Βιτρώ (vitraux) είναι ο πληθυντικός της λέξης vitrail. Ο ελληνικός όρος είναι Υαλογράφημα και πρόκειται για μια ημιδιαφανή σύνθεση από χρωματιστά συνήθως κομμάτια γυαλιού, που συγκρατούνται με μολύβδινες ταινίες. Το βιτρώ είναι μια πολύ παλιά τεχνική η οποία εξελισσόμενη στο χρόνο έφτασε ως τις μέρες μας για να μας χαρίσει -μέσα από πολλές πρακτικές εφαρμογές- καλαισθησία και λειτουργικότητα.
Σαν πρώτη ύλη χρησιμοποιεί το χρωματιστό ή ανάγλυφο γυαλί και το μέταλλο. Αυτό που κάνει το βιτρώ πραγματικό έργο τέχνης είναι ο σχεδιασμός του και η εκμετάλλευση της διάθλασης του φωτός χαρίζοντας μια χρωματική πανδαισία. Το βιτρώ συγγενεύει με τη ζωγραφική και τα ψηφιδωτά. Χαρακτηριστικά δείγματα υαλογραφίας αποτελούν οι πολύχρωμοι φεγγίτες των καθεδρικών ναών της Ευρώπης. Ως τεχνική, διαθέτει μακρά ιστορία, στη διάρκεια της οποίας επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις, τόσο ως προς την ίδια την τεχνική όσο και ως προς την θεματολογία. Ειδικότερα οι αλλαγές που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα, καθώς και οι κοινωνικές τριβές που προέκυψαν, απομυθοποίησαν, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό και την πανάρχαιη αυτή τέχνη.
Ιστορικά στοιχεία
Είναι σήμερα γνωστό ότι στην αρχαία Αίγυπτο επεξεργάζονταν το γυαλί με επιδεξιότητα και ότι οι Άραβες έφτιαχναν τζαμιλίκια, συνδεδεμένα με γύψο ενισχυμένο με φυτικές ίνες και σίδερο, "κλώστρα" όπως αναφέρονται, πολύ πριν επιδράμουν οι Φράγκοι, με πρόφαση το Άγιο Δισκοπότηρο, και τα οικειοποιηθούν.
Από τους Άραβες άλλωστε, λόγω και των εμπορικών σχέσεων, εμπνεύστηκαν οι μαστόροι στο Πήλιο, τη Σιάτιστα, την Καστοριά και άλλες πόλεις της Κεντρικής και Β. Ελλάδας κι έφτιαξαν σε αρχοντικά τα περίφημα "υαλοστάσια", με καθαρό Ελληνικό χαρακτήρα.
Οι Σταυροφόροι έφεραν στην Ευρώπη τα "υαλοστάσια", γύρω στον 10ο αιώνα και αμέσως επέφεραν μια επαναστατική καινοτομία... το μολύβι! Ο ενισχυμένος γύψος ήταν πολύ παχύς σαν συνδετικό υλικό των χρωματιστών γυαλιών και παρόλο που οι Άραβες έκαναν "αραβουργήματα" μ' αυτόν για να του δώσουν χάρη κι αλαφράδα, ήταν περιοριστικός στη δημιουργία κομψών παραστάσεων. Ο λόγος που ήταν απαραίτητο κάποιο υλικό να συνδέει τα χρωματιστά ή/και ζωγραφισμένα γυαλιά μεταξύ τους είναι ότι τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για να χρωματίσουν ή να ζωγραφίσουν το γυαλί ήταν οξείδια μετάλλων. Αυτά είναι διαφορετίκα για κάθε χρώμα και έπρεπε να ψηθούν σε διαφορετικές θερμοκρασίες. Αναγκαστικά λοιπόν τα διάφορα χρώματα έπρεπε να ψηθούν ξεχωριστά.
Τα κομμάτια τώρα αυτά έπρεπε να είναι κομμένα σύμφωνα με το σχέδιο, το οποίο με τη σειρά του έπρεπε να λαμβάνει ύπ' όψιν την ιδιαιτερότητα του γυαλιού, το οποίο λόγω της μοριακής του δομής δεν κόβεται κατά βούληση, αλλά έχει ενδογενείς περιορισμούς. Το μολύβι λοιπόν, διαμορφωμένο κατάλληλα, συνέδεε το πολύχρωμο Πάζλ των γυαλιών σε μία ενιαία σύνθεση.
Στη διάρκεια του Μεσαίωνα οι λεπτομέρειες αυτής της τέχνης ήταν επτασφράγιστο μυστικό, γνώστες του οποίου ήταν μόνο οι μυημένοι στις σχετικές συντεχνίες. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, πρωτοπόροι καλλιτέχνες σαν τον Λούις Κόμφορτ Τίφανι (Louis Comfort Tiffany), τον Τζον Λα Φαρτζ (John La Farge), τον Ουίλιαμ Μόρρις (William Morris) κι άλλους, απελευθέρωσαν ολοκληρωτικά την τέχνη αυτή από στοιχεία όπως τα υλικά, οι τεχνικές, η φιλοσοφία και γενικότερα κάθε τι που αποτελούσε μέρος της διαδικασίας, απεγκλωβίζοντας τα βιτρώ από ένα φορμαλισμό που δεν άφηνε περιθώρια στην αυθεντική δημιουργία.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τα μοντέρνα υλικά εισέβαλαν ορμητικά στο χώρο της διάφανης δημιουργίας εντάσσοντας αυτή την τέχνη στον ευρύτερο χώρο της Art Glass. Έτσι ατσάλι, μπετόν, ξύλο, πλεξιγκλάς, φάιμπεργκλας, οξέα, ψυχρά σμάλτα, ακτινογραφίες και φωτογραφικά φίλμ, ψηφιακά επεξεργασμένες διαφάνειες, beveled glass, αναγλυφοτυπίες, etching και αμμοβολές έγιναν μεταξύ άλλων τα υλικά και τα μέσα που υπηρέτησαν αυτή την τέχνη.
Πηγές: