Τα «Πέτρινα Χρόνια» είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του Παντελή Βούλγαρη και, αναμφισβήτητα, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία γυρίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και κυριολεκτικά σάρωσε τα βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ (Βενετία, Βαλένθια), προκαλώντας μεγάλη αίσθηση τόσο για τη θεματολογία της όσο και για την τέχνη με την οποία ο Βούλγαρης αποτύπωσε στο φιλμ τα «πέτρινα» χρόνια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Η ταινία αφηγείται την αληθινή ιστορία ενός ζευγαριού που πάλεψαν για την αγάπη και την ελευθερία. Μια οδύσσεια μέσα και έξω από τις φυλακές κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου μέχρι και το τέλος της δικτατορίας το 1974. Πρόκειται για μια ειλικρινή αφήγηση των γεγονότων, κατορθώνοντας να σκιαγραφήσει «χωρίς μελοδραματισμό ή διάθεση ηρωοποίησης τη μοναχικότητα και τη σκληρότητα της δοκιμασίας των χιλιάδων ανθρώπων που φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν» στα χρόνια από το 1954 μέχρι τη μεταπολίτευση.
Η ιστορία…
Ο Μπάμπης και η Ελένη γνωρίζονται το 1954 στη Θεσσαλία, όπου παράνομα μοιράζουν προκηρύξεις. Ο Μπάμπης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ενώ η Ελένη καταφεύγει στην Αθήνα, όπου κρύβεται μέχρι το 1966 σε διάφορα σπίτια ομοϊδεατών, όπως στο σπίτι της «καπελού», Κλειώ. Η Ελένη γνωρίζει τον Μπάμπη ελάχιστα, όμως ο έρωτας τους δυναμώνει μέσα από τις κακουχίες και ολοκληρώνεται όταν ο Μπάμπης αποφυλακίζεται. Η δικτατορία θα εμποδίσει τα όνειρά τους και η διεκδίκηση της ελευθερίας θα τους οδηγήσει στη φυλακή. Τα επόμενα 8 χρόνια, η Ελένη θα μεγαλώσει το παιδί της σε ένα κελί και θα βλέπει τον Μπάμπη μέσα από τα κάγκελα που την χωρίζουν από το κελί του. Παντρεύονται μέσα στη φυλακή, με κουμπάρο το ίδιο τους το παιδί. Όταν αποφυλακίζονται, η Ελένη συμβιώνει με τον άντρα που γνωρίζει μόνο 72 ώρες και γεύεται την ελευθερία που είναι όμως νοθευμένη με 10 χρόνια διώξεων και περιορισμού. Η Ελένη στην πραγματικότητα κατάγεται από τα μέρη μας, «εκ Φιλιαδών Δομοκού», όπως αναφέρεται και στην ταινία. Όπως έχει πει και η ίδια, πέρασε πολύ δύσκολα στην προσπάθεια της να υπερασπιστεί τα πιστεύω της ενώ με μια υπογραφή θα μπορούσε να τα αποφύγει όλα αυτά...
Η ταινία δεν είναι καθαρά πολιτική. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το δράμα των πρωταγωνιστών του - και κατ` επέκταση της κοινωνίας - σε μια ανήσυχη πραγματικότητα. Η ταινία επίσης δεν είναι ιστορική. Μέσα από την καθημερινότητα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών, ξεδιπλώνεται η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Βούλγαρης εστιάζει περισσότερο στο ανθρώπινο συναίσθημα παρά σε ιστορικά γεγονότα. Οι ηθοποιοί μεταφέρουν στην οθόνη τα βιώματα μιας εποχής όπου υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και στην πραγματικότητα. Η Θέμις Μπαζάκα κέρδισε το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο φεστιβάλ της Βενετίας για την καταπληκτική ερμηνεία της ως Ελένη Υφαντή.
Η μουσική…
Αναμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα συστατικά της ταινίας, είναι η μουσική που έγραψε ο Σταμάτης Σπανουδάκης και φυσικά η ερμηνεία του Βασίλη Σαλέα στο κύριο μουσικό θέμα. Ουσιαστικά, ο Σπανουδάκης έγραψε ένα μόνο θέμα το οποίο επαναλαμβάνεται σε διάφορες σκηνές της ταινίας με κάποιες μικρές παραλλαγές. Ο ήχος του κλαρίνου κορυφώνει την μελαγχολία των πρωταγωνιστών και σημαδεύει την συγκεκριμένη κοινωνικο-πολιτική Ελληνική πραγματικότητα. Ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του, μιλώντας για τη σημασία της μουσικής στις ταινίες του, τόνισε τη σύνδεσή της με την Ελλάδα και την ανθρώπινη ψυχή: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα που χρησιμοποιεί πολύ τη μουσική. Την ακούς από το διπλανό σπίτι, την ακούς από τον ταξιτζή που βάζει μουσική. Ερωτευτήκαμε με τη μουσική, αγωνιστήκαμε με τη μουσική, κυνηγηθήκαμε με τη μουσική».
Ο Σταμάτης Σπανουδάκης αποτύπωσε στη μουσική του τη μελαγχολία που επιδίωκε να αποδώσει με τις εικόνες του στην ταινία ο Παντελής Βούλγαρης. Κατάφερε να συνθέσει ένα κομμάτι που συμπληρώνει τέλεια την αισθητική των πλάνων και τη δυναμική της κάθε σκηνής που συνοδεύει. Γράφοντας ένα και μοναδικό θέμα για τα «Πέτρινα χρόνια», καταφέρνει να ντύσει και τελικά να ολοκληρώσει τις σκηνές του έργου χωρίς να φλυαρεί και κυρίως δίνοντας την αίσθηση ότι η μουσική γεννήθηκε αβίαστα, δίχως την παραμικρή πίεση. Με αφορμή την ταινία του Βούλγαρη, ο Σπανουδάκης έγραψε το καλύτερο ορχηστρικό του κομμάτι. Ένα κομμάτι που μπορεί να ακουστεί και πέρα από την ταινία, ανεξάρτητα δηλαδή από τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε.
Ο Βασίλης Σαλέας, από την άλλη, αφηγείται με το κλαρίνο του μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, μια ιστορία φτιαγμένη από νότες και ανάσες που ακούγονται στην ηχογράφηση σαν απαλό αεράκι που περνάει ανάμεσα απ’ τα κάγκελα μιας φυλακής που ζουν πολιτικοί κρατούμενοι. Από την χαμηλόφωνη εισαγωγή μέχρι το σόλο στο τέλος του κομματιού, η “αφήγηση” του Βασίλη Σαλέα αποτελεί ένα μοναδικό ρεσιτάλ ερμηνείας που αναμφισβήτητα έγραψε τη δικιά του ιστορία στην ελληνική δισκογραφία.
Επίλογος
Είναι γνωστό πως ο Παντελής Βούλγαρης είναι έντονα πολιτικοποιημένος και τοποθετημένος στην αριστερά, μάλιστα εξορίστηκε και στη Γιάρο. Τα Πέτρινα Χρόνια περιγράφουν τα προβλήματα μιας γενιάς που ταλαιπωρήθηκε από πολιτικές αναταραχές, αναλύουν μια εποχή που ενώ καθιερωνόταν το δικαίωμα ψήφων των γυναικών, πολιτικοί κρατούμενοι παρέμεναν ακόμα μέσα στις φυλακές. Όταν όμως η ταινία προβλήθηκε το 1985 στους κινηματογράφους δημιούργησε αίσθηση τόσο για τη θεματολογία της όσο για την πρωτοποριακή σκηνοθετική τεχνική και φωτογραφία. Η σκηνή όπου η Ελένη και ο Μπάμπης επικοινωνούν με τους καθρέπτες μέσα από τα κάγκελα των φυλακών συγκίνησε και εξακολουθεί να συγκινεί ανθρώπους που βίωσαν τα Πέτρινα Χρόνια στην Ελλάδα αλλά και ανάλογες καταστάσεις σε άλλες χώρες.
Πηγές: