Καταγωγή - Ταυτότητα - Μορφολογικά χαρακτηριστικά Μουριάς
Η μουριά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό το οποίο ανήκει στην τάξη ουρτικώδη και στην οικογένεια μορείδες. Είναι αξινομούνται 12 περίπου είδη μουριάς.
Έχει καταγωγή από τη Βόρεια Αμερική και την Ασία. Ο κορμός του δέντρου περιέχει ένα γαλακτώδες υγρό σε άφθονη ποσότητα και γίνεται εμφανές αυτό όταν τραυματιστεί. Τα φύλλα της είναι οδοντωτά μεγάλα σε σχήμα καρδιάς, με τα οποία οι "υπομονετικοί" άνθρωποι παρατηρούσαν το σκουλήκι του μεταξοσκώληκα να υφαίνει το κουκούλι του κι απ’ αυτό να βγάζει το πολύτιμο μετάξι του. Τα άνθη της μονογενή με απλό περιάνθιο και μονόχωρη ωοθήκη που αποτελείται από δύο συνήθως καρπόφυλλα, διατάσσονται δε σε αρσενικές και θηλυκές ταξιανθίες. Ο καρπός της μουριάς είναι το μούρο.
Ιστορικά στοιχεία
Στην Ελλάδα η μουριά καλλιεργείται εδώ και 3000 χρόνια. Από τα παλαιά χρόνια τόσο η λευκή όσο και η μαύρη μουριά ήταν σεβαστά ως σύμβολο σοφίας. Η λευκή μουριά χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κινέζικη ιατρική εδώ και αιώνες. Αυτό το είδος το καλλιεργούσαν οι Κινέζοι από το 2960 π.Χ. για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων (τρώνε τα φύλλα). Τα φύλλα της μαύρης μουριάς έκαναν τραχύτερο το μετάξι και δεν τα προτιμούσαν. Στην Ευρώπη χρησιμοποιούσαν το φλοιό και τα φύλλα της μαύρης μουριάς για θεραπευτικούς σκοπούς από τον 16ο αιώνα. Τα μούρα τα χρησιμοποιούσαν σε φλεγμονές και ως αιμοστατικά. Τον φλοιό για πονόδοντο και για να δώσουν χρώμα σε ποτά. Τα φύλλα για δαγκώματα ερπετών και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από ακόνιτο. Από τους καρπούς παρήγαγαν γλυκά και σιρόπι θεραπευτικό που χρησιμοποιούσαν σε στοματίτιδες και φαρυγγίτιδες. Τα άγουρα μούρα τα χρησιμοποιούσαν ως ανθελμινθικά. Χρησιμοποιούσαν επίσης το βραστάρι της φλούδας και των φύλλων για τον πονόδοντο και ως στοματόπλυμα. Τα φύλλα κοπανισμένα σε αλοιφή με ελαιόλαδο ήταν χρήσιμα για πληγές από εγκαύματα. Τα φύλλα τα έβραζαν μαζί με φύλλα αμπελιού και συκιάς (προπαντός αυτής που κάνει μαύρα σύκα) για το λούσιμο των μαλλιών που ήθελαν να μαυρίσουν.
Τα σημαντικότερα είδη μουριάς
1. Η λευκή μουριά (Μορέα η λευκή - Morus alba) ή κοινή. Έχει λευκούς και μερικές φορές κόκκινους καρπούς. Καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις στην Κίνα κυρίως για τα φύλλα της που δίνονται τροφή στους μεταξοσκώληκες και για την καλή ποιότητας ξυλεία που παράγει. Αξιοσημείωτο είναι ότι σπάνια βρίσκεις αυλή εκεί, χωρίς μία μουριά. Φτάνει στο ύψος τα 15 μέτρα, τα κλαδιά του απλώνονται και ο φλοιός του είναι χρώματος γκρίζου. Στην Ελλάδα λέγεται πως την έφεραν από την Κίνα μοναχοί γύρω στο 560 μ.Χ. Είναι καλλωπιστικό δέντρο και δίνει πολύ πλούσια σκιά.
2. Η μαύρη μουριά (Μορέα η μέλαινα - Morus nigra). Το ύψος της φτάνει τα 10 μέτρα και η καταγωγή της είναι από το Ιράν. Είναι το πιο κοινό είδος μουριάς και εξαπλώθηκε παγκοσμίως πολύ γρήγορα. Από το 15ο αιώνα μ.Χ. την καλλιεργούσαν στην Ιταλία και τα φύλλα της δίνονταν τροφή στους μεταξοσκώληκες. Όμως επειδή τα φύλλα της λευκής μουριάς θεωρούνται σαν καλύτερη τροφή, γρήγορα αντικαταστάθηκε από αυτή. Σήμερα καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό της που είναι ο πιο νόστιμος από όλα τα είδη. Η ξυλεία της είναι καλής ποιότητας και μπορεί να επεξεργαστεί κατάλληλα. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή αγροτικών εργαλείων, πασσάλων, στην επιπλοποιία και στην κατασκευή βαρελιών.
3. Η κόκκινη μουριά (Μορέα η ερυθρά - Morus rubra). Ψηλό δέντρο, μπορεί να ξεπερνά και τα 20 μέτρα σε ύψος. Καλλιεργείται για τους καρπούς της και την ξυλεία της.
4. Η ρωσική μουριά (Μορέα η λευκή ποικ. η ταταρική - Morus alba var. tatarica). Ανήκει στο ίδιο είδος με τη λευκή, όμως είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στις χαμηλές θερμοκρασίες. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές της βόρειας Ευρώπης.
5. Το είδος Μορέα η μεσοζύγια (Morus mesozygia) ή αφρικανική. Το ψηλότερο από όλα τα είδη φτάνει τα 30 μέτρα ύψος, βρίσκεται δε στις περιοχές της κεντρικής Αφρικής. Δίνει πλούσια σκιά και καλής ποιότητας ξυλεία γνωστή με την ονομασία ντιφού. Βαρύ και σκληρό, πολύ ανθεκτικό ξύλο χρησιμοποιείται στην κατασκευή πατωμάτων ποιότητας, στις οικοδομές και στην κατασκευή ισχυρών δοκαριών στήριξης. Κατεργάζεται εύκολα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή ξύλινων παιχνιδιών και ξυλόγλυπτων.
Υπάρχουν ακόμη ποικιλίες που δεν παράγουν καθόλου καρπούς (στείρες) και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για καλλωπιστικούς σκοπούς σε δρόμους, πάρκα κ.λ.π.
Απαιτήσεις - φροντίδες μουριάς - Δέντρο
Θέση: Προτιμά τις ηλιόλουστες θέσεις και έχει αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες αλλά και σε χαμηλές. Μεγάλη ανθεκτικότητα έχει και σε περιοχές με ατμοσφαιρική ρύπανση.
Χώμα: Μπορεί να φυτευτεί σε όλα τα εδάφη αλλά προτιμότερο θα ήταν να είναι σε γόνιμα και πλούσια σε οργανική ουσία. Να μην κρατάει υγρασία, να είναι νωπό.
Κλάδεμα: Συνήθως σε περιπτώσεις που καλλιεργείται συνηθλιζεται να κλαδεύεται αυστηρά όπου αφαιρούνται ακόμα και οι βραχίωνες. Όταν μιλάμε όμως για το καλλωπιστικό δέντρο δεν απαιτεί αυστηρό κλάδεμα. Μπορούμε να αφαιρούμε τα ξερά και γέρικα κλαδιά. Αν θέλουμε να διαμορφώσουμε το δέντρο συνήθως αφήνουμε 3-4 κλαδιά σχεδόν παράλληλα με το έδαφος. Έστι δημιουργούμε και μεγάλη επιφάνεια για σκίαση.
Πολλαπλασιασμός: Την μουριά την πολλαπλασιάζουμε κυρίως με σπόρο. Εμβολιάζουμε τα σπορόφυτα στην συνέχεια με την επιθυμητή ποικιλία για να πάρει τα χαρακτηριστικά της. Μπορούμε να την πολλαπλασιάσουμε και με μοσχεύματα.
Συστατικά-χαρακτήρας
Ο καρπός της μουριάς (ιδιαίτερα της μαύρης) είναι εξαιρετικά χυμώδης και εύγευστος. Οι καρποί περιέχουν πηκτίνη, βιταμίνη C, τανίνη, σάκχαρο, μηλικό οξύ, λευκωματούχες ουσίες, άλατα, κόμεα και ελάχιστο λίπος. Τα φύλλα περιέχουν ανθοκυανίνες και φλαβονοειδή.
Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη:
Η μουριά ανθίζει από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται φλοιός, καρποί, φύλλα και μικρά κλαδιά.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις
Οι θεραπευτικές ιδιότητες του δέντρου διαφέρουν ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο τμήμα.
Τα μούρα είναι αντιοξειδωτικά, καθαρτικά, τονωτικά και θρεπτικά. Είναι χρήσιμα ως θρεπτικοί παράγοντες κατά την ανάρρωση από παθήσεις όπως κρυολογήματα, γρίπη, βήχα, άσθμα, ζαλάδες και το βούισμα των αυτιών.
Τα μικρά κλαδιά τονώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, είναι αντιρρευματικά, αντιυπερτασικά και αναλγητικά. Το έγχυμα τους είναι χρήσιμο σε πόνους στις αρθρώσεις, σε οιδήματα και ρίχνει την πίεση.
Ο φλοιός της ρίζας είναι κατασταλτικός, διαλυτικός, διουρητικός, αποχρεμπτικός και αντιυπερτασικός. Το αφέψημα του βοηθά στο άσθμα.
Τα μαύρα μούρα τρώγονται για τον διαβήτη.
Τα φύλλα καθαρίζουν το ήπαρ και τα μάτια. Είναι αντιοξειδωτικά, αντιβακτηριδιακά, ιδρωταγωγά, αποχρεμπτικά. Το έγχυμα 40-80 γραμμαρίων φύλλων ανά λίτρο, είναι καλό αντιπυρετικό. Το ίδιο έγχυμα πιο συμπυκνωμένο σε γαργάρες καταπραΰνει τον πονόδοντο.
Παρασκευή και δοσολογία: Τα μαύρα μούρα καταναλώνονται σαν μέρος υγιεινής διατροφής. Τα άλλα μέρη παρασκευάζονται ως αφέψημα. Για το αφέψημα του φλοιού βράζουμε μία κουταλιά του φαγητού από θρύμματα της ρίζας, σε 1,5 φλιτζάνι νερό για 1 λεπτό. Σβήνουμε τη φωτιά και το αφήνουμε σκεπασμένο για 1-2 ώρες. Σουρώνουμε και πίνουμε ένα μικρό ποτήρι του κρασιού 3 φορές την ημέρα πριν το φαγητό.
Προφυλάξεις: Πρέπει να αποφεύγουμε την υπερβολική κατανάλωση των μούρων γιατί θα μας προκαλέσουν διάρροια. Αποφεύγουμε τα φύλλα και τον φλοιό αν έχουμε αδύναμους πνεύμονες.
Πηγές:
1. http://el.wikipedia.org
2. http://www.geoponiko-parko.gr
3. http://actimon.blogspot.gr
4. http://www.herb.gr