, διατύπωσαν μια καινούργια θεωρία. Σύμφωνα μ’ αυτή, η καταγωγή των παραμυθιών θα έπρεπε να αναζητηθεί στη διανοητικότητα και στις ψυχικές δυνάμεις του πρωτόγονου ανθρώπου, ο οποίος έβλεπε τη φύση, τον ήλιο, τους ανέμους, κ.ά., σαν όντα με ψυχή. Η συγκεκριμένη θεωρία, που δεχόταν την ομοιότητα του ψυχικού και πνευματικού κόσμου όλων των πρωτόγονων ανθρώπων, θεωρούσε δυνατή την παράλληλη δημιουργία παρόμοιων βασικών διηγήσεων σε εντελώς διαφορετικά σημεία του πλανήτη.
Η ιστορικογεωγραφική θεωρία:
Ο Φιλανδός λαογράφος και φιλόλογος Άντι Άαρνε, που όπως ανέφερα δημοσίευσε ένα διεθνή κατάλογο των λαϊκών διηγήσεων το 1910, διατύπωσε μια καινούρια θεωρία με τον επίσης Φιλανδό Κάαρλε Κρον. Οι δυο επιστήμονες υποστήριξαν, ότι ένα παραμύθι σε μια χώρα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά με ένα σταθερό τρόπο, χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις. Όταν όμως μεταδίδεται σε κάποια άλλη χώρα, αλλάζει και προσαρμόζεται στο νέο πολιτιστικό περιβάλλον.
Η συμβολιστική θεωρία:
Η διανοητικότητα και ο κόσμος των πρωτόγονων ανθρώπων υποδεικνύουν στα θέματα των παραμυθιών τα τελευταία ίχνη αρχαίων μύθων. Ο Άρνολντ Κουρ Βαν Γένεπ συνέδεσε τα παραμύθια με αρχαίους τοτεμικούς μύθους και σχετικές τελετές. Ο Χανς Νάουμαν υποστήριξε, ότι υπάρχουν ίχνη στοιχείων σχετικών με την πίστη στην επιστροφή των νεκρών στη γη. Τέλος, ο Σέντλιβ μελετώντας τα παραμύθια του Σαρλ Περό διατύπωσε την άποψη, ότι προέρχονται από παλιές τελετουργίες των εποχών του έτους και της μύησης.
Η ψυχαναλυτική θεωρία:
Μια άλλη, τέλος, θεωρία, τις βάσεις της οποίας έθεσε ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, υποστηρίζει την καταγωγή του παραμυθιού από το όνειρο. Η θεωρία αυτή, αν και δεν κατάφερε να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στην προέλευση των παραμυθιών, κατάφερε να προσφέρει μια νέα διάσταση στη μελέτη τους.
Διαφορετικές εκδοχές ανά χώρα
Τα αδύνατα σημεία των παραπάνω θεωριών, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς ξεπερασμένη, είναι η υπερβολική τους γενίκευση και η αξίωση να δώσουν μια μοναδική λύση στο πρόβλημα της καταγωγής των παραμυθιών, ενώ θα έπρεπε να αναζητηθούν λύσεις διαφορετικές για κάθε τύπο παραμυθιού.
Ένα είναι γεγονός: τα δημοφιλή παραμύθια και οι λαϊκοί μύθοι είναι πολύ παλιοί. Αυτό διαπίστωσε μια πρόσφατη βρετανική έρευνα, που εστιάστηκε στη διάσημη “Κοκκινοσκουφίτσα”. Διαπιστώθηκε, ότι όχι μόνο υπάρχουν τουλάχιστον 70 παραλλαγές της σε όλο τον πλανήτη, αλλά ότι η προέλευση της ιστορίας χάνεται στο βάθος του χρόνου.
Μια νέα μελέτη από ανθρωπολόγους, υπό τον ιρανικής καταγωγής δρ. Τζέιμι Τεχράνι του βρετανικού πανεπιστημίου του Ντέραμ, σύμφωνα με τη βρετανική “Τέλεγκραφ”, αναζήτησε την καταγωγή των πιο διάσημων παιδικών και λαϊκών ιστοριών, υιοθετώντας νέες τεχνικές, που συνήθως χρησιμοποιούν οι βιολόγοι, για να κατατάξουν τα διάφορα είδη στο “δέντρο της ζωής” και έτσι να εντοπίσουν τις διαδοχικές φάσεις της εξέλιξης μέχρι έναν κοινό πρόγονο στο απώτατο παρελθόν.
Όπως διαπιστώθηκε, η ευρωπαϊκή εκδοχή της “Κοκκινοσκουφίτσας” μιλά για ένα λύκο που έχει μασκαρευτεί σαν γιαγιά. Στην κινεζική μια τίγρη αντικαθιστά το λύκο, ενώ στην ιρανική, όπου δεν είναι νοητό ένα κοριτσάκι να περπατά μόνο του στο δάσος, ο πρωταγωνιστής είναι αγοράκι. Αντίθετα με την κυρίαρχη άποψη ότι η “Κοκκινοσκουφίτσα” κατάγεται από τη Γαλλία, λίγο πριν ο Σαρλ Περό παρουσιάσει την πρώτη γραπτή εκδοχή της ιστορίας κατά τον 17° αιώνα, την οποία στον 19° αιώνα ξαναέγραψαν οι αδελφοί Γκριμ, η έρευνα του δρ. Τεχράνι κατέληξε ότι στην πραγματικότητα διάφορες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας μοιράζονται κάποιον κοινό “πρόγονο”, που υπήρξε τουλάχιστον πριν 2.600 χρόνια.
Ο άγνωστος κοινός “πρόγονος” εκτιμάται ότι πρέπει να έμοιαζε με μια άλλη ιστορία, το “Λύκο και τα Παιδιά”, όπου ο λύκος προσποιείται ότι είναι μια κατσικούλα, για να μπορέσει να μπει σ’ ένα σπίτι γεμάτο κατσίκες. Οι διάφορες αφρικανικές παραλλαγές της “Κοκκινοσκουφίτσας” θεωρείται ότι προέρχονται από αυτή την συγγενική ιστορία, οι παραλλαγές του Ιράν αποτελούν στενό συγγενή της ευρωπαϊκής “Κοκκινοσκουφίτσας”, ενώ οι παραλλαγές που συναντώνται στην Ιαπωνία, την Κορέα, την Κίνα και τη Βιρμανία, αποτελούν μια ξεχωριστή ασιατική οικογένεια.
Όπως δήλωσε ο Τεχράνι, “διαχρονικά αυτές οι λαϊκές ιστορίες έχουν αδιόρατα αλλάξει και έχουν εξελιχθεί, προσαρμοζόμενες όπως ένας βιολογικός οργανισμός. Επειδή πολλές καταγράφηκαν πολύ μετά την αρχική δημιουργία τους, έχουν επανεφευρεθεί από εκατοντάδες γενιές. Η μελέτη της εξάπλωσης και των μεταβολών αυτών των ιστοριών μάς μαθαίνει διάφορα πράγματα για την ανθρώπινη ψυχολογία και για το είδος των πραγμάτων που θεωρούμε αξιομνημόνευτα”.
Άγνωστο παραμένει, με ποιον τρόπο η ιστορία της “Κοκκινοσκουφίτσας” πέρασε από τη μια χώρα στην άλλη, αλλά είναι πιθανό αυτό να συνέβη κατά μήκος των διακρατικών εμπορικών οδών της αρχαιότητας και μέσω της συνεχούς μετακίνησης ανθρώπων από τόπο σε τόπο. Σύμφωνα με μια θεωρία, η εξάπλωση αυτών των ιστοριών είχε και μια άλλη μισο-συνειδητή αιτία: την επιθυμία να περάσουν στις νεότερες γενιές μια σειρά από ιδέες και συμβουλές για καλύτερη επιβίωση, π.χ. για την αντιμετώπιση της βίας και της απάτης.
