O Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε στο Μοντοβί, της περιοχής Κωνσταντέν της Αλγερίας, στις 7 Νοεμβρίου 1913. Ήταν ο δεύτερος γιος του Λουσιέν Καμύ, ενός φτωχού εργάτη, Αλσατικής καταγωγής και της Κατερίν Σιντές, μιας γυναίκας Ισπανικής καταγωγής, της οποίας η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αλγερία πριν το 1870. Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Αλμπέρ, ο πατέρας του σκοτώθηκε στη μάχη του Μάρνη και η κυρία Καμύ εγκαταστάθηκε με τα δύο μικρά παιδιά της στο σπίτι της χήρας μητέρας της στην Μπελκούρ, περιοχή της Αλγερίας. Εργάσθηκε σκληρά για να βοηθήσει την οικογένεια της και, στα πρώτα τους χρόνια, ο Αλμπέρ και ο αδερφός του βρέθηκαν κάτω από την επιτήρηση της τυραννικής γιαγιά τους. Η πρώτη έκδοση των δοκιμίων του Καμύ, "L’ Envers et l’ endroit" («H καλή κι η ανάποδη») περιέχουν περιγραφές του σπιτιού και της επαρχίας στην οποία μεγάλωσε, μαζί με πορτραίτα της μητέρας του, της γιαγιάς του κι ενός θείου.
Το 1918, ο Καμύ μπήκε σε école communale της επαρχίας Μπελκούρ. Εδώ στάθηκε τυχερός, έχοντας δάσκαλο το Ζερμαίν Λουί, που είδε της διανοουμενίστικες υποσχέσεις του Καμύ και τον βοήθησε να κερδίσει μια υποτροφία στο Lucée d’ Alger, το 1923, (τριανταπέντε χρόνια αργότερα, ο Καμύ του αφιέρωσε το λόγο του, αποδεχόμενος το βραβείο Νόμπελ της φιλολογίας – το “Discours de Suéde” εκδόθηκε το 1958). Μεταξύ 1923 και 1930, ο διανοούμενος μαθητής του Λυκείου άρχισε, παράλληλα με τις φιλολογικές μελέτες του, να επιδίδεται και στα σπορ, ενδιαφέροντα που κράτησαν σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Στην περίοδο αυτή, αγαπημένοι του συγγραφείς υπήρξαν ο Ζιντ, ο Μοντερλάν και ο Μαλρώ. Από το 1928 μέχρι το 1930, ήταν τερματοφύλακας της ποδοσφαιρικής ομάδας του Πανεπιστημίου της Αλγερίας. Η χρονιά του 1930 αποδείχτηκε, πράγματι, πολύ κρίσιμη για τη ζωή του Καμύ. Τότε αρρώστησε για πρώτη φορά από φυματίωση, κι η σπουδαστική του καριέρα διεκόπη όπως και η ποδοσφαιρική του δραστηριότητα. Έτσι βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Έπρεπε πια να εγκαταλείψει το μικρό και ανθυγιεινό διαμέρισμα που ζούσε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Μετά από μια μικρή περίοδο που πέρασε κοντά σ’ έναν θείο του που ήταν χασάπης και δημοκράτης με Βολταιρικές αντιλήψεις, ο Καμύ αποφάσισε να ζήσει μόνος του. Ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές, όπως οι παραδόσεις ιδιωτικών μαθημάτων, πωλήσεις ανταλλακτικών αυτοκινήτων, εργασίες για το Μετεωρολογικό Ινστιτούτο. Για λίγο, εργάστηκε σε οίκους εισαγωγών – εξαγωγών.
Ο Καμύ τώρα πια είχε εγγραφεί μαθητής της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Αλγερίας. Αυτή τη φορά μπήκε στο δρόμο του μια άλλη αποφασιστική επιρροή – ο Ζαν Γκρενιέ, που τον ενθάρρυνε, σαν δάσκαλος, στα ενδιαφέροντα του στη φιλολογία και τη φιλοσοφία, συμμεριζόμενος τον ενθουσιασμό του για το ποδόσφαιρο. Στην εποχή εκείνη, των σπουδαστικών του ημερών επρόκειτο να ζήσει δύο ερωτικές σύντομες περιπέτειες. Η πρώτη ήταν με τη Σιμόν Χη, κόρη ενός γιατρού της Αλγερίας, την οποία παντρεύτηκε το 1933. Ο γάμος διαλύθηκε μέσα σ’ ένα χρόνο. Η δεύτερη ερωτική του περιπέτεια ήταν με το Αλγερινό Κομμουνιστικό Κόμμα, στο οποίο μπήκε το 1934 και το παράτησε για πάντα το 1935 αφού έκανε προπαγάνδα ανάμεσα στο Μωαμεθανικό πληθυσμό. Παραιτήθηκε γιατί, στη διάρκεια της επισκέψεως του Λαβάλ στη Μόσχα, ο Στάλιν είχε πεισθεί να διατάξει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ν’ αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας την οποία προσέφερε για τις κοινωνικές και πολιτικές αξιώσεις των Μωαμεθανών. Για τον Καμύ, αυτή η ξαφνική αλλαγή πολιτικής σήμαινε μια δραματική κρίση συνειδήσεως. Την πολιτική σκοπιμότητα την έβρισκε ευτελή. Πολλά χρόνια αργότερα στα έργα του, ιδιαίτερα στο "L’ Homme révolté" ("Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος") δείχνει πόσο βαθειά επηρεάστηκε απ’ αυτή την εμπειρία.
Αυτή την εποχή, ο Καμύ κατόρθωσε να περατώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και τις συνέχισε, το 1936, για ν’ αποχτήσει το diploma d’ études superieures, με μια διατριβή πάνω στις σχέσεις ανάμεσα στον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό (ιδιαίτερα για την επίδραση του Πλωτίνου στον Άγιο Αυγουστίνο). Ένα χρόνο αργότερα, έπαθε μια νέα υποτροπή της φυματιώσεως, έτσι η Πανεπιστημιακή του καριέρα πήρε τέλος. Τώρα έπρεπε να αναρρώσει στις Γαλλικές Άλπεις (η πρώτη του επίσκεψη στην Ευρώπη) και, μετά, επέστρεψε στην Αλγερία διαμέσου της Φλωρεντίας, Πίζας και Γένουας.
Δυο χρόνια νωρίτερα, το 1935, η βαθιά αγάπη του Καμύ για το θέατρο βρήκε τη πρώτη της ενεργητική έκφραση. Μαζί μ’ έναν αριθμό από νέους διανοούμενους, έπαιξε ηγετικό ρόλο στην ίδρυση του επονομαζομένου Théâtre du Travail στο Αλγέρι, σκοπός του οποίου, σύμφωνα με το μανιφέστο του, ήταν η δημιουργία ενός «λαϊκού» θεάτρου, το οποίο θα ήταν συνάμα κι ένα «σχολείο αξιών». Στόχος του ήταν ν’ ανεβαστούν καλά έργα για τον εργατικό πληθυσμό και για έναν μικρό αριθμό προοδευτικών διανοούμενων. Πολύ γρήγορα, το Théâtre du Travail έγινε το Théâtre de l’ Equipe. Συνέχισε έτσι την κοινωνική του αποστολή, ενώ παράλληλα σφιχταγκάλιασε τη γενική σύλληψη περί θεατρικής παρουσιάσεως, όπως την πίστευε ο Κοπώ στο Παρίσι – που είναι, η έμφαση στο κείμενο και την ηθοποιία, με σχετικά μικρό ενδιαφέρον για το ντεκόρ. Κάτω απ΄ αυτούς τους όρους, ο Καμύ με τη συνεργασία των φίλων του, έγραψε το "Révolte dans les Asturies" ("Εξέγερση των Αστουριών") με τον υπότιτλό του: “Essai de creation collective, dédié aux victimes de repression”. Το θέμα αυτού του έργου ήταν η κατάληψη του Οβιέντο από τους μεταλλωρύχους των Αστουριών το 1934, η μετέπειτα ήττα τους και οι εκτελέσεις που επακολούθησαν. Εξεδόθη απ’ τον Charlot το 1936 με οικονομική βοήθεια των Φίλων του Théâtre du Travail.
Πολύ γρήγορα ο Καμύ ασχολήθηκε με ζήλο με τη δημοσιογραφία, έχοντας την σαν πάρεργο. Το 1938, δέχτηκε την προσφορά του Πασκάλ Πιά: τη θέση του συντάκτη – ρεπόρτερ σε μια νεοσύστατη αριστερή εφημερίδα, την Alger – Republicain. H Alger – Repblicain ήταν αντιαποικιακή, πατροναρισμένη απ’ το Λαϊκό Μέτωπο, κάνοντας καμπάνιες μαχητικές για κοινωνική δικαιοσύνη στην Αλγερία μέχρι που έπαψε να εκδίδεται τον Οκτώβριο του 1939. Για τον Καμύ, αυτή η περίοδος υπήρξε ορόσημο της γνωριμίας του με τη δημοσιογραφία, στη διάρκεια της οποίας έδρασε σαν αρχισυντάκτης, γραμματέας συντάξεως, πολιτικός συντάκτης, κριτικός βιβλίων. Η εμπειρία που κέρδισε υπήρξε γι’ αυτόν μεγάλη, όταν ανέλαβε την αρθρογραφία της Παρισινής Κόμπα, που πρωτοεκδόθηκε παράνομα το 1943. Ανάμεσα στα βιβλία που παρουσίασε απ’ την Alger – Republicain υπήρξαν «η Ναυτία» και « ο Τοίχος» του Σαρτρ. Ένα απ’ τα πιο εντυπωσιακά κοινωνικά ρεπορτάζ του Καμύ, ήταν μια σειρά από άρθρα για τους Μωαμεθανούς της Καμπύλια, επαρχίας της Αλγερίας. Αυτά επανεκδόθησαν το 1958 με τον τίτλο "Actuelles ΙΙΙ" ("Επίκαιρα").
Όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, ο Καμύ είχε εκδόσει δύο συλλογές δικιμίων (“L’ Envers et l’ endroit” – Απ’ την Καλή κι απ’ την Ανάποδη και το “Noces” – Oι Γάμοι) και το "Révolte dans les Asturies". Τότε είχε τελειώσει ένα άλλο θεατρικό έργο , τον "Καλιγούλα", που δεν είχε παρουσιαστεί από σκηνής, μήτε είχε εκδοθεί για την ώρα. Άρχισε να γράφει το "L’ Etranger" ("Ο Ξένος") το 1939 και όταν το τελείωσε το 1940, συνέχισε το γράψιμο για να τελειώσει το πρώτο του μεγάλο ιδεολογικό δοκίμιο, «Ο Μύθος του Σίσυφου», σε μια περίοδο έξι μηνών περίπου. Και τα δυο βιβλία εκδόθηκαν από τον Gallimard το 1942, αλλά την εποχή εκείνη δεν προκάλεσαν και μεγάλη προσοχή. Το 1942, επίσης, μετά από περιόδους που πέρασε εναλλάξ στην Αλγερία και τη Γαλλία, ο Καμύ συνεργάστηκε με τον Πασκάλ Πιά, τον Κλωντ Μπουρντέ και άλλους στην ομάδα αντιστάσεως της «Κόμπα» εργαζόμενος για τον παράνομο τύπο.
Μετά την απελευθέρωση, ο Καμύ χωρίς να χάσει καιρό ξανάρχισε τη δουλειά του στο Θέατρο. Τον Μάη του 1944, πριν απ’ την τελική απελευθέρωση του Παρισιού, το Théâtre des Mathurins ανέβασε το "Malentendu" ("Παρεξήγηση"), κι εκδόθηκε λίγο αργότερα μαζί με τον "Καλιγούλα". Η Μαρία Καζαρές και ο Μαρσέλ Χερράντ παίξανε τη Μάρθα και τον Ζαν, ωστόσο μ’ όλο το ταλέντο τους η "Παρεξήγηση" δεν είχε καλές κριτικές. Ανάμεσα στ’ άλλα πράγματα, ήταν πάρα πολύ φρέσκο κι ενοχλητικό έργο για να γίνει αντιληπτό κι αποδεκτό, παρ’ όλα αυτά η απήχηση που είχε στο νέο ανέβασμα του την ίδια χρονιά (Οκτώβριο) ήταν περισσότερο ικανοποιητική. Το Φθινόπωρο του 1945, το Théâtre Hebertot ανέβασε τον "Καλιγούλα" (εφτά χρόνια μετά από το γράψιμο του) με τον Ζεράρ Φιλίπ στον ρόλο του Καλιγούλα. Αυτή τη φορά ο Καμύ ξεπέρασε κάθε επιτυχία: το έργο έκανε πάνω από διακόσιες παραστάσεις και συνέχισε μετά ν’ ανεβάζεται μ ‘επιτυχία από πολλούς θιάσους της Γαλλίας, χωρίς ν’ αναφέρουμε το εξωτερικό. Μ’ όλα αυτά, η καριέρα του Καμύ σαν δραματουργού ήταν περιορισμένη. Το 1948, τελείωσε ένα θεατρικό έργο, “L’ Etat de siege” ("Κατάσταση Πολιορκίας") στο θέμα μιας Πανούκλας που παρουσιαζόταν συμβολικά. Η "Κατάσταση Πολιορκίας" υπήρξε μια αποτυχία μ’ όλη την επινοητικότητα του Μπαρρώ που το ανάβασε στο Μαρίνυ και το λαμπρό επιτελείο που περιστοίχιζε τον Μπαρρώ, η Μαντελέν Ρενώ, η Μαρία Καζαρές και ο Μπρασσέρ. Απ’ την άλλη μεριά, το έργο "Les Justes" ("Oι Δίκαιοι") έγινε δεκτό μ’ ενθουσιασμό όταν αν'εβηκε στο Hebertot τον Δεκέμβρη του 1949, με τον Σερζ Ρετζιάνι και την Μαρία Καζαρές ως Καλιάεφ και Ντόρα.
Ο Καμύ δεν έγραψε άλλα θεατρικά έργα, όμως είχε μεγάλη επιτυχία στο θέατρο ως μεταφραστής και διασκευαστής για την σκηνή. Η μεγαλύτερη επιτυχία του σ’ αυτόν τον τομέα υπήρξε η θαυμάσια διασκευή του για το Θέατρο Αντουάν το 1959.
Στη διάρκεια αυτών των μεταπολεμικών χρόνων, ο Καμύ έγραψε έναν αριθμό μυθιστορημάτων, δοκιμίων και πολιτικών άρθρων. Στη σφαίρα του μυθιστορήματος, τον «Ξένο» ακολούθησε η «Πανούκλα» το 1947, «Η Πτώση» το 1956 και μια συλλογή διηγημάτων “L’ Exile et le royaume” ("Eξορία και το βασίλειο") το 1957. Το 1945, τα τέσσερα «Γράμματα σ’ έναν φίλο Γερμανό» τυπώθηκαν σ’ έναν μικρό τόμο. Αυτά τ’ ακολούθησαν το "L’ Homme révolté" ("O Επαναστατημένος άνθρωπος") το 1951, "L’ ETé" ("To Kαλοκαίρι") το 1954, “Reflexions sur la peine capital” το 1957 και το “Discours de Suéde” (1958),όπου περιέχονται ο λόγος του όταν πήρε το Βραβείο Νόμπελ και μια ομιλία για τον συγγραφέα και την εποχή του που έγινε μετά από τέσσερις μέρες στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Ένα μεγάλο μέρος από την πολιτική του δημοσιογραφία επανεκδόθη στους τρεις τόμους των «Επίκαιρων» το 1950, 1953 και 1958.
Το 1957, σε ηλικία σαράντα τεσσάρων χρονών, ο Καμύ τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Φιλολογίας. Σ’ αυτή τη διάκριση, αντέδρασε με χαρακτηριστική σεμνότητα, λέγοντας ότι αν ήταν μέλος της επιτροπής θα είχε ψηφίσει υπέρ του Μαλρώ. Μπορεί να πει κανείς ότι η βράβευση χαιρετίστηκε πλατιά στη Γαλλία και το εξωτερικό, μ’ όλο που έδωσε λαβή σ’ έναν αριθμό Γάλλων επικριτών του Καμύ να κατακρίνουν τη στάση του στο καυτό θέμα της Αλγερίας. Στην αντιμετώπιση αυτού του θέματος, φάνηκε παράξενο το ότι δεν εκφράστηκε και τόσο ξεκάθαρα προσωπικά και δημόσια σε φοβερά θέματα όπως ο βασανισμός του Ντζαμίλα Μπούπασα, η δολοφονία του Μωρίς Ωντέν και ολόκληρη η τρομερή επινοητικότητα στη χρήση βασανιστηρίων από πολλά στοιχεία της γαλλικής διοικήσεως. Απ’ την άλλη μεριά, γεγονότα που δείχνουν την επιφυλακτική κι αρνητική στάση του Καμύ σ’ αυτό το θέμα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το γεγονός δηλαδή ότι ο ίδιος ανήκε από γεννησιμιού του κι από ανατροφή στον κοινωνικό μειονεκτικό «Ευρωπαϊκό» πληθυσμό της Αλγερίας – τους πιο φανατικούς αντιμωαμεθανούς. Πάλι, η γριά μητέρα του ζούσε στο Αλγέρι και ξεκαθάρισε τη θέση του ότι, σ’ οποιαδήποτε σύγκρουση ανάμεσα στην αφοσίωση, στη δικαιοσύνη και στην αφοσίωση στη μητέρα του, θα διάλεγε την αφοσίωση στη μητέρα του. Και πράγματι, προτίμησε τη μητέρα του. Θα’ πρεπε επίσης να ειπωθεί ότι ο Καμύ, αντίθετα με τα λεγόμενα των επικριτών, είχε στρέψει την προσοχή του στην κακή διαβίωση του Μωαμεθανικού πληθυσμού απ’ το 1939 κιόλας, μ’ όλο που ποτέ δεν είδε τα προβλήματα της χώρας του κάτω από «αποικιακούς» όρους. Πίστευε στη Γαλλική τεχνική βοήθεια σαν βασική προϋπόθεση για την ευημερία της, θέλοντας αυτό που αποκαλούσε «μια Αλγερινή Αλγερία… όχι Αιγυπτιακή Αλγερία». Επισκέφθηκε την Αλγερία το 1956, κάνοντας έκκληση για ανακωχή και υποστηρίζοντας τις ατελεσφόρητες «επιτροπές ανακωχής» που σχηματίστηκαν ευθύς αμέσως σε διάφορα σημεία της χώρας. Στην όλη στάση του απέναντι στον Αλγερινό πόλεμο, παρέμεινε αυτό που για πολλούς θαυμαστές του ήταν το πολύ ανεπαρκές επίπεδο των κάπως αθώων ηθικών γενικοτήτων. Φάνηκε να επιβεβαιώνει αυτές τις κατηγορίες της απόκοσμης πολιτικής που του απέδωσε ο Σαρτρ στη διάρκεια της περίφημης λογομαχίας και διακοπής των σχέσεων τους, το 1951.
Μ’ όλο που είχε εκφράσει φόβους για μια τελική «Αιγυπτιακή Αρμενία», ο Καμύ δεν μπόρεσε να δει την κατοπινή Αλγερινή ανεξαρτησία το 1962. Τη Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 1960, ταξιδεύοντας ανάμεσα στο Σεν και το Παρίσι μ’ ένα Φέϊσελ – Βέγκα, που οδηγούσε ο φίλος του και εκδότης Μισέλ Γκαλλιμάρ, βρήκε ξαφνικό θάνατο σε ηλικία σαράντα έξη χρονών, όταν το αυτοκίνητο γλίστρησε, χτύπησε σε δύο πλατάνια και κόπηκε στα δυο. Κι η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Καμύ απεχθανόταν τ’ αυτοκίνητα και σκόπευε να γυρίσει στο Παρίσι με τραίνο, ο Γκαλλιμάρ όμως τον έπεισε ν’ αλλάξει σχέδια (το μισό εισιτήριο της επιστροφής με το τραίνο βρέθηκε στην τσέπη του). Και τι τραγωδία: πρόσφατα είχε γράψει, στα 1958, σ’ έναν πρόλογο της επανεκδόσεως του «Απ’ την Καλή κι απ’ την Ανάποδη»: «Συνεχίζω να πιστεύω ότι το έργο μου δεν έχει ακόμη αρχίσει».
Πηγή: Απόσπαμα απο το κείμενο «Η ζωή και το έργο του Καμύ» που αποτελεί εισαγωγή του βιβλίου του Άλμπερτ Καμύ «Καλιγούλας». Μετάφραση Μάριου Λαέρτη. Εκδοτικός Οίκος Αλέξανδρου Χ. Ρούγκα.