Από το βιβλίο «Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Α’» του Τάσου Βουρνά, εκδόσεις Πατάκη
Το 1848, ολόκληρη σχεδόν η Eυρώπη συνταράχθηκε από επαναστατικά κινήματα. Στον «ελλαδικό» χώρο, ο αντίκτυπος αυτών των κινημάτων ήταν άμεσος με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις των χωρικών. Η κατάσταση ήταν αρκετά ρευστή και εκρηκτική, οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη αρκετά γρήγορα, διάφοροι αξιωματικοί του στρατού και παλαιοί οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821 είχαν περάσει στη λησταντάρτικη δράση εναντίον του καθεστώτος του Όθωνα και, όταν τον Mάρτιο του 1853 ξέσπασε ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, οργανώθηκαν ένοπλα σώματα, τα οποία πέρασαν στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Θεσσαλία και Ήπειρο για να τις απελευθερώσουν.
Η πείνα, η δυστυχία και η εξαθλίωση στην οποία είχε περιέλθει ειδικά ο λαός της υπαίθρου, αποτέλεσαν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, τα οποία, οπωσδήποτε, δεν εμφανίσθηκαν ως δια μαγείας, αλλά ως συνέπεια της πολιτικής των εκάστοτε Οθωμανών ή Ελλήνων εξουσιαστών και κυρίαρχων. Αποτελούσαν τη συνέχεια του άδικου εκμεταλλευτικού συστήματος εναντίον των λαϊκών στρωμάτων από τα βυζαντινά ακόμα χρόνια, που εξελίχθηκε και πήρε τρομακτικές διαστάσεις κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Οι περισσότερες από τις εξεγέρσεις αυτές έθεσαν και ανέδειξαν καίρια κοινωνικά ζητήματα, όπως η αναδιανομή και η συλλογική καλλιέργεια της γης και η κοινοκτημοσύνη.
Την εποχή αυτή στον «ελλαδικό» χώρο κυριαρχούσαν οι φεουδαρχικές σχέσεις και ένα καθεστώς πολύπλευρης καταπίεσης. Bιομηχανικές μονάδες δεν υπήρχαν, με κάποια εξαίρεση τα ναυπηγεία της Σύρου και κάποιες άλλες μεταπρατικές εμπορικές επιχειρήσεις στα λιμάνια της Πάτρας, του Πειραιά και του Bόλου.
Έτσι, τα επαναστατικά γεγονότα της Eυρώπης, των οποίων ο απόηχος κατέφθασε και στον «ελλαδικό» χώρο, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση του λαού, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για το ξεκίνημα ενός γενικότερου επαναστατικού κοινωνικού κινήματος εναντίον της οθωνικής και κάθε άλλης εξουσίας.
Η προετοιμασία του αγώνα
Τα γεγονότα της Αθήνας χρωματίζουν αποφασιστικά την κατάσταση. Τόσο ανάμεσα στις πλατιές λαϊκές μάζες, όσο και στους πολιτικούς κύκλους, είχε γίνει συνείδηση πως, παρά την κυβερνητική μεταβολή, ο βραχνάς της κωλετικής πολιτικής εξακολουθούσε να ρυθμίζει τις τύχες του τόπου. Μέσα στο λαό συντελούνται γοργές ανακατατάξεις, που εμφανίζουν το πολιτειακό και πολιτικό πρόβλημα σε νέα μορφή. Πέρα από την τροχιά των ξενοκίνητων κομμάτων, το δημοκρατικό ρεύμα ξεπετιέται και καταχτά σημαντικά τμήματα του λαού, με αναγεννητικές για τη χώρα επιδιώξεις και με προσπάθεια να συνδεθεί με τη ζωντανή ευρωπαϊκή δημοκρατική παράδοση, που ξαναγεννιέται και απλώνεται γοργά από τη Δύση προς την Ανατολή, από τη Γαλλία ως τη Μολδοβλαχία και Πολωνία.
Το δημοκρατικό κίνημα του λαού αντιμετωπίζει το ιδεολογικό μέτωπο των συνασπισμένων κυβερνητικών και αντιπολιτευομένων, που συμφωνούν ότι η δημοκρατία δεν είναι παρά αναρχία και πηγή δυστυχίας για την Ελλάδα. Και κοντά στα άλλα, προβάλλεται σαν μια από τις βασικότερες απειλές ότι ο τσάρος θα καταπνίξει κάθε απόπειρα ανατροπής του θρόνου με όλα τα μέσα που διαθέτει.
Η δημοκρατική ιδέα που ξαναγεννιέται στην Ελλάδα, στα 1848, είναι καταδικασμένη να μαζέψει τα φτερά της, όπως τα μάζεψε στη φωτιά του αγώνα και στα πρώτα μεταπελευθερωτικά φτερουγίσματα κάτω από τη συνασπισμένη ολομέτωπη επίθεση των ξένων και του πολιτικού κατεστημένου.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα γεγονότα. Στις τελευταίες μέρες του Μάρτη του 1848, ο λαϊκός αναβρασμός αρχίζει να ανησυχεί σοβαρά και την αντιπολίτευση, που φοβάται πως μια ενδεχόμενη λαϊκή εξέγερση θα σαρώσει όλο το φαυλοκρατικό πολιτικό συγκρότημα. Το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη γίνονται συγκεντρώσεις ανταρτών στην ελληνοτουρκική μεθόριο και παράλληλα συνεννοήσεις με παραμεθόρια ελληνικά στρατιωτικά τμήματα για κοινή αντικυβερνητική δράση. Στις αρχές Απριλίου, οι συγκεντρώσεις των ανταρτών είχαν ολοκληρωθεί στο παραμεθόριο σημείο Δερβέν-Φούρκα. Η Αθήνα και όλος ο ελληνικός λαός, με σταματημένη την αναπνοή περιμένουν από ώρα σε ώρα την εισβολή και μ’ αυτή την έναρξη μιας νέας αποφασιστικής φάσης του εμφυλίου πολέμου που κατατρώει τις σάρκες της Ελλάδας από τα χρόνια του αγώνα, με μικρά διαλλείματα εσωτερικής ειρήνης ως την ημέρα που ο μισητός Βίτελσμπαχ αναγκάζεται από τον επαναστατημένο λαό να εγκαταλείψει για πάντα τα ελληνικά χώματα, πάνω σε εγγλέζικο πολεμικό.
Οι αντάρτες περνούν τη μεθόριο
Πραγματικά, η εισβολή των ανταρτών στο ελληνικό έδαφος, που όλοι την περιμένουν σαν αποφασιστικό παράγοντα στη λύση του κοινωνικού και πολιτικού αδιεξόδου της χώρας, αρχίζει στις 9 Απριλίου από το παραμεθόριο σημείο Δερβέν-Φούρκα, όπου παρατηρούνται και οι αντάρτικες συγκεντρώσεις. Στην αρχή, μικρή δύναμη ενόπλων με τον αντισυνταγματάρχη Βελέντζα προωθείται στην περιοχή του δήμου Πτελεατών της Φθιώτιδος και καταλαμβάνει το χωριό Σούρπη. Η είσοδος πραγματοποιήθηκε αναίμακτα και οι αντάρτες μπαίνοντας στο χωριό περιορίστηκαν να αντικαταστήσουν το διορισμένο δήμαρχο των κωλετικών με τον εκλεκτό της λαϊκής ψήφου Γεωργιάδη, που η κυβέρνηση τον είχε πάψει αυθαίρετα.
Το κυβερνητικό φύλλο μας δίνει μια ακριβή εικόνα των ζυμώσεων και της ταχύτητας που εξαπλώνονταν η ένοπλη εξέγερση στις περιοχές των συνόρων. Οι αγρότες, όπως θα δούμε, ξεσηκώνονται αθρόοι και ακολουθούν τους αντάρτες. Μετά την πρώτη κρούση του Βελέντζα, επακολούθησε η εισβολή και των υπόλοιπων αντάρτικων δυνάμεων που ‘χαν συγκεντρωθεί πέρα από τα σύνορα και μια μεγάλη περιοχή της κοιλάδας μεταξύ Όρθρυος και Καλίδρομου καταλαμβάνεται. Όλα τα χωριά γύρω από τη Λαμία περιέρχονται στην κατοχή τους, εκτός από την πόλη της Λαμίας και οι ένοπλες δυνάμεις των ανταρτών αναπτύσσονται στρατηγικά και καταλαμβάνουν τα κλειδιά της περιοχής. Ο Βελέντζας προωθείται στο χωριό Σαρμουσακλή. Ο ταγματάρχης Μπαλατσός στα χωριά Μεγάλη Βρύση και Φαρδύ, ο ταγματάρχης Κοντογιάννης στο Λιανοκλάδι, ο αντισυνταγματάρχης Παπακώστας Τζαμάλας στο Μαυρολιθάρι με κατεύθυνση προς την Άμφισσα, Χρυσό, Δελφούς και Αράχοβα, όπου στην τελευταία αυτή προσχώρησαν στις δυνάμεις του και οι στρατιωτικές δυνάμεις των κυβερνητικών. Έτσι, η πόλη της Λαμίας και η περιοχή της βρίσκονται σε κλοιό.
Οι στρατηγικές προϋποθέσεις στην πρώτη τούτη φάση ήταν ευνοϊκότατες για τους αντάρτες. Αν και διαθέτουν ελάχιστες δυνάμεις, έχουν εξασφαλισμένη τη λαϊκή συμπαράσταση όλης της περιοχής. Η κυβέρνηση βρέθηκε απροετοίμαστη για στρατιωτική δράση. Οι δυνάμεις προκάλυψης των συνόρων δεν χτυπήθηκαν από τους αντάρτες , που με κάθε τρόπο ήθελαν να αποφύγουν να χυθεί αδελφικό αίμα.
Η κυβερνητική αντίδραση
Μετά την προώθηση των ανταρτών μέχρι τις βόρειες προσβάσεις του Ελικώνα και τις πρώτες πολιτικές τους ενέργειες, η κυβέρνηση βλέποντας πως είχε να αντιμετωπίσει σοβαρές πια δυνάμεις που δημιουργούσαν κατάσταση όχι μόνο στα ανταρτοκρατούμενα εδάφη, αλλά και σε όλη τη χώρα, αποφάσισε να δράσει με όλα τα μέσα που διέθετε. Έτσι, στις 14 Απριλίου, μια βδομάδα ύστερα από την εισβολή και ταυτόχρονα με την πρώτη βραχύλογη ανακοίνωσή της προς το λαό, αρχίζει τον ιδεολογικό πόλεμο κατά των δημοκρατικών δυνάμεων, διακηρύσσοντας επίσημα τη συκοφαντία ότι η εισβολή γίνεται με οθωμανικά στρατεύματα.
Αφού άφησαν και πέρασε μέσα σε πανικό και αναποφασιστικότητα η πρώτη βδομάδα από την ημέρα της προώθησης των ανταρτών στα στρατηγικά σημεία που είχαν εκλέξει, κινητοποιούν τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις αυτές είναι ανεπαρκέστατες, απρόθυμες να πολεμήσουν, συμπαθούν περισσότερο τους αντάρτες παρά την κυβέρνηση και προέρχονται από την τοπική στρατολογία.
Και από τις δύο πλευρές καταβάλλονται σύντονες προσπάθειες στρατολογίας και προετοιμασίας για μια αποφασιστική αναμέτρηση, όταν έφτασαν στην αναστατωμένη πρωτεύουσα οι πρώτες επίσημες πληροφορίες για σύγκρουση των ανταρτικών και κυβερνητικών δυνάμεων, προερχόμενες από την έκθεση του νομάρχη Φθιώτιδος, με ημερομηνία 18 Απριλίου.
Μάχη της Υπάτης. Ήττα και διάλυση των ανταρτών. Διωγμοί.
Οι αντάρτικες δυνάμεις υπό τους Βελέντζα και Κοντογιάννη είχαν αποσυρθεί στην Υπάτη κι είχαν περιχαρακωθεί στην πόλη. Ο Μαμούρης (επικεφαλής των κυβερνητικών δυνάμεων), διατηρώντας άθικτες τις δυνάμεις του, κίνησε αμέσως εναντίον της Υπάτης. Μετά ολιγοήμερη πολιορκία, η πόλη εγκαταλείπεται από τους αντάρτες τα μεσάνυχτα τις 8 προς 9 Μαΐου, και συντεταγμένοι τρέπονται προς την οροθετική γραμμή. Η μάχη από την ημέρα της πολιορκίας μέχρι την αποχώρηση των ανταρτών στάθηκε σκληρή και κόστισε τεράστιες καταστροφές στην πόλη. Οι κυβερνητικοί κατηγορούν τους αντάρτες για απόπειρα εμπρησμού της Υπάτης αλλά το πράγμα δεν φαίνεται να είναι αληθινό. Μεταξύ των απωλειών, συγκαταλέγεται και η καταστροφή της βιβλιοθήκης του Αινιάνος, που αποτελούνταν από πολυτιμότατα χειρόγραφα.
Η ήττα της Υπάτης είχε σαν συνέπεια την κατάρρευση ολόκληρου του αντάρτικου μετώπου. Ο Παπακώστας και οι άλλοι οπλαρχηγοί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους γύρω στο Παλιοχώρι και παίρνουν κι αυτοί το δρόμο προς την οροθετική γραμμή.
Τη νίκη των κυβερνητικών αναγγέλλει το Υπουργείο των στρατιωτικών με σχετική εγκύκλιο προς το στρατό.
Έτσι, ένα μήνα περίπου μετά την εκδήλωση της πρώτης αντάρτικης εισβολής στη Στερεά, ο αγώνας τελείωσε υπέρ των κυβερνητικών, αφού πέρασε από πολλές εναλλασσόμενες φάσεις κι απείλησε σοβαρά την κυβέρνηση.
Η ξαφνική κατάρρευση του μετώπου των ανταρτών με το πρώτο χτύπημα και μάλιστα ύστερα από μια σειρά νικηφόρων πολιτικών ζυμώσεων και νικών στο πεδίο της μάχης, δείχνει ανάγλυφα τις βασικές ελλείψεις που παρατηρήθηκαν στο στρατόπεδο των ανταρτών: Βασική απουσία πολιτικής ηγεσίας για το συντονισμό και διεξαγωγή του αγώνα, βασική απουσία στρατηγικού σχεδίου και ενιαίας κατεύθυνσης των επιχειρήσεων, βασικά σφάλματα στη διεξαγωγή της ένοπλης δράσης με την παραδοχή στατικού σχεδίου επιχειρήσεων οχυρωμένων θέσεων. Από τις κλασσικές μεθόδους του παρτιζάνικου αγώνα, αρχίζοντας από τους αγώνες ενάντια στο Ναπολέοντα μέχρι και τους αγώνες του 1848, οι Έλληνες αντάρτες δεν εφάρμοσαν ούτε μία, παραμερίζοντας ακόμα και τη ζωντανή παράδοση του ’21, που ήταν γι’ αυτούς το πιο άμεσο παρελθόν.
Η κατάληψη της Υπάτης και η απώθηση των ανταρτών προς την οροθετική γραμμή είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει όλη η περιοχή της λεγόμενης τότε «Ανατολικής Ελλάδος», του ανατολικού τμήματος δηλαδή της Στερεάς, στον έλεγχο των κυβερνητικών. Η είσοδος τους σε περιοχή που είχε συμπαρασταθεί και είχε τροφοδοτήσει με έμψυχο υλικό το αντάρτικο αποτελεί απαρχή δεινής συμφοράς για τους αγροτικούς πληθυσμούς. Είναι αφάνταστο το όργιο των διωγμών, των συλλήψεων, των φυλακίσεων και των δολοφονιών που ξέσπασαν σε βάρος τους.
Τελικές κρίσεις και συμπεράσματα για τα γεγονότα του 1848
Εξετάζοντας την ιδεολογία του ελληνικού 1848, θα βρούμε αρκετά τα σημεία επαφής με την ιδεολογία του ευρωπαϊκού.
Το ευρωπαϊκό αίτημα για άμεση κατάληψη της εξουσίας από την αστική τάξη, όπως εκφράστηκε στις λεπτομέρειες του – κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, εθνικές και ατομικές ελευθερίες – μπήκε και στον τόπο μας με οξύτητα, άσχετα αν οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν ανώριμες για την πραγμάτωσή του. Όμως, μπήκαν επιτακτικά τα αιτήματα για κοινωνικές – αγροτικές μεταρρυθμίσεις, για συνταγματικές και ατομικές ελευθερίες και για εθνική ανεξαρτησία.