Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Γκρουτ Ζούντερτ, στις 30 Μαρτίου του 1853 (στο ζώδιο λοιπόν ήταν Κριός). Ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου Βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί πριν τη γέννησή του, στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Σε ηλικία 16 ετών, εν έτη δηλαδή 1869, και αφού είχε ήδη καταπιαστεί με αρκετά επαγγέλματα, τον συναντάμε στη Χάγη, όπου δραστηριοποιείται με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company. Το 1873, μετατίθεται στο Λονδίνο, σε ένα από τα υποκαταστήματα της εταιρείας όπου δούλευε. Εκεί, λέγεται, οτι ερωτεύτηκε την σπιτονοικοκυρά του... Δεν ξέρω αν αυτό έπαιξε ρόλο στο να μετατεθεί, αυτή τη φορά στο Παρίσι, και να καταλήξει, εν έτη 1876, στο να πάψει να εμπορεύεται πλέον έργα τέχνης.
Αφού επέστρεψε στη γενέτειρά του, ασχολήθηκε σαν βοηθός βιβλιοπωλείου... Ύστερα απο λίγους μήνες, εγκαθίσταται στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία στο πανεπιστήμιο της πόλης. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος, λόγω διακοπής. Το 1878, του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο Βαν Γκογκ κηρύτει για περίπου έξι μήνες, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φτώχεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να μαθαίνει τις βασικές αρχές της ζωγραφικής με τον τότε φοιτητή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, Αντόν Βαν Ραπάρντ, σε κάποια περιοχή των Βρυξελλών. Μετά απο ένα χρόνο, μετακομίζει στη Χάγη, όπου τον φιλοξενεί ο ξάδερφός του, Αντών Μωβ. Εκεί, εκτός από το να καλλιεργεί το ταλέντο του σαν ζωγράφος, εικάζεται πως ερωτοτροπεί με την Σίεν Χούρνικ. Το 1883, φεύγει από τη Χάγη και τον βρίσκουμε στην Δρένδη, να δημιουργεί έργα, κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιλλέ (Jean-François Millet) μεν, να φεύγει γρήγορα κι από κει δε... Πηγαίνει στους γονείς του, οπού βρίσκονται στη πόλη Ντουένεν, ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή τη πόλη. Τον Μάιο του 1885, πεθαίνει ο πατέρας του και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας. Εκεί, προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης, σε δεύτερο πλάνο, κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης. Η επαφή αυτή διακόπηκε πολύ σύντομα αφού αποβλήθηκε από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt).
Την άνοιξη του 1886, φιλοξενείται στο Παρίσι από τον αδελφό του - επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης, Τεό Βαν Γκογκ - στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την αφιξή του, γράφεται σαν σπουδαστής στο εργαστήριο του Φερνάντ Κορμόν. Εκεί, ήρθε σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Έντγκαρ Ντεγκά, Καμίλ Πισάρο, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο Βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα - ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα, επισκέπτεται τη νότια Γαλλία, την περιοχή της Προβηγκίας και καταλήγει να σταθεί στη πόλη Άρλ. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο, ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο "Κόκκινο αμπέλι" αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο Βαν Γκογκ εν ζωή.
Εγκλεισμός στο ψυχιατρείο
Το 1889, εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιντ Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο, πάσχοντας από κατάθλιψη ή παράνοια ή μανιοκατάθλιψη ή διπολική διαταραχή ή ό,τι άλλο τον χαρακτήρισαν. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει κυρίως τοπία και αντίγραφα έργων άλλων ζωγράφων. Η «Έναστρη νύχτα», ένας απο τους πίνακές του, απεικονίζει τη νυχτερινή θέα έξω από το δωμάτιο του ασύλου. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε επιστολή προς τον αδερφό του έγραψε: «Το να κοιτάω τα αστέρια με κάνει να ονειρεύομαι… Αναρωτιέμαι, γιατί τα φωτεινά σημεία του ουρανού να μην είναι τόσο προσβάσιμα όσο τα μαύρα σημεία ενός χάρτη της Γαλλίας; Όπως το τραίνο μας πηγαίνει στη Tarascon ή στη Rouen, έτσι και ο θάνατος μας πηγαίνει προς τα αστέρια…».
Η ''ανάλυση'' του πίνακα ''Έναστρη νύχτα'' από έναν Έλληνα
Στο βίντεο που ακολουθεί ένας Έλληνας Ηπειρώτης, ο Πέτρος Βρέλλης, «ανέλυσε» τον πίνακα "Έναστρη νύχτα" σε περίπου 80.000 σωματίδια - κομμάτια ενός πολύχρωμου puzzle, τα οποία μετακινούνται σαν υγρό ανάλογα με τις προσταγές ενός ειδικού αλγόριθμου, με μια ταχύτητα μετακίνησης την οποία έπρεπε να ορίσει ο ίδιος χειροκίνητα και όχι αυτόματα. Κάθε επίδραση είναι προσωρινή και σύντομα το έργο επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση. Η διάδραση συνοδεύεται από μουσική που, επίσης, ανταποκρίνεται στην κάθε κίνηση.
{youtube}91mSLGOfH2E{/youtube}
Τον Μάιο του 1890, εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον Βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο Βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ. Την Κυριακή 27 Ιουλίου, λέγεται ότι, κατά τη διάρκεια περιπάτου του στους αγρούς, γύρισε στο δωμάτιο του με μια σφαίρα στο στήθος, έζησε για δύο ημέρες και στις 29 Ιουλίου του 1890 και σε ηλικία 37 χρόνων, άφησε την τελευταία του πνοή.
Ένας μεγάλος καλλιτέχνης που δεν αναγνωρίστηκε εν ζωή
Εν ζωή, το έργο του Βαν Γκογκ δεν σημείωσε επιτυχία, ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική. Συνολικά, δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα.
Το περίφημο κομμένο αυτί...
Άλλοι λένε πως το έκοψε ο ίδιος, άλλοι λένε πως μονομάχησε για μια γυναίκα και για την αληθινή φύση της τέχνης, με έναν καλό του φίλο εν ονόματι "Πωλ Γκογκέν"! Πως πήρε, λένε, το κομμάτι του αυτιού του και το έδωσε σ' αυτή τη γυναίκα, μια πόρνη που ονομαζόταν Ραχήλ...! Κι άλλοι, πιθανόν, θα έχουν πει το κάτιτις τους. Όπως και με το θέμα του θανάτου του, άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε... άλλοι λένε πως ήταν ατύχημα και κατέθεσε πως το έκανε ο ίδιος, για να μην κατηγορηθούν οι "συν - πότες" του. Η αλήθεια είναι... ένα κομμένο αυτί, ένας θάνατος και οι πίνακές του... το τι πραγματικά έγινε, το ήξερε εκείνος, και μάλιστα απ' τη δική του πλευρά!!
Ταξιδεύοντας στους αγρούς του Βαν Γκογκ
Κλείνω με ένα απόσπασμα απο την ταινία «Όνειρα» του Ακίρα Κουροσάβα, όπου ένας άνδρας περιφέρεται μέσα "στους αγρούς" του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, και μαζί του, μας δίνεται η δυνατότητα να "ταξιδέψουμε" και εμείς. Τον Βαν Γκογκ στη ταινία αυτή, υποδύεται ο μεγάλος σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε.
Πηγές:
1. http://texnografia.blogspot.gr/
6. http://www.tzoumerkafest.com/