Η αρχαιότερη ιστορία που βρέθηκε μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους Bρετανούς μελετητές, είναι ένας μύθος του Αισώπου, που χρονολογείται από τον 6° αι. π.Χ περίπου. Συνεπώς, όπως ανέφεραν, ο κοινός πρόγονος όλων αυτών των παιδικών ιστοριών πρέπει να αναζητηθεί ακόμα πιο πίσω στο χρόνο. “Ψάχνουμε μια πολύ αρχαία ιστορία, που εξελίχτηκε με το πέρασμα του χρόνου”, ανέφερε ο Τεχράνι, ο οποίος παρουσίασε την έρευνά του στο Βρετανικό Φεστιβάλ Επιστήμης τον Σεπτέμβριο του 2009.
Από την προφορική στην έντεχνη λογοτεχνία
Η αποδοχή των παραμυθιών ως αναγνωρισμένο είδος της λαϊκής λογοτεχνίας και συνεπώς η διατύπωση των σχετικών φιλολογικών προβλημάτων, είναι σχετικά πρόσφατη, αφού μόνο μετά το έργο των αδελφών Γκριμ θεωρήθηκε ότι το παραμύθι (με τη μετάβαση από την προφορική παράδοση στην γραπτή λογοτεχνία) μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο βοήθημα για τη γνωστική, γλωσσική και αισθησιοκινητική καλλιέργεια του παιδιού.
Εδώ χρειάζεται να διακρίνουμε το λαϊκό παραμύθι από το λόγιο, καθώς οι όροι συγχέονται συστηματικά, γιατί οι δυο μορφές συνυπήρξαν και αλληλεπέδρασαν στην Ευρώπη από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά. Αυτό οφείλεται στη σταδιακή διαφοροποίηση του κοινού που αποδέχτηκε το παραμύθι. Ενώ αρχικά αποτελούσε ένα είδος προφορικής ψυχαγωγίας για τα λαϊκά στρώματα, στη συνέχεια πέρασε στους αστικούς κύκλους, όπου επίσημοι αποδέκτες του κατέληξαν να είναι τα παιδιά.
Οι διαφορές ανάμεσα στο (προφορικό) λαϊκό και το (γραπτό) λόγιο παραμύθι αφορούσαν την παραγωγή, τη μεταβίβαση και τη λειτουργία του παραμυθιακού λόγου.
Τα πρώτα και τα περισσότερα παραδείγματα επεξεργασμένων φιλολογικά παραμυθιών προέρχονται από την Ανατολή, με γνωστότερο παράδειγμα τις “Χίλιες και μια νύχτες”. Στην Ευρώπη τα παραμύθια απέκτησαν τη μεγαλύτερη έντεχνη ανάπτυξη μέσω των δραματικών παραμυθιών του Σέξπιρ (Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, Τρικυμία), του Γιόχαν Λούντβιχ Τίικ, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του Τζαμπατίστα Μπαζίλε (Το παραμύθι των παραμυθιών), του Στραπαρόλα (Οι ευχάριστες νύχτες), του Βοκκάκιου (Δεκαήμερο), κ.ά.
Σε πολλές από τις παραπάνω περιπτώσεις τα παραμύθια έγιναν έντεχνα και επιτηδευμένα έργα, ενώ ο λαός, που τα είχε διατηρήσει μέσα στους αιώνες, δε φαινόταν πια καθόλου. Το ρομαντικό κίνημα υπογράμμισε τη σημασία του λαϊκού αφηγητή και προώθησε συλλογές παραμυθιών, σύμφωνες με το αρχικό κείμενο. Έτσι, το παραμύθι πέρασε σταδιακά από το συλλογικό στο ατομικό επίπεδο και από την αγροτική στην αστική τάξη.
Υ.Γ. Η λεζάντα του άρθρου καθώς και η ιδέα για την αναδημοσίευση αυτού του υπέροχου άρθρου οφείλονται στο άκουσμα του παρακάτω τραγουδιού του συγκροτήματος των Ξύλινων Σπαθιών: